ΦΟΡΤΩΣΕ ΤΟΥΣ ΜΕ ανώδυνα δεδομένα [...] στο τέλος θα νιώσουν “φωστήρες” με τόση πληροφορία». Εντόπισα αυτόν τον ύμνο της αργής σκέψης στο μυθιστόρημα Φαρενάιτ 451 του Ray Bradbury (εκδόσεις Άγρα). Και σκεφτόμουν ότι δεν σκεφτόμαστε, μεταξύ άλλων επειδή πρέπει να αντιδρούμε διαρκώς και να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα με τις φατσούλες ή να παράγουμε/καταναλώνουμε εικόνες.
Λέει αλλού: «Και πολιτικά; Μονόστηλα, δύο φράσεις, ένας τίτλος! Κι έτσι, μέσα σε αυτή την παραζάλη, τα πάντα χάνονται! Βάλε το κεφάλι ενός ανθρώπου να γυρνάει τόσο γρήγορα μέσα σε αυτήν τη δίνη που τροφοδοτείται ανεξάντλητα [...] και θα δεις τότε πώς [...] αποδιώχνει όλες τις αχρείαστες χρονοβόρες σκέψεις!». Η αληθινή σκέψη είναι μια χρονοβόρα διαδικασία. Θέλει να κάνεις ατμόσφαιρα, σημειώσεις και υπογραμμίσεις, να στοχαστείς πάνω στα πράγματα, να βρίσκεσαι σε ένα σημείο όπου μέσα κι έξω έχεις ελευθερία ή, τουλάχιστον, την ψάχνεις.
Ωστόσο, προκειμένου οι άνθρωποι να μη μελαγχολούν και να μην μπερδεύονται με πολλές απόψεις, στο Φαρενάιτ 451 τα βιβλία καίγονται και η ανάγνωση είναι παρανομία. Και σκεφτόμουν πόσο έχουμε συνηθίσει να μην ξεβολευόμαστε, να πατάμε ένα unfriend, delete και block σε όποια άποψη διαφέρει απ’ τη δική μας αλλά και να απαιτούμε τη σιωπή απ’ αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, o Ray Bradbury, ήταν ένας θαμώνας των βιβλιοθηκών. Κι αυτό εξηγεί τα πάντα. Η βιβλιοθήκη είναι ένα ανοιχτό ενδεχόμενο. Εκεί μέσα μπορεί να σε βρει το οτιδήποτε, δεν υπάρχουν σιγουριές. Μου ’ρθε στον νου ο ψυχοπαθής δολοφόνος της σειράς του Νέτφλιξ «You», ένας εκκεντρικός βιβλιόφιλος που απεχθάνεται τις τάσεις της εποχής μας και τους επιδεικτικά ψαγμένους αδιάβαστους influencers.
Και καθώς βυθιζόμουν στα σαγηνευτικά πλάνα με τον χαλαρωτικό φωτισμό, τις σκονισμένες βιβλιοθήκες και τα χοντρά, λαχταριστά βιβλία (που συνήθως πλαισιώνουν κάποια βίαιη σκηνή της σειράς), σκεφτόμουν ότι με την πανδημία μού έλειψε να πάω και να χαθώ με τις ώρες μέσα σε μια βιβλιοθήκη.
Στο «Φαρενάιτ 451» τα βιβλία καίγονται και η ανάγνωση είναι παρανομία. Και σκεφτόμουν πόσο έχουμε συνηθίσει να μην ξεβολευόμαστε, να πατάμε ένα unfriend, delete και block σε όποια άποψη διαφέρει απ’ τη δική μας αλλά και να απαιτούμε τη σιωπή απ’ αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε.
Οι δημόσιες βιβλιοθήκες είναι ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος σκέψης στις πόλεις (μαζί με τα πανεπιστήμια). Εκεί συναντώνται αναγνώστες, άστεγοι, φοιτητές, ερευνητές, αργόσχολοι, συγγραφείς, διανοούμενοι, περίεργοι και καθηγήτριες πανεπιστημίου για να κάνουν τη δουλειά τους. Εκεί μπορείς να μάθεις, χωρίς να ξοδέψεις μισό ευρώ. Εκεί μπορείς ήσυχα ήσυχα να ψάξεις το οτιδήποτε, ενώ ταυτόχρονα ανατριχιάζεις και μόνο στην ιδέα των άπειρων δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά σου. Μπορείς να πιάσεις και κουβέντα γι’ αυτά που μελετάς. Ή να πιεις έναν καφέ στο κυλικείο κι έτσι να δώσεις στον εαυτό σου την πολυτέλεια να σκεφτεί. Αργά αργά. Χωρίς τον μόνιμο θόρυβο εικόνων, σχολίων και ειδήσεων.
Ο Bradbury έγραψε το Φαρενάιτ 451 σε βιβλιοθήκη. Δεν είχε λεφτά να νοικιάσει γραφείο. Και η βιβλιοθήκη ήταν ήσυχο μέρος. Συχνά οι θαμώνες των βιβλιοθηκών καταφεύγουν εκεί για να γλιτώσουν από κάτι (θόρυβο, βροχή, φασαριόζικο ή κακοποιητικό σπίτι).
«Ίσως τα βιβλία να μπορούν να μας βγάλουν λίγο από το καβούκι μας», λέει ο συγγραφέας του Φαρενάιτ 451. Στη δυστοπική κοινωνία που περιγράφει τα βιβλία καίγονται. Αλλά δεν χρειάζεται καν να καούν. Κανείς δεν τα διαβάζει έτσι κι αλλιώς. Οι ανθρωπιστικές σπουδές έχουν παρακμάσει και η τεχνολογία έχει τοποθετήσει μεγάλες, ζωηρές οθόνες στα σαλόνια των ανθρώπων, άρα ο καθένας κοιτάζει τη δουλειά του.
Οι δημόσιες βιβλιοθήκες είναι η απόσχιση απ’ αυτό ακριβώς το καβούκι που έχει φθείρει τις δημοκρατίες μας, τις ζωές μας κι εμάς τους ίδιους. Διάφορες βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο τραβούν πλέον την προσοχή. Με την κατασκευή τους (όμορφα κτίρια, σύγχρονη αρχιτεκτονική, σπουδαία θέα) και τα προγράμματά τους.
Γενικώς, οι σύγχρονες βιβλιοθήκες επιχειρούν να στεγάσουν όχι μόνο βιβλία αλλά και ένα μέρος της ζωής της γύρω κοινωνίας, τους πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους που καταλήγουν στις βιβλιοθήκες. Όσους ψάχνουν καταφύγιο και όσους καλλιεργούν το γούστο τους χωρίς χρήματα. Όσους παρασύρθηκαν στα αναγνωστήρια από κάποιο βιβλιοφάγο φλερτ και όσους ερευνούν κάτι.
Αυτό το ετερόκλητο πλήθος, μαζί με τα βιβλία και την ησυχία, προσδίδουν στη βιβλιοθήκη τη μαγική της αίσθηση. Δεν είναι να απορεί κανείς που τόσες χώρες επενδύουν στην αρχιτεκτονική, στην ατμόσφαιρα και στη διάρθρωση των βιβλιοθηκών ώστε αυτές να είναι ελκυστικές και να κρατάνε τον κόσμο στον δημόσιο χώρο της βιβλιοθήκης πολλές ώρες. Μετά την πανδημία και το πλήγμα που έχουν δεχτεί η συνύπαρξη και οι κοινές μας εμπειρίες, έχουμε ανάγκη τις βιβλιοθήκες, τους θαμώνες τους και τη βραδύτητα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.