ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΗ για μένα, δεν είσαι έτοιμη για κανέναν και για τίποτα. Δεν είσαι ποτέ στην ώρα σου, έρχεσαι πάντα αργά, όταν το κακό έχει γίνει, όταν το πάρτι έχει τελειώσει. Όταν έχω πνίγει ήδη, όταν έχω καεί ήδη, όταν έχω ξεψυχήσει. Φτάνεις επίσημα στον τόπο του εγκλήματος σου για να σε φωτογραφίσουν και να διαφημίσεις την απάνθρωπη παρουσία σου. Αλλά δεν έμεινες ποτέ ούτε ένα λεπτό παραπάνω. Δεν ξόδεψες τον πολύτιμο χρόνο σου μαζί μας.
Μασκαρεμένη μέσα στο ακριβό σου κουστούμι, περιφρουρούμενη, κι ύστερα κρύβεσαι μέσα σε ένα αμάξι με φιμέ τζάμια και εξαφανίζεσαι. Έρχεσαι για να καμαρώσεις τις σημαίες σου και τις βρίσκεις σκισμένες, νομίζεις ότι θα ακούσεις «συγχαρητήρια» και τελικά σε περιμένουν μπινελίκια και κατάρες από μεγάφωνα και μπαλκόνια. Όχι, δεν θα σταθούμε προσοχή, τα γόνατά μας δεν μας κρατάνε.
Σε έχω καταραστεί κι εγώ Ελλάδα, σε έχω καταραστεί από τα βάθη της καρδιάς μου. Εξαιτίας σου έπαψα να πιστεύω στον Θεό όταν ο Θεός ερχόταν κάθε βράδυ στο κρεβάτι μου να με νανουρίσει. Εξαιτίας σου έφυγα από το σχολείο με κλαμένα μάτια και άδειο στομάχι. Εσύ και μόνο εσύ φταις γι’ αυτό. Τα μαρτύρησα όλα στη μάνα μου για σένα.
Πέντε ευρώ την ώρα κοστίζει η ζωή μας για σένα και πάλι σου φαίνεται πιο συμφέρον να πεθάνουμε πριν πληρωθούμε.
Και θύμωσε. Η ίδια μου η μάνα με έδειρε εξαιτίας σου. Κι ας ήξερε πόσο την ξεζούμισες κι εκείνη, πώς την ανάγκασες να σου γεννήσει παιδιά εργάτες, πώς την εκβίασες να τα μεγαλώσει με το τίποτα. Κι ύστερα τα πλήρωσες με 5 ευρώ την εργατοώρα. Πέντε ευρώ την ώρα κοστίζει η ζωή μας για σένα και πάλι σου φαίνεται πιο συμφέρον να πεθάνουμε πριν πληρωθούμε.
Πέντε ευρώ χαράμι να σου γίνουν. Στους γιατρούς να τα φας Ελλάδα. Ξέρω ότι στους μυστικούς σου δείπνους τραπεζώνεις κανίβαλους, παιδοβιαστές, μιζαδόρους, ρουφιάνους και όλοι μαζί τσουγκρίζετε σαμπάνιες στην υγειά αυτών που δεν πρόλαβαν να μαρτυρήσουν. Να μας πουν τι τους κάνατε. Χωρίς μοντάζ.
Στον λαιμό να σας κάτσει η σαμπάνια, ο αστακός και η Θεία Κοινωνία. Σας έχω δει να κυκλοφορείτε στα σκοτάδια, να κρατάτε τσεκούρι στο ένα χέρι και με το άλλο να κάνετε τον σταυρό σας. Σας έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια.
Μεγαλώσαμε για να ζήσουμε σαν δούλες του δυτικού κόσμου, να ξεχαρμανιάζουν στην πλάτη μας με ούζο, σουβλάκι και θάλασσα, κι εμείς να μετράμε τα φιλοδωρήματα για να πάμε στο σούπερ μάρκετ. Ο ήλιος που πουλάς ακριβά μάς καίει τις σάρκες, βουλιάζουμε στην καυτή άμμο σερβίροντας τουρίστες και μόνο το κύμα μπορεί να μας σώσει, να μας ξεβράσει δίπλα στους πνιγμένους πρόσφυγες πάντα κατά λάθος, από ανθρώπινο λάθος.
Ελλάδα δεν είσαι έτοιμη να μας ζήσεις. Είσαι πολύ ικανή να μας σκοτώσεις και πλήρως ανίκανη να μας θάψεις. 200 χρόνια δεν σου ήταν αρκετά, αχόρταγη.
Θα ζήσουμε, μωρή, θα σκάψουμε με τα νύχια μας τα χώματα, θα αναδυθούμε από τα ναυάγια και τα μπάζα, θα βγούμε σαν τα ζόμπι από τα πάρτι και τα κλουβιά που νοικιάζουμε, θα τρέξουμε καταπάνω σου και τότε… Θα ξαναγεννηθούμε και θα ξεχάσουμε ότι σε γνωρίσαμε. Θα αλλάξουμε το όνομά μας, θα ξεχάσουμε ότι υπήρξες.
Αλλά οι μανάδες μας θα σε ψάχνουν ακόμα και τότε, και όταν σε βρουν, αλίμονό σου…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.