ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΔΙΑΒΑΖΩ ΑΡΘΡΑ και ποστ που ισχυρίζονται ότι το πολιτικό σύστημα είναι λειψό δίχως μια «σοβαρή αντιπολίτευση». Πίσω από την έκφραση αυτή διαβάζει κανείς διαφορετικά κίνητρα και προθέσεις. Κάποιοι θεωρούν πως μοναδική σοβαρή αντιπολίτευση είναι η κριτική στήριξη των κυβερνητικών αποφάσεων. Σοβαρή αντιπολίτευση γι’ αυτούς θα ήταν ουσιαστικά μια υπό όρους συμπολίτευση και η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου «λογικής πολιτικής» όπου οι αντιθέσεις θα γίνουν απλώς ιδιοσυγκρασιακές αποχρώσεις. Άλλοι, πάλι, λογαριάζουν ως σοβαρή αντιπολίτευση τη συστηματική εναντίωση για την αποδόμηση της πολιτικής κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ως προς αυτό, θεωρούν ότι όλα τα μέσα είναι θεμιτά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή στόχος είναι να γίνεις ξανά κυβέρνηση, νομίζεις πως έχεις το ελεύθερο να αξιοποιείς όλα τα μέσα, ορθόδοξα και ανορθόδοξα: παράδειγμα, αυτά τα αφηνιασμένα τρολ για τα οποία τόσος λόγος γίνεται πάλι στο ψυχόδραμα γύρω από την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν όμως έχει ένα νόημα η έκφραση «σοβαρή αντιπολίτευση», αυτό περνάει από κάτι άλλο: από το αν έχει κανείς να πει κάτι διαφορετικό για πέντε-έξι συγκεκριμένα και μεγάλα θέματα του καιρού μας, για να χειραφετηθεί από την «κριτική συμπόρευση» που σιωπά ή αποδέχεται το κύριο πιάτο της κυβερνητικής πορείας. Για να απελευθερωθεί επίσης από την αντιδεξιά των τρολ και της ρηχής εχθροπάθειας. Να μην είναι δηλαδή μια ψευδής αντιπολίτευση, όμηρος των ανώδυνων τόνων, ούτε χώρος πρόθυμος να αποδεχτεί λογικές ισοπεδωτικής καμπάνιας στη βάση της απέχθειας.
Σοβαρή αντιπολίτευση θα ήταν τελικά αυτή που θα εξηγούσε καλά μια πολιτική δύσκολων επιλογών. Χωρίς ρηχούς ριζοσπαστισμούς (που αναλώνονται σε επιθετικές λέξεις) και δίχως ένα άγχος συναίνεσης σε ό,τι θεωρεί «λογική πολιτική» ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Το σοβαρό δεν είναι εκ προοιμίου το ήπιο και άνευρο. Ούτε κάτι αναγκαστικά σκληρό και αδιάλλακτο. Παίζεται αλλού, στις ίδιες τις θέσεις και στο πολιτικό σχέδιο. Καμιά φορά μπερδεύουμε τη σοβαρότητα με ένα περισπούδαστο ύφος ή με τη θεσμική αβροφροσύνη. Αυτή η τελευταία είναι ουσιαστική διάσταση, αλλά δεν μπορεί από μόνη της να είναι πολιτική πρόταση. Άλλωστε, μπορεί κανείς να είναι πολιτικά σοβαρός και οι θέσεις του να είναι απαράδεκτες – το ΚΚΕ, ας πούμε, διεκδικεί αυτόν τον ρόλο.
Το πρόβλημα της αντιπολίτευσης, και μάλιστα από τα αριστερά, είναι ότι δεν μπορεί πια να καταφεύγει στα γνωστά τεχνάσματα. Για παράδειγμα, όλη η δύναμη πυρός του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κεντροδεξιάς ήταν κάποτε η θεωρία περί φορολογικής εξάντλησης της μεσαίας τάξης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είχε μια αλήθεια η επισήμανση, ιδίως ως προς κάποια συγκεκριμένα μέτρα και τρόπους με τους οποίους επιδιώχθηκε να «στριμωχτούν» τα μεσαία στρώματα για να βρει δημοσιονομικό χώρο η κυβέρνηση Τσίπρα. Το πρόβλημα όμως της φοροδιαφυγής σημαντικού μέρους των ελεύθερων επαγγελματιών είναι πραγματικό και νευραλγικό, ανεξάρτητα από την κοινωνιολογική μας στάση «υπέρ» η «κατά» της μεσαίας τάξης και ανεξάρτητα από την τύχη του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, τώρα που με κάποια μέτρα (συζητήσιμα) η κεντροδεξιά κυβέρνηση επανέρχεται στο θέμα, δεν μπορεί η αντιπολίτευση να δανείζεται τα περί φοροεπιδρομής που έλεγαν (και συνηθίζουν να λένε) στη φιλελεύθερη κεντροδεξιά. Διότι πολύ απλά το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τις εκατό-διακόσιες οικογένειες της ολιγαρχίας ή με το πέντε τοις εκατό των υπερπλούσιων. Η φαντασίωση μιας Εκάλης που θα πολιορκηθεί σαν άλλη Βαστίλη για να ζήσουν καλύτερα οι οικογένειες στο Περιστέρι είναι επιπέδου πρώιμης Μεταπολίτευσης. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους δεν μπορεί να εξυπηρετηθούν ούτε από μια φανταστική «δήμευση» των ανώτατων στρωμάτων. Οι νέες κοινωνικές, οικολογικές και επιδιορθωτικές πολιτικές περνούν αναπόφευκτα και από τους «μεσαίους».
Σοβαρή αντιπολίτευση θα ήταν τελικά αυτή που θα εξηγούσε καλά μια πολιτική δύσκολων επιλογών. Χωρίς ρηχούς ριζοσπαστισμούς (που αναλώνονται σε επιθετικές λέξεις) και δίχως ένα άγχος συναίνεσης σε ό,τι θεωρεί «λογική πολιτική» ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η σοβαρότητα δεν είναι κάποια εγκεκριμένη ονομασία προέλευσης αλλά μια σχέση με την πολιτική, μια δοκιμασία που απαιτεί και την υποχρέωση να λες όχι – ακόμα και στους δικούς σου και στα κοινά σου. Αυτό άλλωστε θα είναι στο μέλλον η διαφορά του πολιτικού λόγου από τα τρολ και την κούφια εικονοπολιτική.