ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ βρέθηκα σε ένα παλιό πολεμικό καταφύγιο. Πολλά, κυρίως μεσοπολεμικά, κτίρια στο κέντρο της Αθήνας έχουν καταφύγιο. Όλα τα κτίρια που χτίστηκαν από το 1938 έως το 1940 είχαν, υποχρεωτικά, καθώς η χώρα προετοιμαζόταν για μια πιθανή επίθεση. Άλλα φτιάχτηκαν τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου τη δεκαετία του ’50.
Ήμασταν στην οδό Βύσσης, κοντά στο Μοναστηράκι. Από πάνω υπήρχε ένα μαγαζί με πόμολα, στον πρώτο όροφο γραφεία, ο δεύτερος όροφος ήταν μια αποθήκη με στοιβαγμένες καρέκλες. Κατεβήκαμε δύο ορόφους κάτω από το υπόγειο. Το καταφύγιο ήταν ένας μεγάλος σκοτεινός χώρος που σχημάτιζε ένα μακρόστενο Π. Μου θύμισε κλιμακοστάσιο παλιάς πολυκατοικίας. Ήμουν με δύο αρχιτέκτονες – είχαν πιάσει τεχνική συζήτηση για την αντισεισμική προστασία και τα θεμέλια. Ένιωσα από αμηχανία μέχρι κλειστοφοβία, είχα αργήσει σε ένα ραντεβού.
Ξαναθυμήθηκα το καταφύγιο που μου είχε φανεί τόσο εξωτικό μέσα στην αφέλειά μου, βλέποντας τους Ουκρανούς να συνωστίζονται· μάνες, παιδιά, οικογένειες ολόκληρες σε υπόγεια, άνθρωποι που την προηγούμενη εβδομάδα ζούσαν περίπου σαν κι εμάς και που το τελευταίο πράγμα που περίμεναν ήταν να τρέχουν να κρυφτούν από τις βόμβες.
Μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι ο πόλεμος είναι σχεδόν ξεπερασμένος, πως δεν μας αφορά. Μακάρι να είχαμε δίκιο.
Μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι ο πόλεμος είναι σχεδόν ξεπερασμένος, πως δεν μας αφορά. Μακάρι να είχαμε δίκιο, αλλά κοιτάζοντας πίσω τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, περίμενε κάποιος από μας μια οικονομική κρίση που θα φτωχοποιούσε τη χώρα σε τέτοιο βαθμό ή μήπως ότι θα περνούσαμε για χρόνια ολόκληρα μια θανατηφόρα πανδημία; Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εντελώς καινούργιο και εξαιρετικά επικίνδυνο γεωπολιτικό τοπίο. Όλα μοιάζουν ρευστά και πιθανά ακόμα μια φορά.
Την προηγούμενη Τετάρτη, τη μέρα που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Τα τελευταία δέκα χρόνια οι μεγαλύτερες αϋπνίες μου ήταν για λόγους πολιτικούς. Δεν κοιμήθηκα το βράδυ που η Χρυσή Αυγή έβγαλε ποσοστό 12%, δεν κοιμήθηκα το βράδυ που ψηφίστηκε το δεύτερο μνημόνιο, το βράδυ που εκλέχτηκε ο Τραμπ, το βράδυ που προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα. (Ελπίζω να μη χρειαστεί να απολογηθώ σε κάποιον για τις αϋπνίες μου, γιατί ξαγρύπνησα τότε και όχι τότε, αν και στην Ελλάδα ποτέ δεν ξέρεις.)
Συνήθως, μετά τις αϋπνίες, έρχεται η απελπισία και μετά, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ένα σχέδιο διαφυγής. Το 2012 είχα σκεφτεί ότι ίσως να πρέπει να γυρίσω στο σπίτι όπου μεγάλωσε ο πατέρας μου στην Κέρκυρα. Σε ένα αγροτικό παραλήρημα, είχα αρχίσει να βλέπω και βίντεο στο ΥouΤube για το πώς φυτεύουμε πατάτες, πώς κλαδεύουμε ελιές. Σίγουρα δεν ήμουν η μόνη. Άπειροι άνθρωποι της γενιάς μου έφυγαν ή επέστρεψαν στην επαρχία κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Η εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία με έχει οδηγήσει σε βαθιά απελπισία και νέες φαντασιώσεις διαφυγής. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να στοκάρω κεριά, φακούς και κονσέρβες, ενώ η φαντασίωσή μου για την αγροτική ζωή στην Κέρκυρα έχει εμπλουτιστεί πλέον («Να πάρουμε ένα γουρούνι να το σφάζουμε;» - «Εξαιρετική ιδέα. Κάθε χρόνο θα σφάζουμε το ίδιο γουρούνι ή θα πολλαπλασιάζεται μόνο του, σαν την αμοιβάδα;»). Ψάχνω στο Google αν η Ελλάδα έχει πυρηνικά καταφύγια. Στέλνω μηνύματα στις φίλες μου που προσφέρονται να έρθουν μαζί μου να φυτεύουμε πατάτες, αν επιζήσουμε βέβαια. Μάλλον δεν είμαι η μόνη που κάνει σχέδια διαφυγής.
Την ώρα που το Κίεβο ισοπεδώνεται και βλέπω φωτογραφίες με νεογέννητα σε σταθμούς του μετρό σκέφτομαι το καταφύγιο της οδού Βύσσης διαφορετικά. Με παρηγορεί το ότι οι πόλεις είναι πολλές φορές αόρατες και συνεχείς, πολλές πόλεις σε μία, πως κάτω από το καταφύγιο της οδού Βύσσης υπάρχει ίσως μια πόλη βυζαντινή, πιο κάτω μια πόλη ρωμαϊκή και ακόμα παραπέρα μια πόλη αρχαία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.