ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ, μαζί με την ολοκλήρωση της θητείας της Άνγκελα Μέρκελ, φαίνεται να κλείνει ένας πολιτικός κύκλος στη Γερμανία. Ακόμα κι αν οι χριστιανοδημοκράτες παραμείνουν πρώτο κόμμα, η επικράτησή τους δεν θα θυμίζει σε τίποτα την πολιτική κυριαρχία των περασμένων δεκαετιών, κατά τη διάρκεια των οποίων κυβέρνησαν τα τριάντα δύο από τα τριάντα εννέα τελευταία χρόνια.
Στις τελευταίες δημοσκοπήσεις η πρωτοκαθεδρία των χριστιανοδημοκρατών φαίνεται να αμφισβητείται από το κόμμα των Πρασίνων. Ένα κόμμα σαράντα ετών, με παρουσία στη Βουλή από το 1983 και επτά χρόνια συμμετοχής σε ομοσπονδιακή κυβέρνηση, την περίοδο 1998-2005, το οποίο το τελευταίο διάστημα έχει εκτοξευτεί κυριολεκτικά, καταλαμβάνοντας σε αρκετές δημοσκοπήσεις ακόμα και την πρώτη θέση.
Οι λόγοι της ανόδου των Πρασίνων είναι πολλοί. Καταρχάς, υπάρχει κόπωση από την πολυετή κυριαρχία των χριστιανοδημοκρατών. Οι Γερμανοί δεν φημίζονται για την τάση τους για αλλαγές. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα έχουν αλλάξει μόλις οκτώ καγκελάριους. Όμως τα δεκαέξι χρόνια είναι πολλά, ακόμα και γι’ αυτούς.
Το πρόβλημα των χριστιανοδημοκρατών μεγεθύνεται από το ότι η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ δεν συνδυάζεται με την εμφάνιση ενός νέου ηγέτη που θα σηματοδοτήσει την πολιτική επανεκκίνηση του κόμματος αλλά με την έλευση ενός μάλλον προβληματικού υποψηφίου, του Άρμιν Λάσετ, ο οποίος, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν έχει καταφέρει να συσπειρώσει το κόμμα του, που σπαράσσεται από εσωτερικές έριδες.
Μετά την ανάδειξη της Αναλένα Μπέρμποκ ως υποψήφιας για την καγκελαρία, οι Πράσινοι έχουν αυξήσει κι άλλο τη δυναμική τους. Η πιθανότητα να είναι πρώτο κόμμα και σύμφωνα με τη γερμανική πολιτική παράδοση να έχουν τον καγκελάριο είναι αυξημένη. Αλλά ακόμα κι αν δεν κατακτήσουν την πρωτιά, η συμμετοχή τους στην επόμενη κυβέρνηση μοιάζει εξαιρετικά πιθανή εξέλιξη.
Προς όφελος των Πρασίνων είναι, φυσικά, το γεγονός ότι οι σοσιαλδημοκράτες, το ιστορικότερο κόμμα της Γερμανίας, με πρωταγωνιστικό ρόλο από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, πληρώνουν το τίμημα του μικρού εταίρου των συμμαχικών κυβερνήσεων, αφήνοντας χώρο για τους Πράσινους.
Ευνοϊκές για τους Πράσινους είναι και οι κοινωνικές αλλαγές στη Γερμανία, καθώς τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθμός των πολιτών με πιο «κοσμοπολίτικη» αντίληψη, ανώτερη μόρφωση και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, οι οποίοι ιεραρχούν ψηλά τα ζητήματα περιβάλλοντος.
Οι ίδιοι οι Πράσινοι, επίσης, έχουν αλλάξει αρκετά, στρεφόμενοι σε πιο ρεαλιστικές θέσεις, καθώς έχουν πάψει εδώ και χρόνια να αποτελούν κόμμα διαμαρτυρίας. Εκτός από τη συμμετοχή στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση (με τους σοσιαλδημοκράτες του Γκέρχαρντ Σρέντερ), όταν ο τότε επικεφαλής τους Γιόσκα Φίσερ ήταν αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών, το κόμμα συμμετέχει σήμερα στις κυβερνήσεις των έντεκα από τα δεκαέξι ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας. Σε ένα από αυτά, μάλιστα, τη Βάδη-Βυρτεμβέργη, έχει και την πρωθυπουργία του κρατιδίου.
Οι θέσεις των Πρασίνων δεν θυμίζουν πλέον κόμμα με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά αλλά μια πολυσυλλεκτική βεντάλια. Πέραν της παραδοσιακής πολιτικής ατζέντας των οικολογικών κινημάτων (μείωση εκπομπών ρύπων, θέσπιση ειδικών «πράσινων» φόρων, αύξηση ΑΠΕ, απαγόρευση πυρηνικής ενέργειας κ.λπ.), έχουν θέσεις με απήχηση και στο «δεξιό» και στο «αριστερό» ακροατήριο.
Από τη μια είναι υπέρ της αύξησης της φορολογίας και των κρατικών δαπανών, από την άλλη είναι αφοσιωμένοι ευρωπαϊστές, υπέρμαχοι του ΝΑΤΟ, επιθετικοί απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα έχουν προωθημένη ατζέντα σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι φιλικοί απέναντι στις μεταναστευτικές κοινότητες και πολλές φορές έχουν επικρίνει την Τουρκία για την πολιτική της.
Μετά την ανάδειξη της Αναλένα Μπέρμποκ ως υποψήφιας για την καγκελαρία, οι Πράσινοι έχουν αυξήσει κι άλλο τη δυναμική τους. Η πιθανότητα να είναι πρώτο κόμμα και σύμφωνα με τη γερμανική πολιτική παράδοση να έχουν τον καγκελάριο είναι αυξημένη. Αλλά ακόμα κι αν δεν κατακτήσουν την πρωτιά, η συμμετοχή τους στην επόμενη κυβέρνηση μοιάζει εξαιρετικά πιθανή εξέλιξη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια καλή εκλογική επίδοση των Πρασίνων στη Γερμανία θα έχει αντίκτυπο και σε άλλες ευρωπαικές χώρες. Όχι με τον ίδιο τρόπο, φυσικά, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σε όλες τις χώρες αυτόνομα οικολογικά κόμματα. Η «πράσινη» ατζέντα, όμως, είναι βέβαιο ότι θα ενισχυθεί, και μάλιστα οριζόντια. Ως προς αυτό, υπάρχει ένα πολιτικό παράδοξο. Το Green Deal της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως το 2050, είναι η πιο φιλόδοξη περιβαλλοντική ατζέντα που έχει φτιαχτεί ποτέ ως τώρα. Δρομολογήθηκε μάλιστα, κατά κύριο λόγο, από κεντροδεξιές κυβερνήσεις, χωρίς αυτές, όπως φαίνεται, να καρπωθούν τα ανάλογα πολιτικά οφέλη. Η ίδια η Γερμανία είναι το πλέον ενδεικτικό παράδειγμα. Η χριστιανοδημοκράτισσες Άνγκελα και Ούρσουλα έσπειραν το Green Deal, η Πράσινη Αναλένα θερίζει…
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και στη χώρα μας όλα τα κόμματα θα αυξήσουν την «πράσινη» δοσολογία στον λόγο και στην πολιτική τους. Η κυβέρνηση ήδη το επιχειρεί και όποιος θέλει να είναι στοιχειωδώς δίκαιος οφείλει να αναγνωρίσει ότι έχουν γίνει βήματα: η απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η αύξηση των επενδύσεων σε ΑΠΕ, ο νέος περιβαλλοντικός νόμος που περιορίζει την άναρχη δόμηση εκτός σχεδίου, ο περιορισμός των πλαστικών μιας χρήσης, το πρόγραμμα «Εξοικονομώ» κ.ά. Επειδή όμως ο κοινωνικός χώρος που τη στηρίζει δεν είναι ακόμα εξοικειωμένος με αυτή την ατζέντα, δεν είναι βέβαιο ότι η σημερινή κυβέρνηση θα έχει τα πολιτικά οφέλη που θα μπορούσε.
Ένα κρίσιμο στοιχείο, πάντως, για όλα τα κόμματα θα είναι η προσέγγση των ζητημάτων αυτών να μη γίνει με όρους μιας ξεπερασμένης, χίπικης λογικής, αλλά υπό το πρίσμα ενός συνολικού βιώσιμου μετασχηματισμού του αναπτυξιακού μας μοντέλου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.