Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη προκαλεί πολιτικές αναταράξεις. Το πόσο θα διαρκέσουν και πώς θα επιδράσουν θα εξαρτηθεί τόσο από την ουσία της υπόθεσης (και το αν έχει «ουρά») αλλά και από το πώς θα χειριστεί το ζήτημα κάθε εμπλεκόμενος.
Αν και η ανάλυση ενός βαθιά θεσμικού ζητήματος υπό το πρίσμα των πολιτικών συσχετισμών είναι κάπως άχαρη, ας επιχειρήσουμε μια πρώτη αποτύπωση.
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας έδειξαν μάλλον αναμενόμενες τάσεις. Ελάχιστες διαφοροποιήσεις στην πρόθεση ψήφου, μικρή επιδείνωση των ποιοτικών δεικτών για την κυβέρνηση και πολύ μικρά κέρδη για την αντιπολίτευση. Η εικόνα αυτή, δεδομένης της συγκυρίας, μοιάζει θετική για την κυβέρνηση, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί καθησυχαστική. Η πρόθεση ψήφου έπεται των ποιοτικών διεργασιών. Και σε ασταθή περιβάλλοντα, ενίοτε μεταβάλλεται απότομα.
Το βασικό ζητούμενο για τη ΝΔ σήμερα είναι πώς το πολιτικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε δεν θα εξελιχθεί σε στρατηγικό. Πώς δηλαδή το λάθος που ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναγνώρισε δεν θα οδηγήσει στο να κοπούν γέφυρες με άλλα κόμματα (και κυρίως με τους ψηφοφόρους τους), πώς δεν θα πλήξει την επιρροή του κ. Μητσοτάκη στον ενδιάμεσο χώρο, πώς δεν θα μειώσει την «παράσταση νίκης» της ΝΔ και πώς δεν θα επηρεάσει την εσωτερική της συνοχή. Και επίσης πώς θα ελέγξει την πολιτική ατζέντα ώστε η εκλογική μάχη να δοθεί πάνω στα δικά της διλήμματα και όχι αυτά του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης υπερέχουν σε πολλά σημεία έναντι των ανταγωνιστών τους, με σημαντικότερο το ότι φαίνεται να έχουν ένα σχέδιο για τη χώρα και εκφράζουν πιο πειστικά όσους δεν θέλουν επιστροφή σε ταραγμένες περιόδους όπως αυτή της περασμένης δεκαετίας.
Αυτό είναι ίσως το λιγότερο δύσκολο, δεδομένου ότι (αν φυσικά δεν υπάρχει «ουρά» αποκαλύψεων) το συγκεκριμένο ζήτημα δεν μπορεί να μονοπωλήσει την επικαιρότητα επί μακρόν. Αρκεί οι χειρισμοί να είναι σωστοί, δηλαδή θεσμικοί και διαφανείς. Και σε αυτούς σίγουρα δεν εντάσσεται η προσέγγιση «τον κόσμο δεν τον νοιάζουν αυτά, τον νοιάζει μόνο η τσέπη του», όπως είπαν κάποιοι υποστηρικτές της κυβέρνησης υπό την πίεση της επικαιρότητας και της ανάγκης «να πουν κάτι».
Η αντίληψη αυτή είναι εσφαλμένη και εμπεριέχει μια «έκπτωση» σε ό,τι αφορά την ποιότητα διακυβέρνησης. Ο τομέας αυτός όμως είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η ΝΔ κέρδισε τις προηγούμενες εκλογές και διατηρεί ακόμα προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπροσθέτως, με έναν πανθομολογούμενα δύσκολο επερχόμενο χειμώνα για όλη την Ευρώπη, το να ανάγεις τα «ζητήματα τσέπης» στα μόνα κριτήρια εκλογικής συμπεριφοράς δεν είναι και ό,τι πιο σώφρον.
Η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης υπερέχουν σε πολλά σημεία έναντι των ανταγωνιστών τους, με σημαντικότερο το ότι φαίνεται να έχουν ένα σχέδιο για τη χώρα και εκφράζουν πιο πειστικά όσους δεν θέλουν επιστροφή σε ταραγμένες περιόδους όπως αυτή της περασμένης δεκαετίας. Επιπλέον, υπάρχουν κρίσιμοι τομείς όπου υπάρχει αίσθηση σημαντικής προόδου. Εκεί πρέπει να επικεντρώσει η κυβέρνηση τη στρατηγική και τα μηνύματά της. Στη μεγάλη εικόνα για τη χώρα, με λόγο που απευθύνεται σε κόσμο εκτός των στενών πολιτικών τειχών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφές ότι, σε αυτήν τη φάση τουλάχιστον, εισπράττει λιγότερα απ’ όσα προσδοκούσε παρά το γεγονός ότι βρέθηκε σε ένα προνομιακό για εκείνον πεδίο. Ο λόγος που τα κέρδη του είναι ισχνά είναι η υπέρμετρη ένταση (για κάποιους τοξικότητα) του λόγου του και φυσικά η δική του πρότερη αντιθεσμική στάση σε μια σειρά ζητημάτων.
Όταν θεωρείς ότι η «κυβερνητική αλλαγή δεν αρκεί», αλλά χρειάζεται «έλεγχος των αρμών της εξουσίας», τότε πολλοί που ενοχλούνται από πρακτικές της σημερινής κυβέρνησης ευλόγως παραμένουν δύσπιστοι απέναντί σου. Και όταν επί χρόνια τσακώνεσαι με κανάλια, στοχοποιείς ονομαστικά δημοσιογράφους, όταν πανηγυρίζεις για το κλείσιμο συγκεκριμένων ΜΜΕ, όταν βγάζεις τους περισσότερους δημοσιογράφους εξαγορασμένους, τότε δεν μπορείς να προσδοκάς πολιτικά οφέλη όταν η κυβέρνηση (κακώς φυσικά) άνοιξε καβγά με έναν ξένο ανταποκριτή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο λάθος. Επενδύει μονίμως στην ένταση σε μια περίοδο που ο κόσμος θέλει να νιώσει μεγαλύτερη σταθερότητα. Βρίζοντας όλη μέρα τον Μητσοτάκη, ρυθμικά ή μη, δεν κερδίζεις ψήφους. Τόσο απλό.
Μπορεί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία κατά κανόνα αναδείχτηκαν στο ταραγμένο περιβάλλον της περασμένης δεκαετίας, να αισθάνονται άνετα σε ένα περιβάλλον ακραίων εντάσεων, αλλά ακριβώς αυτή τους η ροπή είναι που προκαλεί αντισυσπειρώσεις σε όλους όσοι δεν θέλουν ούτε να τις ξεχάσουν ούτε να τις ξαναζήσουν.
Όσο για το ΠΑΣΟΚ, αν και θα μπορούσε, ως το θύμα της παρακολούθησης, να έχει σημαντικότερα οφέλη, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε ένα επικίνδυνο για εκείνο πολωτικό περιβάλλον. Η εκλογική συμπίεση που εκ των πραγμάτων θα αντιμετώπιζε στην τελική ευθεία των εκλογών προκαλείται αρκετά νωρίτερα. Και αναδεικνύει, με αρκετά «βίαιο» τρόπο μάλιστα, ζητήματα επιλογών και προσανατολισμού που σε αυτήν τη φάση δεν είναι εύκολο να απαντηθούν.
Κινδυνεύει δηλαδή να γίνει το ΠΑΣΟΚ το «βατράχι» στον βάλτο με τα «βουβάλια». Αν στην πορεία δημιουργηθεί αντικυβερνητική δυναμική, κινδυνεύει να χάσει κόσμο προς ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ, αντίστροφα, δεδομένης της απήχησης που ακόμα έχει ο Μητσοτάκης στον χώρο του ευρύτερου «κέντρου» (απήχηση που ακόμα και αν μειωθεί, σίγουρα δεν θα εκλείψει), κινδυνεύει, αν μπατάρει προς ΣΥΡΙΖΑ, με διαρροές προς ΝΔ λόγω αντιΣΥΡΙΖΑ αντανακλαστικών μερίδας ψηφοφόρων του.
Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να κινείται σε ένα τεντωμένο σχοινί. Κυρίως όμως οφείλει να έχει διακριτό στίγμα και σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Αλλιώς κινδυνεύει να πληρώσει μια ακραία πόλωση που, σε μια ειρωνεία της τύχης, προκλήθηκε με εκείνο στο επίκεντρο.