Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ αρχηγός κόμματος, η κ. Γεννηματά, νοσηλεύεται (την ώρα που γράφεται το κείμενο). Μια άλλη σημαντική γυναίκα πολιτικός, η κ. Μπακογιάννη, με λιτό τρόπο και προφανή γενναιότητα ανακοινώνει τη δική της αρρώστια. Έτσι, το βλέμμα στρέφεται σε κάτι σύνηθες, που όμως συχνά κρύβεται στη σκιά, τη νόσο.
Η παροχή υψηλού επιπέδου φροντίδας στη χώρα μας παραμένει ντροπιαστικά «exclusive». Τα δημόσια νοσοκομεία είναι σε διάλυση και το προσωπικό υποαμειβόμενο (όπως τόσοι και τόσοι εργαζόμενοι στη χώρα, όπου χρησιμοποιείται η φράση «αμειβόμενη απασχόληση», γιατί προφανώς υπάρχει και η άλλη, η χωρίς αμοιβή).
Η πανδημία ήταν η ευκαιρία να σκεφτούμε τη φροντίδα, όμως η σκέψη σταμάτησε πρόωρα στο μάταιο χειροκρότημα απ’ τα μπαλκόνια. Μια επίσκεψη στα δημόσια νοσοκομεία είναι αποκαλυπτική. Κουρτίνες που κρέμονται άπλυτες, κρεβάτια το ένα πάνω στ’ άλλο, ετοιμόρροπα κτίρια, ακριβές επεμβάσεις και πολίτες θύματα ισχνών πολιτικών πρόληψης.
Τα επαγγέλματα φροντίδας, με εξαίρεση αυτό του γιατρού, δεν αναγνωρίζονται όπως θα ’πρεπε. Τα αναλαμβάνουν συνήθως γυναίκες ή μετανάστες και μετανάστριες. Μαίες και νοσηλεύτριες υποτιμώνται και υποαμείβονται συστηματικά. Εκτός του οπτικού πεδίου των πολιτών, άρα και εκτός πολιτικής συζήτησης, εκτελούν αθόρυβα τη σκληρή εργασία τους.
Ιδιωτικοποίηση της φροντίδας σημαίνει εμβάθυνση της ανισότητας. Είναι προφανές ότι οι προνομιούχοι αγοράζουν τη φροντίδα τους και οι άλλοι ασθενείς μένουν εκτεθειμένοι στο κακό. Ταυτόχρονα, έρευνες συνδέουν τη φτώχεια με την κακή υγεία από νωρίς.
Οι δουλειές που αναγκάζονται να κάνουν τα άτομα από χαμηλότερα εισοδήματα για να ζήσουν, το άγχος για τα οικονομικά, οι εθισμοί στο κάπνισμα ή το αλκοόλ, η κλονισμένη ψυχική υγεία απ’ την άθλια εργασία, όλα αυτά πρέπει να μας απασχολήσουν. Τα ωράρια, η πρόσβαση στην (πανάκριβη για την ώρα) υγιεινή τροφή και πρόληψη, οι άδειες «αναψυχής», δηλαδή ανανέωσης των δυνάμεων, παίζουν κι αυτά ρόλο, όπως και η τύχη, που υποτίθεται πως δεν θέλουμε να καθορίζει και πολύ τις ζωές μας.
Είναι εύκολο η φροντίδα να γίνει αόρατη. Τα επαγγέλματα φροντίδας, με εξαίρεση αυτό του γιατρού, δεν αναγνωρίζονται όπως θα ’πρεπε. Τα αναλαμβάνουν συνήθως γυναίκες ή μετανάστες και μετανάστριες. Μαίες και νοσηλεύτριες υποτιμώνται και υποαμείβονται συστηματικά. Εκτός του οπτικού πεδίου των πολιτών, άρα και εκτός πολιτικής συζήτησης, εκτελούν αθόρυβα τη σκληρή εργασία τους. Οι πολίτες αποστρέφουν το βλέμμα, μια εντελώς ανθρώπινη αντίδραση, αν σκεφτούμε τον τρόμο που προκαλεί η νοσηλεία.
Δεν είναι ευχάριστο να μιλάει κανείς για αρρώστιες. Κανείς δεν θέλει να ξέρει τι ακριβώς κάνουν στη βάρδια οι νοσηλεύτριες ή οι τραυματιοφορείς. Όμως, αυτή μας η εύλογη επιθυμία να αγνοούμε αυτό που απευχόμαστε συμβάλλει στο να τίθεται εκτός πολιτικής συζήτησης η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας που, μεταξύ άλλων, είναι και όχημα αναπαραγωγής ανισοτήτων.
Γι’ αυτό νομίζω ότι οι δύο σημαντικές πολιτικοί που ανακοίνωσαν την ασθένειά τους κάνουν κάτι σπουδαίο: επαναφέρουν στο πολιτικό πεδίο αυτό που, κακώς, κοντεύαμε να τρέψουμε σε θέμα προσωπικό ή οικογενειακό, τη νόσο.
Η ασφάλεια τον τελευταίο καιρό έχει συνδεθεί κυρίως με την επιτήρηση, όμως θα ένιωθα πολύ πιο ασφαλής αν ήξερα ότι ζω σε μια κοινωνία όπου δεν χρειάζεται να καταχρεωθείς εάν αρρωστήσεις. Και δεν θα ήταν άσχημο να ήξερα περισσότερους νέους ανθρώπους που τους αρέσει η εργασία τους, άρα δεν χρειάζεται όλη μέρα να κάνουν εναλλάξ τσιγάρα και ναρκωτικά για να βγει το 12ωρο.
Θα ήθελα να μη γνωρίζω ανθρώπους που περηφανεύονται για την exclusive ιατρική τους περίθαλψη και για τις διάφορες ματαιόδοξες εγχειρήσεις «ομορφιάς» στο σώμα τους. Θα ήθελα να είχαμε ξεπεράσει τις λογικές άλλων αιώνων, όταν η ασθένεια ήταν κάτι που έπρεπε να κρύψεις και να αντιμετωπίσεις με τη βοήθεια των οικείων σου, συνήθως των γυναικών του σπιτιού που θα σε φρόντιζαν.
Αυτή η άρνηση να μιλήσουμε για κάτι τόσο καθημερινό, την αρρώστια, δυσκολεύει και την απαίτηση για συνολική, στέρεη πολιτική δημόσιας υγείας. Το ότι δύο σημαντικές γυναίκες πολιτικοί βρήκαν τις λέξεις να μιλήσουν γι’ αυτό, με αδιανόητη νηφαλιότητα και εντυπωσιακό σθένος, μας δείχνει πως ευαλωτότητα και ισχύς συνυπάρχουν στα άτομα και συμβάλλουν στη συνειδητοποίηση της κοινοτοπίας της ευαλωτότητας. Προφανώς, η αρρώστια είναι κάτι προσωπικό και το ζει κανείς ολομόναχος.
Δεν μπορεί να ξέρει κανείς ακριβώς τι περνάς όταν έχεις κατάθλιψη, καρκίνο ή ένα έλλειμμα στον λογαριασμού σου επειδή «επέλεξες»(!) να χειρουργηθείς προληπτικά. Όμως γίνεται εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι να συμφωνήσουν ότι υπάρχει μια κοινή απαίτηση με αφορμή την αρρώστια. Δεν είναι δα και τόσο περίεργο να θέλει κανείς να ζει σε έναν κόσμο όπου η ιατρική φροντίδα δεν είναι προκλητική πολυτέλεια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.