ΜΙΑ ΗΤΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ εύκολα διαχειρίσιμη. Στην περίπτωση μιας εκλογικής ήττας, αυτό ισχύει ακόμα πιο πολύ. Ιδίως όταν μια τέτοια ήττα είναι σαρωτική και απρόσμενη. Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 21ης Μαΐου έχει αυτά τα χαρακτηριστικά: περίμεναν μεν οι πάντες ότι θα τερματίσει δεύτερος σε αυτή την κούρσα, ωστόσο δεν υπήρχε εικόνα ούτε του τόσο μεγάλου εύρους όσον αφορά την απόστασή του από τη ΝΔ ούτε ότι θα έκλεινε σημαντικά η ψαλίδα όσον αφορά την απόστασή του από το ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημείωσε το χειρότερο εκλογικό ποσοστό του μετά από εκείνο του Μαΐου 2012, όταν ξεκίνησε την ανοδική πορεία που λίγα χρόνια μετά (Ιανουάριος 2015) το έφερε στην εξουσία. Αν το 16,78% του Μαΐου του 2012 ήταν η αρχή της απογείωσης του ΣΥΡΙΖΑ, το 20,07% που συγκέντρωσε έντεκα χρόνια μετά αποτελεί ένα αρνητικό ρεκόρ, καθώς βρίσκεται σχεδόν δώδεκα μονάδες κάτω από το ποσοστό του στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, με άγνωστο ακόμα το αν η καθοδική τροχιά έχει αγγίξει το χαμηλότερο φράγμα της ή θα συνεχιστεί εν όψει της επόμενης αναμέτρησης της 25ης Ιουνίου 2023.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την πρωτιά στους νέους, ένα κοινό που στο παρελθόν τού έδωσε την πρώτη θέση, μη αναγιγνώσκοντας στην παρούσα φάση ορθά τις αναζητήσεις της νέας γενιάς.
Εκτός από έκφραση διαθέσεων που αποτυπώνονται με συγκεκριμένες επιλογές ψήφου, οι εκλογές και τα αποτελέσματά τους αποτελούν και διαχείριση εντυπώσεων. Σημειώνοντας ο ΣΥΡΙΖΑ το δεύτερο χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα της Μεταπολίτευσης, όσον αφορά το εύρος της απόστασης του δεύτερου από το πρώτο κόμμα –σημειωτέον ότι μόνο η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974 είχε μεγαλύτερη ποσοστιαία απόσταση από την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Μαύρου από αυτήν που καταγράφηκε στις πρόσφατες εκλογές μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ–, είναι προφανές ότι στις 21 Μαΐου 2023 το εκλογικό σώμα έκανε επιλογές έξω από τις αναμενόμενες. Σπάζοντας μια παράδοση που θέλει τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, η ραγδαία υποχώρηση της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ είναι τέτοια που, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, τίθεται σε αμφισβήτηση η θέση του στον δικομματισμό.
Μια εκλογική ήττα μπορεί να έχει επιμέρους αιτίες που να λειτουργούν αθροιστικά. Σε μια εκλογική κατάρρευση, όμως, υπάρχει κάτι βαθύτερο και περισσότερο κομβικό το οποίο διαδραματίζει τον καθοριστικότερο ρόλο για την εκλογική καταβύθιση. Στην περίπτωση της βαθιάς ήττας του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 21ης Μαΐου η βασικότερη αιτία δεν βρίσκεται στην προεκλογική καμπάνια του κόμματος ούτε σε δηλώσεις στελεχών του σε σχέση με τη φορολογία των μεσαίων στρωμάτων ή τα «τοπικά συμπληρωματικά νομίσματα» που διήγειραν αρνητικά αντανακλαστικά και τραυματικές μνήμες από την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝ.ΕΛ. Όχι ότι όλα αυτά δεν έπαιξαν κάποιον ρόλο, συμπιέζοντας ενδεχομένως κι άλλο την εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν ήταν οι κύριες αιτίες της καταβύθισης. Το βασικότερο με την υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε πολύ πριν από τις εκλογές, διήρκεσε όλη την περίοδο από το 2019 μέχρι τώρα και ήταν ο κεντρικός λόγος που κατά την τετραετία διατηρήθηκε μια άνετη απόσταση μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά την εκλογική επιρροή τους, η οποία μάλιστα έφθανε πάνω από τις 20 ποσοστιαίες μονάδες μέχρι και τα τέλη του 2020/αρχές του 2021.
Αυτό που χαρακτήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ, αφ’ ης στιγμής η χώρα μπήκε ξανά σε τροχιά ομαλοποίησης μετά την έξοδο από την οικονομική κρίση, ήταν η αδυναμία να ευθυγραμμιστεί με την πραγματικότητα και τον ‒πλέον διαφορετικό‒ τρόπο που αυτή βιωνόταν από τους εκλογείς. Το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ ότι η δημοκρατία έχει πληγεί στον πυρήνα της και η Ελλάδα έχει ορμπανοποιηθεί δεν ήταν πιστευτό και οι δείκτες της δημοκρατικής ποιότητας δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο, παρά τις διακυμάνσεις που έχουν σημειωθεί και την εγρήγορση που διαρκώς απαιτείται ώστε η ποιότητα της δημοκρατίας να προστατευτεί και να βελτιωθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την πρωτιά στους νέους, ένα κοινό που στο παρελθόν τού έδωσε την πρώτη θέση, μη αναγιγνώσκοντας στην παρούσα φάση ορθά τις αναζητήσεις της νέας γενιάς, σημαντικό κομμάτι της οποίας έχει αποριζοσπαστικοποιηθεί και αναπροσανατολιστεί κοινωνικά και ιδεολογικά. Η κοινωνία για χρόνια πολλά παρέμεινε βυθισμένη στον φόβο και την οργή, γεγονός που μπόρεσε πρώτος να αντιληφθεί ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στα χρόνια της κρίσης, ευθυγραμμιζόμενος με εκείνη τη συλλογική ψυχοκοινωνική διάθεση. Τα πράγματα όμως τώρα πια εξελίσσονται διαφορετικά. Η συναισθηματική ένταση έχει καταλαγιάσει, η κοινωνία έχει μεγαλύτερη αισιοδοξία και διέπεται από θετικότερα συναισθήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιλήφθηκε αυτές τις βαθιές αλλαγές που σηματοδοτούσαν μια μεταβολή νοοτροπίας και προσανατολισμού, γι’ αυτό και βρέθηκε τόσο πίσω στις επιλογές των ψηφοφόρων, ακόμη και σε κοινωνικές κατηγορίες όπου είχε άλλοτε την πρωτιά.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν μια υπόθεση επιφανειακή και συγκυριακή αλλά ουσιώδης και υπαρξιακή, γι’ αυτό και δεν αρκούν διορθωτικές κινήσεις· απαιτείται να ξανασυστηθεί στο εκλογικό σώμα, διαβάζοντας το σήμερα με ανοιχτότητα και όχι με τη ματιά του χθες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.