ΈΝΑΣ ΠΑΛΙΟΣ, ΆΤΥΠΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ στην ελληνική πολιτική έλεγε ότι όσο πιο πολύ επιμένει μια κυβέρνηση σε απαραίτητες, αλλά αντιδημοφιλείς μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο πολύ θα ψάχνει την ψήφο της στην κάλπη. Η μεταρρυθμιστική αδράνεια (ή, ακόμα χειρότερα, το ξήλωμα των προηγούμενων καλών μεταρρυθμίσεων) θεωρούνταν πάντοτε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο ασφαλέστερος δρόμος για μια κυβέρνηση που είχε φθαρεί από την παραμονή της στην εξουσία, οπότε και μετέφερε, ελαφρά τη καρδία, τα δύσκολα σε άλλους, στο μέλλον.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, ούτε και εκείνα τα «όμορφα» χρόνια της ελαφρότητας αρκούσε αυτό για να διασώσει μια αναποτελεσματική κυβέρνηση. Για να πούμε δυο παραδείγματα, αυτό αποδείχτηκε περίτρανα τόσο με τις πασοκικές κυβερνήσεις του 1985-89 όσο και με εκείνες της ΝΔ το 2004-09, που όχι μόνο δεν διασώθηκαν τελικά οι ίδιες στις κάλπες αλλά, φεύγοντας, κληροδότησαν ένα χάος στην χώρα.
Το πικρό μάθημα από την επικράτηση αυτής της αντιμεταρρυθμιστικής κουλτούρας το πληρώσαμε πανάκριβα τη μακρά περίοδο των μνημονίων. Κι αν αυτή παρατάθηκε πέραν του φυσιολογικού, ήταν ακριβώς επειδή ακόμα και τότε οι όποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν (και ήταν πολλές) δεν είχαν την πλήρη συναίνεση ούτε του πολιτικού συστήματος ούτε της κοινωνίας. Έλειπε, με άλλα λόγια, η περίφημη ιδιοκτησιακή σχέση με τα εκσυγχρονιστικά προγράμματα. Κι αν δεν τα πιστεύεις ο ίδιος, αποκλείεται να τα εφαρμόσεις σωστά.
Μόνο που μετά από μια μεγάλη παγκόσμια οικονομική και ακολούθως τεράστια υγειονομική κρίση η σχέση των σύγχρονων κρατών με τις μεταρρυθμίσεις έχει εισέλθει σε νέα φάση. Οι αλλαγές δεν μπορεί να είναι πλέον προσαρμοστικές αλλά προληπτικές. Με άλλα λόγια, αν μέχρι τώρα το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα μιας κυβέρνησης ερχόταν να θεραπεύσει υπαρκτές αδυναμίες προκειμένου μια χώρα να μπορεί να προσαρμοστεί καλύτερα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, τώρα θα πρέπει να προηγείται των εξελίξεων και να μπορεί να προλαβαίνει τις ενδεχόμενες κρίσεις ‒ σε έναν κόσμο που θα ζει διαρκώς με τέτοιες απειλές.
Όταν μια κυβέρνηση έχει, όπως τώρα, σε καιρό υγειονομικής κρίσης, την ανάγκη εκτεταμένων κρατικών παρεμβάσεων, δεν μπορεί να αρνείται την ενεργοποίηση σοσιαλδημοκρατικών οικονομικών εργαλείων. Και όταν κόπτεται για ξένες επενδύσεις, δεν μπορεί να μη φροντίζει να δημιουργήσει ένα φιλελεύθερο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Το θέμα δεν θα είναι τόσο να διαχειριστείς μια κρίση που έχει ξεσπάσει ήδη αλλά να την εμποδίσεις να εμφανιστεί ή, τουλάχιστον, να την περιορίσεις στα πρώτα της στάδια, με μικρές μόνο επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία. Συνεπώς, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι μια διαρκής και επίμονη διαδικασία, χωρίς ιδεολογικά ταμπού. Όπως έλεγε και η περίφημη ρήση: «άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, σημασία έχει να πιάνει το ποντίκι». Όταν μια κυβέρνηση έχει, όπως τώρα, σε καιρό υγειονομικής κρίσης, την ανάγκη εκτεταμένων κρατικών παρεμβάσεων, δεν μπορεί να αρνείται την ενεργοποίηση σοσιαλδημοκρατικών οικονομικών εργαλείων. Και όταν κόπτεται για ξένες επενδύσεις, δεν μπορεί να μη φροντίζει να δημιουργήσει ένα φιλελεύθερο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Αλλά δεν είναι μόνο η οικονομία. Στον κόσμο που ξημερώνει οι αλλαγές θα είναι παντού κατακλυσμιαίες. Η εκπαίδευση ξεφεύγει πλέον από τον μαζικό χαρακτήρα που είχε στη μεταβιομηχανική περίοδο και εξειδικεύεται όλο και περισσότερο στις ανάγκες του καθενός ξεχωριστά. Η διεθνοποίηση και η τηλεκπαίδευση απεγκλωβίζουν τις υπηρεσίες αυτές από τα εθνοκρατικά πλαίσια και το τι σημαίνουν και πώς αποκτώνται τα προσόντα σε μια άκρως ανταγωνιστική και διεθνοποιημένη αγορά εργασίας δεν θα έχει καμία σχέση με το πώς αντιλαμβανόμασταν τον πτυχιούχο του παρελθόντος.
Άλλο παράδειγμα: στην αντιμετώπιση του εγκλήματος, κυρίως του οργανωμένου, θα δούμε επίσης όχι μόνο μεγάλη έξαρση (την οποία ήδη βλέπουμε, άλλωστε) αλλά κυρίως νέες πρακτικές, τεχνικά πιο περίπλοκες και πιθανότατα πολύ πιο άγριες. Η αντιμετώπισή του δεν θα είναι απλώς θέμα ασφάλειας και τάξης αλλά ζήτημα δημοκρατίας, διότι κράτος που υποτάσσεται σε μαφίες δεν είναι κράτος δικαίου (και το γνωρίσαμε καλά από το παλιότερο παράδειγμα της Ιταλίας).
Και βεβαίως, υπάρχουν πάντα όλοι αυτοί οι παράλληλοι και ενίοτε τοξικοί πολιτισμικοί πόλεμοι που διεξάγονται αυτήν τη στιγμή ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες παντού στη Δύση με ποικίλα αντικείμενα, όπως το φύλο, η φυλή, οι διάφορες ταυτότητες κ.λπ., που υποχρεώνουν τα κράτη να προσαρμόζουν και τα δικαιικά τους συστήματα, προσπαθώντας να βρουν χρυσές ισορροπίες ανάμεσα σε κάθε είδους συντηρητικούς και προοδευτικούς, ισορροπίες που, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είναι αδύνατο να βρεθούν – εξού και η ένταση θα παρατείνεται, δημιουργώντας συνεχώς πολιτισμικές κρίσεις.
Ειδικά για την Ελλάδα, με το βεβαρημένο αντιμεταρρυθμιστικό παρελθόν, οι απειλές και οι προκλήσεις δεν είναι μόνο εξωτερικές, είναι και μέσα μας, στην ίδια την κουλτούρα μας. Ιδεολογικά βαρίδια που έρχονται από το πρόσφατο ή το πιο μακρινό παρελθόν μάς κρατάνε με το κεφάλι ίσα-ίσα έξω από το νερό, ενώ οι δυνατότητές μας είναι για πολύ περισσότερα.
Αν, για παράδειγμα, σε μια χώρα όπου η κοινωνική επένδυση στην εκπαίδευση ήταν παραδοσιακά δομικό της στοιχείο, εξακολουθούμε να δίνουμε αναγκαστικές μάχες οπισθοφυλακής για τα στοιχειώδη, όπως η ασφάλεια των πανεπιστημίων, και δεν επιδεικνύουμε ισχυρή βούληση για την οριστική επίλυση τέτοιων προβλημάτων, αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι χάνουμε χρόνο, όταν οι υπόλοιποι έχουν φύγει ήδη μπροστά.
Άλλωστε, ειδικά για τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση η επιμονή στις μεταρρυθμίσεις έχει κι ένα μεγάλο πολιτικό κέρδος. Η συμμαχία της με τον κεντρώο χώρο στηρίζεται ακριβώς σε αυτό το άρρητο συμβόλαιο. Σε αντίθεση με την πρώιμη Μεταπολίτευση, εκείνο που επιβραβεύεται σήμερα στην κάλπη από μια κρίσιμη μερίδα πολιτών είναι η τόλμη στις αλλαγές και όχι η ατολμία. Γι’ αυτό και η πανδημία πρέπει από άλλοθι για την ακινησία να γίνει κίνητρο για άλμα στο μέλλον.
Ο χρόνος: η 4η Βιομηχανική Επανάσταση θα είναι στην ουσία μια μάχη μαζί του και αυτός είναι που θα κυνηγούν στο εξής όλα τα κράτη ασθμαίνοντας. Και όσοι καθυστερούν στον αγώνα αυτό, θα χάνουν σταδιακά τις καλές θέσεις στα μπροστινά βαγόνια. Τα δε πίσω βαγόνια ‒το βλέπουμε στον δεύτερο και τρίτο κόσμο‒ μυρίζουν αυταρχισμό, φτώχεια και, αλίμονο, θάνατο, όταν προκύπτουν τέτοιες κρίσεις.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.