ΤΟ ΜΠΡΙΚΟΛΑΖ, Η ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ με χρήση ετερόκλητων υλικών, έχει γίνει η πιο προσοδοφόρα πολιτική τέχνη των τελευταίων χρόνων. Το δοκιμάζει καθημερινά ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του, ανακατανέμοντας λέξεις και συμβολισμούς. Σε μια τελευταία δήλωση χαρακτήρισε τη Νέα Δημοκρατια «τη μεγάλη προοδευτική παράταξη».
Σε άλλες χώρες, πάλι, η συρραφή έχει απογειωθεί, αγγίζοντας ανώτερες διαστάσεις. Ο Εμανουέλ Μακρόν μιλάει εναλλάξ τη γλώσσα ενός ceo σύγχρονης εταιρείας και μια πιο «αρχαία» διάλεκτο παιδαγωγικής και φρονήματος, πολύ κοντινή στην παράδοση του στρατηγού Ντε Γκολ.
Έχω την εντύπωση ότι το συγκεκριμένο παιχνίδι είναι κάτι περισσότερο από μια απόπειρα ρητορικής συγκόλλησης «δύο ψυχών», μιας εθνικο-λαϊκής και πιο συντηρητικής και μιας φιλελεύθερης-καπιταλιστικής και πιο ανοιχτής στα σύγχρονα δικαιώματα. Είναι πλέον μια μέθοδος αποδόμησης των αντίπαλων με απροσχημάτιστο δανεισμό πολλών στοιχείων από τα προγράμματα ή τη γλώσσα τους. Τίποτα δεν εμποδίζει έναν «φιλελεύθερο» να μιλά για κοινωνική κατοικία ή να επιτίθεται στα κερδοσκοπικά συμφέροντα και εν τέλει να διεκδικεί κι αυτός την εκπροσώπηση του κόσμου της εργασίας (προσθέτοντας απλώς το απαρεμφατικό επιχειρείν).
Αν στην αριστερά πολλοί κάνουν ακόμα το μεγάλο λάθος να ταυτίζουν τον συντηρητικό δεξιό με τον ακροδεξιό και τον φασίστα, στο μητσοτακικό επιτελείο του «φιλελεύθερου κέντρου» έχουν εφησυχάσει, πιστεύοντας πως ο συντηρητικός δεν θα μπορούσε να γίνει φασίστας, γιατί ο γκρινιάρικος κομφορμισμός θα ήταν αδύνατο να μεταβληθεί σε έναν εξτρεμισμό της άρνησης.
Όσοι επιμελούνται και εισηγούνται αυτή την τεχνική αποδόμησης έχουν μια συγκεκριμένη εικόνα και για τον Έλληνα «συντηρητικό» πολίτη: ενώ ο «συντηρητικός» αντιδρά ή μουρμουρίζει για διάφορα που δεν του αρέσουν (ο γάμος των ομοφύλων κ.λπ.), η εξέγερσή του δεν έχει πολιτικό βάθος. Είναι αφύπνιση στο επίπεδο της γλώσσας και των συμβόλων. Για να το πω σε μη επιστημονική αργκό, είναι της τάξης του σιχτιρίσματος. Από κει και πέρα, ακόμα και στο επίπεδο των «συντηρητικών οικογενειών», τα σίριαλ, τα ΤikΤοk των παιδιών τους, οι εικόνες της ποπ κουλτούρας, η εξοικείωση που φέρνει ο χρόνος έχουν αλλάξει τα δεδομένα και τη νοοτροπία.
Ο κόσμος που εμφανίζεται ως πολιτισμικά δεξιόστροφος και δύσθυμος με κάποιους εκσυγχρονισμούς έχει εν πολλοίς συμφιλιωθεί με την κίνηση των ηθών: η δυσφορία του εξισορροπείται από έναν βαθύτερο κομφορμισμό που συνδέει την τύχη της χώρας με την Ευρώπη και τη Δύση. Σου λέει, αν και η Δύση βγάζει πια τόσες «τρέλες» (έτσι βλέπει διάφορα δικαιώματα ο «συντηρητικός»), δεν παύει να είναι η προφανής, ωφελιμιστική επιλογή μιας μικρής χώρας.
Αυτό σημαίνει ότι για το δεξιό κοινό η «εξέγερση» έχει όρια. Στο τέλος μένει η προσαρμογή στο αναπόφευκτο και η υπακοή σε μια πραγματικότητα που εν τέλει δεν «μπορείς να της πας πολύ κόντρα».
Η αποδόμηση ως πολιτική μέθοδος θέλει, λοιπόν, να σαρώσει όλο τον χώρο των πολιτικών αναπαραστάσεων και ιδεών, προβάλλοντας το σλάλομ ως συνταγή νίκης επί του αντιπάλου. Ο αντίπαλος πρέπει να φανεί στατικός και αμήχανος για να μπορείς μετά να κλέβεις την παράσταση με κινήσεις και κάμποσο γλωσσικό ιμπεριαλισμό (λέγοντας, ας πούμε, ότι είσαι και η προοδευτική παράταξη της χώρας).
Ποιος είναι ο κίνδυνος από όλα αυτά; Ότι υπάρχουν τμήματα της κοινωνίας που δεν τα αφορά καθόλου και δεν τα εντυπωσιάζει αυτή η αλχημεία. Υπάρχουν προβλήματα και καταστάσεις που έχουν πραγματική ένταση και βάθος, όπως η τερατώδης ακρίβεια και τα άλλα δεινά της πρακτικής ζωής. Και φυσικά υπάρχουν ταυτότητες που ζητούν έκφραση πέρα από την περιφέρεια ενός ακραίου πραγματισμού που τα χωνεύει και τα αδρανοποιεί όλα.
Παρά το ότι ο «συντηρητικός Έλληνας» έχει εξελιχθεί και εν μέρει έχει συμφιλιωθεί με καινούργιες τάσεις και ρεύματα, κάπου μέσα του αισθάνεται ταπεινωμένος. Δεν θα ήθελε να κινδυνέψει υπαρξιακά το σύστημα στο οποίο έταξε τη ζωή του. Τα νεύρα και οι εκρήξεις του περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό σε παρέες στα μικρομάγαζα της πραγματικής ή ψηφιακής ενδοχώρας. Τίποτα, όμως, δεν μας λέει ότι δεν θα νιώσει απειλούμενος και ότι δεν θα ψάξει και τρόπους πολιτικής αντίδρασης.
Αν στην αριστερά πολλοί κάνουν ακόμα το μεγάλο λάθος να ταυτίζουν τον συντηρητικό δεξιό με τον ακροδεξιό και τον φασίστα, στο μητσοτακικό επιτελείο του «φιλελεύθερου κέντρου» έχουν εφησυχάσει, πιστεύοντας πως ο συντηρητικός δεν θα μπορούσε να γίνει φασίστας, γιατί ο γκρινιάρικος κομφορμισμός θα ήταν αδύνατο να μεταβληθεί σε έναν εξτρεμισμό της άρνησης.
Ζούμε, όμως, καιρούς που οι απρόβλεπτοι συνδυασμοί και οι θρυμματισμένες βεβαιότητες πάνε μαζί. Κάποια στιγμή, το παιχνίδι με τις ταυτότητες (αξίες, ιδέες) γυρίζει μπούμερανγκ και οδηγεί σε τερατογενέσεις. Ας μην υποτιμούν τις τερατογενέσεις όσοι έχουν μάθει να παίζουν ακραία με τις λέξεις και τους συμβολισμούς, πιστεύοντας πως το κέντρο είναι η μακάρια αποδόμηση των άλλων.