ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ υπάρχει για τις τελευταίες έρευνες της κοινής γνώμης που καταγράφουν την παρατεταμένη κούραση από την πανδημία και τη δυσφορία για τα μέτρα αντιμετώπισής της: το γενεακό χάσμα. Οι νεότερες ηλικίες, όσοι είναι κάτω των σαράντα ετών, φαίνεται να κατανοούν και να βιώνουν την πρωτόγνωρη αυτή συνθήκη με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τις μεγαλύτερες ηλικίες.
Σύμφωνα με την έρευνα της Dianeosis, οι νεότεροι θεωρούν ότι η χώρα κινείται σε λάθος κατεύθυνση ως προς την πανδημία σε ποσοστά που ξεπερνούν το 60%, ενώ, αντίθετα, στους μεγαλύτερους η αίσθηση ότι έχουν γίνει οι σωστές επιλογές κυμαίνεται πάνω από 55% και φτάνει έως 66%, όσο φτάνουμε στην τρίτη ηλικία.
Ενδιαφέρον στην ίδια έρευνα είναι ότι, εκτός από τα αναμενόμενα συναισθήματα σε συνθήκες πανδημίας και lockdown ‒αβεβαιότητα, ανασφάλεια, άγχος, απογοήτευση‒, εμφανίζεται ένα μείγμα θυμού και ντροπής. Ο θυμός εκφράζεται κυρίως από τους κάτω των σαράντα και σχεδόν εξαφανίζεται στην τρίτη ηλικία, ενώ υπάρχει ένα εντυπωσιακό ποσοστό ντροπής, ιδίως στην ηλικιακή ομάδα 25-39, δηλαδή εκεί όπου πιθανότατα η επισφάλεια χτυπάει πιο έντονα.
Δυστυχώς, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις που γίνονται καταγράφουν τάσεις, αλλά ελάχιστα ασχολούνται με την κατανόησή τους. Λείπουν ερωτήματα που θα έδιναν ακριβή απάντηση στο ερώτημα «θυμός και ντροπή για ποιο πράγμα;». Θυμός για τους 8.000 νεκρούς ή για τον περιορισμό στο σπίτι; Ντροπή ατομική ή συλλογική; Επίσης, το εύρημα της εσφαλμένης κατεύθυνσης δεν δίνει καμία πληροφορία για το ποια θα μπορούσε να είναι η σωστή, σύμφωνα με τους αμφισβητίες.
Εντούτοις, οι περισσότερες απαντήσεις που δίνονται δείχνουν ότι η αυξανόμενη δυσφορία πλειοψηφικά δεν καταλήγει ούτε προς μια άρνηση της πραγματικότητας και του κινδύνου ούτε σε συνωμοσιολογικές θεωρήσεις. Ο εμβολιασμός αποτελεί συλλογικό ποθούμενο, πράγμα καθόλου αυτονόητο λίγους μήνες πριν, αν και εδώ οι νεότεροι φαίνεται να μη βιάζονται.
Δυστυχώς, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις που γίνονται καταγράφουν τάσεις, αλλά ελάχιστα ασχολούνται με την κατανόησή τους. Λείπουν ερωτήματα που θα έδιναν ακριβή απάντηση στο ερώτημα «θυμός και ντροπή για ποιο πράγμα;».
Είναι πολύ πιθανό η γενική δυσφορία να προκύπτει από την ταυτόχρονη αίσθηση του επερχόμενου τέλους του μεγάλου πανδημικού δράματος και του άγνωστου που πρόκειται να αποκαλυφθεί όταν φτάσουμε στην εμβολιαστική ανοσία.
Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι o Covid-19 έχει την τρομερή πρωτοτυπία να μην πλήττει θανάσιμα τους νεότερους αλλά τις αρκετά μεγαλύτερες ηλικίες (στις πανδημίες του παρελθόντος συνέβαινε κυρίως το αντίθετο). Εάν βάλουμε στην εξίσωση τo ότι ο δυτικός κόσμος εδώ και πάνω από μισό αιώνα ζει τη ρητορική και πολιτισμική αποθέωση της νεότητας, ενώ πληθυσμιακά η τρίτη ηλικία διογκώνεται και οι νεότεροι βλέπουν αντικειμενικά να χειροτερεύουν παρά να καλυτερεύουν οι συνθήκες ζωής τους έναντι των παλαιότερων, μπορούμε να καταλάβουμε ότι το ηλικιακό χάσμα που εκφράζεται με αφορμή την πανδημία δεν είναι συγκυριακό.
Οι εξηγήσεις περί του απείθαρχου χαρακτήρα της νεολαίας που «βράζει το αίμα» της και έχει καταπιέσει τα ένστικτά της στην καραντίνα είναι πολύ απλοϊκές. Το ίδιο το γεγονός, άλλωστε, ότι πολλές φορές συναθροίζουμε στους νέους τους τριαντάρηδες αποτελεί μια εθνική ιδιομορφία, στηριγμένη στην ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικογένειας ως άτυπου κράτους πρόνοιας. Επίσης, το γεγονός ότι δεν βλέπουμε την πλειονότητα των νέων ανθρώπων που συμμορφώνονται απόλυτα με τους κανόνες και προσαρμόζουν τη ζωή τους στα δύσκολα οφείλεται σε αυτήν τη στερεοτυπική αντίληψη της εγγενούς ριζοσπαστικότητας της νεότητας.
Οι millennials (οι γεννηθέντες δεκαετία ’80 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90), οι zoomers (μέσα δεκαετίας ’90 μέχρι 2010) και πολύ περισσότερο τα παιδιά της generation a (2010 και ύστερα) δεν ζούνε με τον ίδιο τρόπο, με τις ίδιες αγωνίες και επιθυμίες την πρωτόγνωρη συνθήκη του τελευταίου χρόνου.
Τον σημερινό τριαντάρη και δεκαεφτάρη μπορεί να τους χωρίζουν πολύ περισσότερα απ’ όσα τους ενώνουν. Οι σημερινοί έφηβοι, που την ώρα των εξ αποστάσεων μαθημάτων τσατάρουν με τους φίλους τους και ταυτόχρονα παίζουν video games και αναρτούν βιντεάκια στο ΤikΤok, δεν στεναχωριούνται τόσο, όσο οι λίγο μεγαλύτεροι, που, παρότι εξοικειωμένοι επίσης με τα social media, νιώθουν πιο έντονα την ανάγκη της εκ του σύνεγγυς κοινωνικότητας και του ερωτικού οφθαλμόλουτρου. Μια κάπως πολιτικοποιημένη φοιτητική νεολαία, μάλιστα, εσχάτως ανακάλυψε τη γοητεία του πανεπιστημιακού αμφιθεάτρου, την οποία νοσταλγεί ακόμη και αν στο παρελθόν δεν τιμούσε ιδιαίτερα με την παρουσία της...
Για πολλούς έφηβους αλλά και εικοσάρηδες η πραγματικότητα της εξ αποστάσεως κοινωνικότητας είναι η μόνη γνωστή και διαδεδομένη ακόμη και πριν από την πανδημία. Μάλιστα, εάν κοιτάξει κανείς προσεχτικά τις δημοσκοπήσεις, θα δει σημαντικό ποσοστό νέων να δίνει την ενδιαφέρουσα απάντηση ότι βλέπουν συχνότερα ή στον ίδιο βαθμό τους φίλους τους απ’ ό,τι προηγουμένως. Η μείωση των ωρών που αφιερώνουν σε σχολικές ή εξωσχολικές δραστηριότητες και ο χρυσός κώδικας «6» δίνει στους πολύ νεότερους τη δυνατότητα να συναντιούνται σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς χώρους. Το μόνο αναφαίρετο ακόμα δικαίωμα των νέων, η διασκέδαση σε κλαμπ, πάρτι και καφέ, ανόητη ή στοχαστική, είναι αυτό που προκαλεί το μεγαλύτερο αίσθημα απώλειας και εκεί βλέπουμε τα μεγαλύτερα κρούσματα απειθαρχίας.
Δυστυχώς, λόγω έλλειψης σχετικών ερευνών, μόνο διαισθητικά μπορούν να δοθούν ερμηνείες στη διαφαινόμενη οργή των νέων. Σήμερα υπάρχουν χάσματα όχι μόνο μεταξύ διαφορετικών γενεών αλλά και μέσα στην ίδια. Αυτό που δείχνει να παραμένει το υπέδαφος για την παρατεταμένη δυσφορία των νεότερων, όχι μόνο τώρα, στην πανδημία, αλλά εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία, είναι η σταθερά της επαγγελματικής ανασφάλειας. Ανάμεσα σε όσους δεν εργάζονται ή βρίσκονται σε αναστολή, οι κάτω των σαράντα ετών φτάνουν στο 60%.
Όσο και αν θέλουμε να ανακαλύψουμε νεανικές επαναστάσεις, όσο και αν θέλουμε να ανακυκλώνουμε κλισέ για «άσωτους» νέους και «ευάλωτους» ηλικιωμένους εξαιτίας της πανδημίας, το μεγαλύτερο πρόβλημα/επιθυμία της σημερινής νεότητας παραμένει η χαμένη κανονικότητα του παρελθόντος. Το ότι οι ζωές και οι προοπτικές των νεότερων δεν προδιαγράφονται παρόμοιες με των παλιότερων.