ΜΠΟΡΟΥΝ ΥΠΟΥΡΓΟΙ, κρατικοί αξιωματούχοι ή βουλευτές και στελέχη να ανταλλάσσουν προσωπικά μηνύματα με ανθρώπους όπως ο Φουρθιώτης; Δεν μπορώ να βρω καμιά άλλη απάντηση από ένα στεγνό όχι.
Γιατί όμως; Αν, ας πούμε, τη στιγμή της επικοινωνίας ο συγκεκριμένος δεν είχε κατηγορηθεί για κάτι, αν δηλαδή τυπικά δεν είχε ακόμα ποινικές εμπλοκές; Και πάλι ένα ξερό όχι. Δεν έχει καμιά δουλειά το πολιτικό και κρατικό προσωπικό να μοιράζεται σχέσεις με πρότυπα «δημοσιογραφίας» και κοινωνικής παρέμβασης σαν του συγκεκριμένου.
Υπάρχει επιπλέον εδώ μια παρεξήγηση για τον ρόλο των αντιπροσώπων του λαού ή των δημόσιων πολιτικών προσώπων. Αντιπροσώπευση δεν σημαίνει συνομιλία με «όλες τις κοινωνικές ομάδες», τα συμφέροντα, τις «απόψεις». Ούτε μεταβίβαση αιτημάτων, ούτε προσωπική διαπραγμάτευση παραπόνων. Αυτή είναι η παραμορφωτική, γελοία εκδοχή που τείνει σήμερα να μπερδέψει τον αντιπρόσωπο με τον influencer και τη δημοκρατία με ένα χαλαρό πεδίο σχέσεων και επικοινωνίας όλων με όλους.
Ακόμα και αν δεν υπάρχουν θέματα ποινικού νόμου, οι φιγούρες και τα μοντέλα δημόσιας παρουσίας τύπου Φουρθιώτη είναι απαγορευτικά για κάθε σοβαρό πολιτικό, είτε συντηρητικό, είτε σοσιαλδημοκράτη, είτε αριστερό.
Θέλω όμως να διευρύνω το θέμα γιατί, από μια άποψη, το σύμπτωμα δεν πρέπει να κρύβει τη μεγαλύτερη παθολογία. Η παθολογία είναι ένα σύστημα λούμπεν εκβιαστικής παρα-δημοσιογραφίας, που σε συμμαχία με τους όχλους των social media θέλει να υποκαταστήσει τη «φωνή του λαού» και να υπαγορεύει πολιτική. Φοβάμαι πως ένα μέρος της πολιτικής ελίτ έχει συμφιλιωθεί με αυτή την πραγματικότητα, σπεύδοντας απλώς να βρει διαφόρους εξυπηρετητές μέσα στο πεδίο.
Στο όνομα της ελευθερίας, του πλουραλισμού και μιας ανεξήγητης παθητικότητας, το κράτος έχει αφήσει ανενόχλητο το πεδίο της βαρβαρότητας. Βαρβαρότητα σε φριχτά φασιστικά πρωτοσέλιδα, ανοιχτοί εκβιασμοί, συκοφαντίες που θα έπρεπε να έχουν προκαλέσει άμεσες και δραστικές απαντήσεις.
Εδώ και χρόνια φυσικά έχει απλωθεί η περιφρόνηση για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τους παραδοσιακούς θεσμούς της, κόμματα, κοινοβούλιο, συνδικάτα. Θεωρήθηκαν ξεπερασμένα από την Ιστορία, τις τεχνολογίες, τις νέες δημιουργικές δυνάμεις του πλήθους – σαν κάστρα μιας φάσης τελειωμένης από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της εποχής όπου η μοιρασιά της γνώσης και η διάχυση της πληροφορίας δεν χρειάζονται μεσολαβητές.
Αυτή η περιφρόνηση έθρεψε και το αίσθημα ναρκισσιστικής παντοδυναμίας διαφόρων προσώπων και ομάδων που πείθουν ανθρώπους των παραδοσιακών ελίτ πως έχουν την ανάγκη τους.
Έτσι, ένα παρασιτικό στρώμα πραγματικών ή και κατά φαντασία influencers απαίτησε να γίνει μέρος της φιλελεύθερης πλουραλιστικής δημόσιας σφαίρας. Και η πολιτική τάξη το έχει επιτρέψει.
Στο όνομα της ελευθερίας, του πλουραλισμού και μιας ανεξήγητης παθητικότητας, το κράτος έχει αφήσει ανενόχλητο το πεδίο της βαρβαρότητας. Βαρβαρότητα σε φριχτά φασιστικά πρωτοσέλιδα, ανοιχτοί εκβιασμοί, συκοφαντίες που θα έπρεπε να έχουν προκαλέσει άμεσες και δραστικές απαντήσεις.
Στη θέση μιας ισχυρής απάντησης, βλέπει κανείς αδύναμη και παθητική στάση. Και εδώ πραγματικά έχουν θέση τα ερωτήματα. Για ποιο λόγο SMS και επικοινωνία με ανθρώπους τέτοιου φυράματος; Πού είναι η στοιχειώδης αίσθηση αυτοπροστασίας της πολιτικής;
Η ιδέα πως υπάρχει κάποιο πρόβλημα μόνο όταν έχει διαπιστωθεί και αποφασιστεί τελεσίδικα η τέλεση ποινικών αδικημάτων είναι εξαιρετικά φτωχή σαν δικαιολογία. Είναι φιλελευθερισμός κακής κοπής που κρύβει αδυναμία. Δεν χρειάζεται να έχει υπάρξει έγκλημα για να γνωρίζει κανείς τα όρια της δράσης του, το θεμιτό και το αθέμιτο των σχέσεων, τον συμβολισμό προσώπων και χώρων.
Και από ένα σημείο και μετά το πρόβλημα είναι ο πολιτισμός των Φουρθιώτηδων, που συνιστά ζωντανή άρνηση του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Αν δεν το καταλαβαίνουν αυτό στην κυβέρνηση κι αν οχυρώνονται πίσω από την επικοινωνία με τους «πολίτες» και τα «αιτήματά» τους, αυτό είναι ακόμα πιο ανησυχητικό. Γιατί ούτε οι δημόσιες σχέσεις, ούτε η επικοινωνία γενικώς και αορίστως με επωνύμους, ούτε το να δείχνεις καλούς τρόπους σε ανυπόληπτα πρόσωπα είναι δουλειά των πολιτικών.
Κανονικά, ένα μέρος της «δημοσιογραφικής» και πολιτισμικής πρώτης ύλης που κυκλοφορεί στη χώρα θα έπρεπε να μην μπορεί να κυκλοφορήσει. Γιατί είναι παθολογία της ελευθερίας και όχι τάχα απόδειξη μιας ποικίλης και δημιουργικής δημοσιότητας.
Αν όμως αυτό φαίνεται υπερβολικό, ας υπάρχει τουλάχιστον η συνείδηση ότι η σύγκρουση με αυτόν τον χώρο και όλα του τα υβρίδια, «συστημικά» ή «αντισυστημικά», είναι αναπόφευκτη. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, οι πολιτικές ελίτ θα πρέπει να πάρουν μια απόφαση για τη συμβίωσή τους με παράλληλες εξουσίες ή για την επίθεσή εναντίον τους. Μέχρι τότε, μπορούν βέβαια να εκλογικεύουν και να δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα.