ΤΟ POST ΣΤΟ Facebook έλεγε: «Ευχαριστούμε πολύ τον/την αγαπημένο/-η κουκουλοφόρο της γειτονιάς μας που δεν μας ξεχνά και τακτικά αφήνει τα δωράκια του! Αγοράκι περίπου 3,5 μηνών. Αν κάποιος ενδιαφέρεται, ας μας στείλει μήνυμα».
Aπό κάτω ήταν η φωτογραφία του. Αυτός που τον είχε παρατήσει στην είσοδο του κτηνιατρείου τον είχε βάλει μέσα σε ένα άσπρο και κίτρινο κουτί στερεοφωνικού. Τώρα που ξανακοιτάω τη φωτογραφία βλέπω πως είχε χαρακώσει με μαχαίρι το κουτί για να παίρνει αέρα το γατί.
«Θα πάω να τον δω», μου είχε πει ο Θ. Είχε πάει στο κτηνιατρείο ένα Σάββατο μεσημέρι, λίγο μεθυσμένος μετά από ένα μεσημέρι σε μια ταβέρνα. Ο γάτος είχε ανοίξει τα πόδια του για να τον χαϊδέψει στην κοιλιά.
Αυτό ήταν. «Δεν ξέρω», μου είπε κάπως ενοχικά όταν γύρισε το απόγευμα στο σπίτι, «είναι κάπως ασχημούλης, σαν να έχει μούσι». «Σου κάνει καρδιά να τον αφήσεις εκεί τώρα που του χάιδεψες και την κοιλιά;» του είπα. Ήξερα ήδη την απάντηση.
Το πρώτο καλοκαίρι που γυρίσαμε από τις διακοπές η γάτα, που υπό φυσιολογικές συνθήκες ήθελε τον χώρο της, είχε μεταμορφωθεί σε σκύλο. Ήθελε να είναι μαζί μας κάθε λεπτό, έκλαιγε κάθε φορά που κλείναμε την πόρτα για να πάμε στο μπάνιο.
Αποφασίσαμε να ψάξουμε για δεύτερη γάτα μετά από ένα καλοκαίρι που η Σούζα είχε μείνει μόνη της καιρό. Τι κι αν είχε ανθρώπινη παρέα όσο λείπαμε; Ήταν σχεδόν ενός και ερωτευμένη με τον Θ. Κοιμόταν πάνω του, τριβόταν στα πόδια του, του έγλειφε τη μύτη. Εμένα με έβλεπε περίπου σαν μαξιλάρι στον καναπέ, κάτι που πατούσε για να φτάσει πιο κοντά στο αντικείμενο του πόθου της.
Το πρώτο καλοκαίρι που γυρίσαμε από τις διακοπές η γάτα, που υπό φυσιολογικές συνθήκες ήθελε τον χώρο της, είχε μεταμορφωθεί σε σκύλο. Ήθελε να είναι μαζί μας κάθε λεπτό, έκλαιγε κάθε φορά που κλείναμε την πόρτα για να πάμε στο μπάνιο. Αποφασίσαμε να της βρούμε παρέα.
Ο γάτος ήρθε σπίτι το ίδιο απόγευμα. Δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς του είχε συμβεί τους πρώτους τρεις μήνες της ζωής του. Τον βγάλαμε Ρεγγάκη («Ψάξατε για να βρείτε το χειρότερο όνομα που υπάρχει;» με ρώτησε σαρκαστικά μια φίλη. «Πώς ήθελες να τον πούμε; Ορφέα; Αριστόδημο; Καλιγούλα;» της απάντησα) γιατί παρά την αποπαρασίτωση μύριζε σαν ρέγγα παστή για μέρες. Νιαούριζε ακατάπαυστα, μας κόλλησε μύκητες και η Σούζα δεν ήθελε να τον δει μπροστά της.
Πέντε χρόνια μετά, ο γάτος παραμένει φοβικός. Φοβάται τους αγνώστους, το πιστολάκι των μαλλιών, τη σκούπα και το φαράσι, τα μπουμπουνητά, τον γιο μου, που είναι 2,5 ετών και περνάει φάση βάρβαρης τρυφερότητας με τσιρίδες. Πρόκειται πιθανώς για τον μοναδικό γάτο παγκοσμίως που φοβάται ακόμα και τις κατσαρίδες.
Πρόπερσι το καλοκαίρι, κάποια στιγμή θεώρησα πως ήταν κυνηγός. Τον βρήκα 20 λεπτά αργότερα μαρμαρωμένο από την τρομάρα του, σκαρφαλωμένο πάνω στο καζανάκι, την ώρα που η Σούζα έγλειφε θριαμβευτικά τις πατούσες της πάνω από το πτώμα της κατσαρίδας. Κατέβηκε από κει μόνο όταν τον πήρα αγκαλιά.
Όταν έμεινα έγκυος ο γάτος κόλλησε πάνω μου σαν την αμοιβάδα, σαν να ήθελε να με προστατεύσει. Κοιμόμουν εξαντλημένη ώρες ατέλειωτες, με το κεφάλι του Ρεγγάκη στην κοιλιά μου, που μεγάλωνε μήνα τον μήνα μοιάζοντας με τείχος. Όταν ξυπνούσα περπατούσε γύρω-γύρω, σκαρφάλωνε στο στέρνο μου και με κοιτούσε στα μάτια. Συχνά αναρωτιόμουν αν μπορούσε να καταλάβει τι σκέφτομαι.
Νόμιζα ότι είχα μεγαλώσει με γάτες και ότι η υιοθεσία του Ρεγγάκη ήταν κάποια καλή πράξη. Στην πραγματικότητα, ήταν ο πρώτος γάτος που με διάλεξε. Αυτός έκανε την καλή πράξη, δίνοντας μου τόσο πολλή αγάπη, όχι εγώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.