ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ συνέβησαν δυο τελείως άσχετα μεταξύ τους «γεγονότα». Το ένα είναι η πρόσληψη του πρώην επικεφαλής της NSA (της πιο ισχυρής υπηρεσίας πληροφοριών στον δυτικό κόσμο) στο διευθυντικό συμβούλιο της Open AI. Η παρουσία του συνταξιούχου στρατηγού Πολ Νακασόνε συνδέθηκε, όπως ειπώθηκε, με θέματα κυβερνοασφάλειας σε μια φάση που πολλαπλασιάζονται οι αναφορές για «παρενέργειες» –δηλαδή ανεξέλεγκτα, καταστροφικά συμβάντα– των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης.
Το δεύτερο γεγονός της εβδομάδας αποδείχτηκε εν τέλει μη γεγονός, ο σύντομος δηλαδή –στα ελληνικά μέσα κυρίως– θάνατος του Αμερικανού ριζοσπάστη διανοούμενου Νόαμ Τσόμσκι.
Τέκνο του μεγάλου ανατολικοευρωπαϊκού εβραϊσμού, ο οποίος πλούτισε την αμερικανική ζωή με ισχυρές δόσεις ριζοσπαστισμού, ουτοπικής αφύπνισης και πολιτικής συνείδησης, ο Τσόμσκι στο πέρασμα των χρόνων έγινε η πιο διάσημη φυσιογνωμία εναντιωματικού διανοούμενου. Από τον πόλεμο στο Βιετνάμ μέχρι τη Γάζα και την καταγγελία του Ισραήλ, θα ενσαρκώσει μια γραμμή ηθικής καταγγελίας με τον ισχυρισμό ότι βασίζεται πάντα σε ορθολογικά τεκμήρια και αποδεικτικά στοιχεία. Στη δική του υψηλόφωνη εκδοχή αποκαλυπτικής σκέψης η εξουσία είναι εκεί έξω και περιμένει να την ξεσκεπάσουμε για να αποκαταστήσουμε την αλήθεια εναντίον όλων των αλλοιώσεων και των πέπλων που επιβάλλει η προπαγάνδα.
Ο Τσόμσκι θα ανατρέξει κυρίως σε ένα επιχείρημα σχετικά με το καθήκον του διανοούμενου. Λέει: πρέπει κανείς να επιμένει περισσότερο στις σκοτεινές σελίδες της δικής του χώρας και του συστήματος στο οποίο ζει.
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι ο Τσόμσκι γλίστρησε συχνά στην παγίδα της τυποποίησής του ως αντιεξουσιαστικής συνείδησης του αμερικανικού έθνους. Ενώ έδωσε θαρραλέες μάχες κατά του ιμπεριαλισμού της χώρας του, έχασε ενίοτε ηθικά και πολιτικά το δίκιο του, όταν, για παράδειγμα, υπερασπίστηκε τον αρνητή του Ολοκαυτώματος Ρομπέρ Φορισόν με το επιχείρημα της ελευθερίας του λόγου ή στάθηκε με συμψηφιστικά λόγια απέναντι σε μία από τις χειρότερες γενοκτονίες του εικοστού αιώνα, στην Καμπότζη του Πολ-Ποτ και των δολοφόνων «Κόκκινων Χμερ». Αυτά είναι, φυσικά, ιστορίες που σε μεγάλο βαθμό έχουν σκεπαστεί από τη λήθη χρόνου, διατηρούν όμως τη σημασία τους, αν θέλει κανείς να αποτιμήσει τη συνολική στάση ενός δημόσιου διανοούμενου σε ιστορικό βάθος.
Ο Τσόμσκι θα ανατρέξει κυρίως σε ένα επιχείρημα σχετικά με το καθήκον του διανοούμενου. Λέει: πρέπει κανείς να επιμένει περισσότερο στις σκοτεινές σελίδες της δικής του χώρας και του συστήματος στο οποίο ζει. Με αυτό το επιχείρημα απαντούσε στους πολλούς επικριτές του που έβρισκαν άνισες και άτυχες τις παρεμβάσεις του με τη φλογερή εμμονή στα ζοφερά της Δύσης και χλιαρές τις αντιδράσεις για εγκλήματα και γενοκτονίες από «αντιδυτικά» κράτη και κινήματα.
Η αλήθεια είναι πως αυτή του η στάση δεν ήταν μόνο δική του. Υπήρξε καρπός των πολώσεων και των σκληρών διλημμάτων του εικοστού αιώνα. Ας θυμηθούμε τον Σαρτρ και πολλούς άλλους. Μέχρι και σήμερα συναντά κανείς σοβαρούς διανοούμενους που βλέπουν κατανοητικά αν όχι και με πολιτική συμπάθεια τους Χούθι της Υεμένης, αναγνωρίζουν αντιστασιακά διαπιστευτήρια στο Ιράν των μουλάδων και μιλούν για «θεμιτά συμφέροντα» της Ρωσίας του Πούτιν. Βρίσκει κανείς μια τέτοια στάση ακόμα και σε αναρχικούς που ωραιοποιούν, παραδόξως, αυταρχικά συστήματα και θεοκρατικά κινήματα στο όνομα μιας μεταφυσικής αποθέωσης του παγκόσμιου Νότου απέναντι στον «γενοκτόνο Βορρά».
Επιστρέφω όμως στα δύο θραύσματα από την ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών, στο γεγονός της πρόσληψης του συνταξιούχου αρχιπράκτορα της NSA στην πιο ισχυρή εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης και στα fake news για την αποδημία του Τσόμσκι.
Σκέφτομαι, λοιπόν, πως ακόμα και οι δικαιολογημένες αιτιάσεις φιλελεύθερων και συμβατικών διανοούμενων για τον Τσόμσκι και τα κατά καιρούς λάθη του πέφτουν στο κενό και δεν πείθουν καθόλου. Γιατί; Διότι ο Τσόμσκι είδε εγκαίρως το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα ως εχθρό της δημοκρατίας και έδωσε πολλές μάχες για τη διαφάνεια, την αληθινή λογοδοσία και την αποκάλυψη αντιδημοκρατικών κακών.
Με έναν τρόπο έκανε πράξη δηλαδή την ιδέα πως πρέπει να μιλάς για οικεία δεινά και να μην τα θεωρείς ανώδυνα παραπτώματα του καλύτερου δυνατού κόσμου. Ο ηχηρός ριζοσπαστισμός του Τσόμσκι –και πολλών άλλων που εκπέμπουν στην ίδια συχνότητα– καλύπτει έτσι το κενό κριτικής συνείδησης πολλών άλλων. Η κριτική αφωνία ή οι χλωμές, νομικίστικες και απολογητικές προσεγγίσεις ανθρώπων του πανεπιστημίου για τις τεράστιες αυθαιρεσίες του σύγχρονου κυβερνο-ηγεμονιστικού συμπλέγματος μας κάνει να αναλογιστούμε ότι ο Τσόμσκι πήρε τουλάχιστον τον λόγο, δείχνοντας με παρρησία προς την πλευρά κάποιων τεράτων.
Δεν έσπευσε να δει ως οντολογικά αναπότρεπτη και μάλιστα επιθυμητή την ηγεμονία δυνάμεων που στην πράξη δρουν εκτός δημοκρατικού ελέγχου και κάθε ηθικού μέτρου. Ο θάνατός του ήταν, όπως αποδείχτηκε, fake news. Η παρακμή όμως πολλών από τους τιμητές του, που δεν θα βρουν μια λέξη για τον Νακασόνε, την Open AΙ και τον κόσμο που προαναγγέλλουν, είναι, δυστυχώς, πραγματικό γεγονός.