Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΕΚΕΙΝΩΝ που έχουν συγκροτήσει έναν σκληρό πυρήνα «αντίστασης» στις βασικές επιστημονικές παραδοχές που αφορούν την πανδημία δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Πόσο μάλλον η επιχείρηση πειθούς και μεταβολής των απόψεών τους. Στην αρχή ήταν η άρνηση της ίδιας της ύπαρξης της πανδημίας του Covid-19, στη συνέχεια η άρνηση της μάσκας, μετά η άρνηση του εμβολίου και τώρα, σε οριακές περιπτώσεις, η άρνηση θεραπείας στις ΜΕΘ ή η απομάκρυνση των παιδιών από το σχολείο.
Η κοινωνιολογική ερμηνεία όλων αυτών που υποτιμητικά από τους υπόλοιπους αποκαλούνται «ψεκασμένοι» μπορεί να ακολουθήσει πολλές διαδρομές. Όλες όμως συναντούν προβλήματα.
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αποδοθεί η συγκεκριμένη στάση άρνησης των πάντων στο (χαμηλό) μορφωτικό επίπεδο και στη γενικευμένη καχυποψία στους θεσμούς. Όσο και αν η συγκεκριμένη ερμηνεία έχει βάση, σε γενικές γραμμές υπάρχουν περιπτώσεις αρνητών που έχουν επαρκέστατη μόρφωση, μάλιστα μερικοί από αυτούς είναι γιατροί που συμβουλεύουν εναντίον του εμβολίου, δημιουργώντας αμφιβολίες για την καθολικότητα της εξήγησης αυτής.
Μια άλλη ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί να ακολουθήσει το ιδεολογικό κριτήριο. Πράγματι, ανάμεσα στους αρνητές μπορεί να εντοπίσει κανείς πολλούς που δέχονται επιρροές από (παρ)εκκλησιαστικές νουθεσίες, πολλούς που επικαλούνται αόρατες απειλές για την εθνική ταυτότητα μέσω του εμβολιασμού και των συστημάτων υγειονομικής επιτήρησης και παραπέμπουν σε μεταφυσικές ιδιότητες της ορθοδοξίας ή της ελληνικής φυλής που δεν προσβάλλονται, υποτίθεται, από πανδημίες. Η ακροδεξιά ιδεολογία έχει σε μεγάλο βαθμό πλαισιώσει στην Ελλάδα και διεθνώς την κουλτούρα της πανδημικής άρνησης, παίρνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο.
Δεν είναι όμως η μόνη ιδεολογική απόχρωση του αντιστασιακού πνεύματος. Στο άλλο άκρο, ακροαριστερές αντιλήψεις έρχονται επίσης να δουν την πανδημία ως αφορμή εξουσιαστικού καταναγκασμού από το κράτος, ως μέσο άσκησης της ολοκληρωτικής βιοπολιτικής.
Ακροαριστερά και ακροδεξιά δεν είναι οι μόνοι που συναντιούνται στο πεδίο της άρνησης της πανδημίας, υπάρχουν και οι ακραίοι δικαιωματιστές που δεν ανήκουν αναγκαστικά σε καμία από τις δύο παραπάνω υποομάδες, οι οποίοι έρχονται να επικαλεστούν προσωπικά δεδομένα και άλλα νομικά θέματα κατά της προσπάθειας επέκτασης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού ή παλιότερα στην ανάγκη επιβολής της καραντίνας.
Ανάμεσα στους αρνητές μπορεί να εντοπίσει κανείς πολλούς που δέχονται επιρροές από (παρ)εκκλησιαστικές νουθεσίες, πολλούς που επικαλούνται αόρατες απειλές για την εθνική ταυτότητα μέσω του εμβολιασμού και των συστημάτων υγειονομικής επιτήρησης και παραπέμπουν σε μεταφυσικές ιδιότητες της ορθοδοξίας ή της ελληνικής φυλής που δεν προσβάλλονται, υποτίθεται, από πανδημίες.
Κατά συνέπεια, οι ιδεολογικές αιτιάσεις του φαινομένου είναι αρκετά διαχυμένες (παρά την πρωτοκαθεδρία του ακροδεξιού φαντασιακού) ώστε να μην είναι κανείς ασφαλής με τη διαπίστωση ότι φταίει μια συγκεκριμένη ιδεολογία ή η ιδεολογία, γενικά και αόριστα, λες και όσοι εμβολιάζονται ή φοβούνται τον κορωνοϊό είναι υπεράνω ιδεολογίας.
Μία ακόμη λογική ερμηνεία της παραγνώρισης της πραγματικότητας από τους αρνητές είναι προφανώς ο τρόπος ενημέρωσής τους. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα μικρότερα ή μεγαλύτερα κινήματα συνωμοσιολογικής αντίστασης των τελευταίων χρόνων εκκινούν από το διαδίκτυο και το χαοτικό πλαίσιο στο οποίο κυκλοφορεί η πληροφορία.
Αν και οι «γνώσεις» και «αλήθειες» που αποκαλύπτονται στα πλοκάμια της διαδικτυακής φημολογίας και καχυποψίας φαντάζουν σαν απολύτως ανορθολογικά και τραγικά αστεία, εντούτοις πρέπει να υπογραμμίσουμε την ανάγκη όλων όσοι θέλουν να μυηθούν σε αυτόν τον «εναλλακτικό» τρόπο κατανόησης της πραγματικότητας να επικαλούνται συνήθως κάποιες παραεπιστημονικές πηγές και πληροφορίες και όχι θρησκευτικές ή μεταφυσικές αντιλήψεις.
Εκεί άλλωστε βρίσκεται και η τεράστια δύναμη της σύγχρονης συνωμοσιολογίας: δεν απευθύνεται σε δεδομένους πιστούς αλλά στο γενικευμένο πνεύμα της απείθειας, διερευνά το «κρυμμένο» από τους επίσημους νεωτερικούς θεσμούς και δεν καταφεύγει σε μια προνεωτερική μορφή αποκάλυψης. Στον συνωμοσιολογικό κύκλο, μάλιστα, δεν μπαίνουν κατηγορίες μόνο χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ή συγκεκριμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης αλλά και αρκετοί άλλοι που στη σημερινή επικοινωνιακή συνθήκη αδυνατούν να αξιολογήσουν την αξιοπιστία των πληροφοριακών πηγών και γίνονται οι ίδιοι «produsers» της μετα-αλήθειας.
Ένας συνδυασμός όλων των παραπάνω παραγόντων και η προσθήκη επιμέρους στοιχείων (π.χ. τοπικότητα, είδος εργασίας) θα μπορούσαν να διαφωτίσουν αρκετά τον τρόπο συγκρότησης του κόσμου της άρνησης. Όμως όλες αυτές οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις σκοντάφτουν λογικά σε κάτι που δεν είναι απολύτως κατάλληλες να απαντήσουν, σε ένα απίθανα σκοτεινό σημείο, που είναι το γεγονός ότι οι αρνητές της πανδημικής κρίσης φλερτάρουν με ‒αν δεν επιλέγουν μάλιστα‒ τον ατομικό και συλλογικό θάνατο.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πρωτοφανή στα σύγχρονα χρόνια κατηγορία ανθρώπων που είναι έτοιμοι να επιλέξουν τον κίνδυνο της ασθένειας, ακόμη και του τέλους της ζωής τους, για χάρη μιας κάποιας διαστρεβλωμένης εικόνας της «καθαρότητας», της «υγείας», της «διαφορετικότητας», της «ελευθερίας».
Όποια σημασία και αν παίρνει το εκάστοτε στοιχείο άρνησης, όποιο και αν είναι το κοινωνικό του περίβλημα, υπάρχει μια έμμεση ή άμεση επιθυμία θανάτου που θέλει να γενικευτεί, η οποία από μόνη της είναι ένα εντυπωσιακό και τρομακτικό γεγονός. Η φροϊδική ενόρμηση της καταστροφής ίσως να μπορούσε να εξηγήσει ως προς αυτό πολύ περισσότερα. Οι αρνητές επιλέγουν την αυτοκαταστροφή τους και την καταστροφή την υφιστάμενων κοινωνικών δεσμών κι αυτό είναι μια πραγματικότητα που όσο οριακή και περιθωριακή κι αν είναι, θα πρέπει να κατανοηθεί από τη στιγμή που παίρνει συλλογικά χαρακτηριστικά.
Η πολιτική καταδίκη αυτής της αντικοινωνικής συμπεριφοράς είναι το εύκολο. Το δύσκολο αλλά και αναγκαίο παραμένει να καταλάβουμε πώς μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού νιώθει αποκομμένη από την υπόλοιπη κοινωνία ή θέλει να αποσπαστεί από αυτήν ακόμη περισσότερο με αφορμή την πανδημία.
Φορέας μιας ανομολόγητης βίας, που αυτήν τη φορά δεν εκδηλώνεται με μολότοφ ή πογκρόμ μεταναστών, με εκφοβισμούς ενδοοικογενειακούς ή στα σχολεία, αλλά στρέφεται κατά του ίδιου του ατόμου και του άμεσου περίγυρού του, τον οποίο βάζει σε ξεκάθαρο κίνδυνο. Μια βία που δεν αφορά τόσο τη γνωστή ανομική παρέκκλιση, ούτε τον εκάστοτε προσωπικό λαβύρινθο που οδηγεί σε αυτοκτονικές τάσεις. Αφορά μια ενόρμηση θανάτου που δεν μπορεί να μετουσιωθεί σε κάτι αποδεκτό, οδηγώντας σε μια ιδεοληπτική αποθέωση της αυτονομίας, της φυσικής τάξης πραγμάτων, της ρήξης με το ίδιο το κοινωνικό σώμα.
Για να ξαναγυρίσουμε στον Φρόιντ, ο υπάρχων πολιτισμός δεν κάνει τους αρνητές του απλώς δυστυχισμένους. Τους κάνει εχθρούς του. Κι αυτό θέλει προσοχή.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.