ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ταραγμένες βουλευτικές εκλογές του 1993, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε δηλώσει πως σε περίπτωση ήττας από τον Ανδρέα Παπανδρέου θα παραιτούνταν από την ηγεσία του κόμματος. Η ήττα της ΝΔ ήταν εν τέλει βαριά, καθώς οι εκλογικές δυνάμεις της υποχώρησαν σχεδόν κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες, ενώ το ΠΑΣΟΚ, που κέρδισε τις εκλογές, αύξησε τα ποσοστά του εντυπωσιακά (+8,3%).
Έτσι, ο Ανδρέας Παπανδρέου επανήλθε θριαμβευτικά στη κομματική σκηνή, έχοντας αθωωθεί από το Ειδικό Δικαστήριο και πετυχαίνοντας να επανασυσπειρώσει το ΠΑΣΟΚ που τα προηγούμενα χρόνια βρέθηκε στη δίνη μιας βαθιάς κρίσης κυρίως λόγω του σκανδάλου Κοσκωτά. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με την παραίτησή του άνοιξε τον δρόμο στους καραμανλικούς και έστρωσε άθελά του το χαλί για την επάνοδο του Αντώνη Σαμαρά στη ΝΔ. Αρκετά χρόνια μετά θα ομολογούσε ότι πολιτικά ήταν λάθος η παραίτησή του από την ηγεσία του κόμματος μετά την εκλογική ήττα του 1993.
Οι εκλογικές ήττες των κομμάτων συνοδεύονται συχνά από παραιτήσεις των αρχηγών τους, που ανοίγουν τον δρόμο για την ανανέωση της κομματικής μηχανής και την εκτόνωση των εσωκομματικών αντιδράσεων, ενώ επιπλέον χαράσσουν προοπτικές ενίσχυσης της εκλογικής τους υποστήριξης. Συνήθως αυτό συμβαίνει σε κόμματα που έχουν εκλογικοτροπική νοοτροπία και διαμορφώνουν το προφίλ τους ανάλογα με τα πολιτικά γούστα της μεγάλης μάζας των μετακινούμενων εκλογέων, την υποστήριξη των οποίων επιδιώκουν, αφήνοντας στην άκρη ιδεολογικούς προσανατολισμούς και πολιτικές περιχαρακώσεις.
Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε σε κυβερνητικές θέσεις για τεσσεράμισι χρόνια δεν σημαίνει ότι κατοχύρωσε μια θέση μεταξύ των κομμάτων της διακυβέρνησης.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια περιγραφή αφορά πρωτίστως τα κυβερνητικά κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, αλλά όχι ιδιαίτερα μικρότερους ή εναλλακτικούς κομματικούς σχηματισμούς, οι διακυμάνσεις στην εκλογική δύναμη των οποίων δεν κινητοποιούν απαραίτητα εσωκομματικές διεργασίες για την αλλαγή ηγεσίας. Π.χ. στη Γερμανία οι Πράσινοι έχουν δύο επικεφαλής σε επίπεδο κεντρικού κόμματος, η θητεία των οποίων είναι προσδιορισμένη και δεν αλλάζει επειδή το κόμμα μπορεί να εμφανίζει διακυμάνσεις στην εκλογική του δυναμική. Σε ό,τι αφορά τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, τα πλέον επιτυχημένα είναι εκείνα οι ηγεσίες των οποίων θεωρούνται «χαρισματικές» και οι επικεφαλής τους προβάλλουν ως περφόρμερ σε αντίθεση με τα αυστηρά δογματικά πρότυπα αριστερών ηγετών προηγούμενων εποχών (L. March, 2008).
Η συζήτηση σε ακαδημαϊκό επίπεδο για το αν όντως υφίσταται μια ιδιαίτερη μορφή κομματικής ηγεσίας στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν έχει οδηγήσει ακόμα σε κάποια οριστικά συμπεράσματα. Ωστόσο είναι σαφές ότι και στην κομματική οικογένεια της ριζοσπαστικής αριστεράς η διεκδίκηση αξιωμάτων και η ψηφοθηρία αποτελούν βασικές πολιτικές επιδιώξεις της ηγεσίας της.
Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να ειδωθεί η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ως αποτέλεσμα της βαθιάς υποχώρησης των εκλογικών ποσοστών του κόμματος και της τρίτης κατά σειρά ήττας του από τη ΝΔ σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί, παρ’ όλα αυτά, να διαθέτει σχεδόν 4πλάσια εκλογική δύναμη από αυτή που λάμβανε τη δεκαετία του 2000.
Μπορεί να εκτοξεύτηκε εκλογικά μεσούσης της οικονομικής κρίσης, πλέον όμως οι παράγοντες του ευρύτερου πλαισίου είναι εντελώς διαφορετικοί και θα ήταν εκτός πραγματικότητας να αναμένει κανείς πως ένα κόμμα που απογειώθηκε εκλογικά στη διάρκεια της κρίσης, έχοντας μια ρητορική και μια πρακτική καλουπωμένη στη συγκυρία εκείνης της εποχής, να συνεχίζει να συντηρείται στα ίδια πάνω-κάτω εκλογικά ποσοστά και μετά το πέρας της κρίσης.
Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε σε κυβερνητικές θέσεις για τεσσεράμισι χρόνια δεν σημαίνει ότι κατοχύρωσε μια θέση μεταξύ των κομμάτων της διακυβέρνησης. Εξάλλου, η επιλογή του να αλλάξει τον εκλογικό νόμο υιοθετώντας ένα σύστημα απλής αναλογικής, εκτός από το να δυσκολέψει τη ΝΔ να σχηματίσει κυβέρνηση, στόχο είχε να δημιουργήσει συνθήκες μιας κυβέρνησης συνεργασίας με τον ίδιο επικεφαλής, που ήταν και ο μοναδικός τρόπος ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει/επανέλθει στο τιμόνι της διακυβέρνησης.
Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του κόμματος είναι σίγουρο ότι έβαλε τον ΣΥΡΙΖΑ σε περιπέτειες. Η όλη διαδικασία εκλογής αρχηγού ανέδειξε καταρχάς την εσωτερική του πολυδιάσπαση, ένα χαρακτηριστικό που είναι διαφορετικό από την πολυτασικότητα και καταδεικνύει τα βαθιά εσωκομματικά ρήγματα που υπάρχουν. Ανέδειξε επίσης την οργανωτική ευαλωτότητα σε κομματικά αφιλτράριστους υποψήφιους, όπως η περίπτωση Κασσελάκη.
Η επικράτησή του στις εκλογές για τη νέα ηγεσία του κόμματος ήταν το αποτέλεσμα της έλλειψης οργανωτικού αρμού και της ύπαρξης ενός κόμματος χωρίς συνοχή, ενός είδους κόμματος-κομμάτων, τη συνοχή του οποίου το προηγούμενο διάστημα εξασφάλιζε η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα, το πρόσωπο του οποίου εκούσες-άκουσες συμφωνούσαν όλες οι τάσεις ότι ήταν ο συγκολλητικός ιστός του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο νέος αρχηγός και η εσωκομματική πολεμική στο πρόσωπό του μπορεί να φέρει πιο κοντά τις εσωκομματικές τάσεις, εξορθολογίζοντας τις επιδιώξεις τους στην προοπτική συντήρησης ενός ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ. Όπως όλα δείχνουν, το πρόσωπο του νέου αρχηγού δεν θα επιλύσει το ζήτημα της έλλειψης ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου, και παρά την ολοκλήρωση των εσωκομματικών εκλογών, το παζλ της αρχηγίας δεν έχει ακόμη συναρμολογηθεί κι αυτό δεν θα μπορέσει να γίνει έως ότου βρεθούν εκείνα τα κομμάτια του που είναι κομβικά για την επανασύνθεση του γρίφου της ηγεσίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.