Παπάρα, λαδομπούκα, βούτα, όπως και να την πεις, ηχεί αντιαισθητικά ρουστίκ και πολιτικά ανορθόδοξη. Πατέντα και αποκλειστικότητα ελληνική όσο η φέτα και όσο δεν γίνεται πιο πολύ, η ζουμερή μπουκιά είναι απλά η Ιερή Σύνοψη της εθνικής νοστιμιάς.
Ζεστό γάλα, ζάχαρη, το ψωμί της προηγούμενης κομμένο σε μπουκίτσες που ψιθυρίζουν μικρές μπουρμπουλήθρες όσο πνίγονται στην επαφή του λευκού υγρού. Το παιδικό μας δείπνο όταν είχε αποτροπιαστικές φακές από το μεσημέρι. Όταν ψαρεύαμε τα λιγοθυμισμένα ψωμάκια, που είχαν επανέλθει στην ζυμαρένια τους υπόσταση με μια υγρή γλύκα παραπάνω, παραβγαίνοντας ποιός θα "γυαλίσει" το πιάτο καλύτερα, να το δει η μαμά και να μπερδευτεί, να το βολέψει κατευθείαν στο ντουλάπι.
Στο τραπέζι τρώγαμε κομψά, με τρόπους, μαχαιροπίρουνο και το στόμα κλειστό. Όταν, όμως, στο τέλος της σεμνής καθημερινής τελετής στο κέντρο του τραπεζιού η κατανάλωση αποκάλυπτε το λάδι της χωριάτικης, διάστικτο με σποράκια ντομάτας και ένα touch από φετούλες κρεμμυδιού, το μάτι της οικογένειας γυάλιζε, το άγριο ένστικτο του ανικανοποίητου απαιτούσε τον άσπρο πάτο σε μικρές λαδωμένες παπάρες, την απόδειξη πως στόχος μιας χωριάτικης είναι μόνο η βούτα του φινάλε, τη Θεία Κοινωνία του Απόλυτου. Με το οποίο οι υπόλοιποι ευρωπαίοι φλέρταραν διακριτικά: έφτιαξαν κρουτόν για τις σαλάτες τους, έψησαν ψωμάκια για τις σούπες τους.
Έρωτα και μάλιστα τρελό, έκανε μαζί του μόνο ο έλληνας. Που το γαστρονομικό του ένστικτό υπήρξε ανέκαθεν εξοικειωμένο με το αξίωμα που θέλει όλα τα υλικά μιας συνταγής να συνοψίζονται στο τελικό κρεσέντο της λαδοβούτας, με μπόνους την comfort συμμετοχή-παιδική μνήμη του παπαριασμένου ψωμιού. Με έμπνευση από την απόλυτη φτώχια και την παντοδυναμία του άρτου του επιούσιου ως κεντρικού ρεφραίν της καθημερινής χόρτασης, η παπάρα είναι κάτι παραπάνω από λύση ανάγκης. Είναι ηδονή. Η φτώχια που θέλει καλοπέραση.
Παπάρες υπάρχουν δυό ταχυτήτων: η τυχαία και η εξεπίτηδες. Τυχαία και άρα απολαυστικότερη, σαν τον έρωτα που σε ζαλίζει περισσότερο ως κεραυνοβόλος, είναι το ασυγκράτητο αμόκ όταν έχεις κρατηθεί ως το τέλος, επιτείνοντας τον οργασμό, πάνω από ένα κοκκινιστό αλλά τελικά υποκύπτεις βουλιμικά στα υπολείμματα της κατσαρόλας, είναι όταν επιτίθεσαι απρόσμενα στα απομεινάρια ενός τάπερ με γεμιστά πριν το περάσεις στο νεροχύτη, είναι όταν παθαίνεις το ανεξέλεγχτο μετά από ένα comme il faut τραπέζι και συνευρίσκεσαι κατ'ιδίαν στην κουζίνα με τη σάλτσα του ιμάμ που ξέμεινε σε μια πιατέλα, όταν ξυπνάς από την καλοκαιρινή σιέστα και ο μισοαναίσθητος εαυτός σου σε κατευθύνει στο ζουμί που ξέμεινε από τα μεσημεριανά φασολάκια παρέα με τη γωνιά της φρατζόλας.
H εξεπίτηδες βούτα έχει τις συνταγές της, καθότι ο ζυμωτός υδατάνθρακας μουλιάζει βολικά παντού: στο γάλα, στο τσάι και στον καφέ-όλοι πρωτοδοκιμάσαμε τον ελληνικό με βούτες στο φλυτζανάκι της γιαγιάς-στο τσίπουρο, στο κρασί, στις σάλτσες και στις σούπες. Στην Κοζάνη τα χτεσινά λίπη του ταψιού ζεσταίνονται με ψωμάκι και μρταμορφώνονται σε πιάτο ημέρας, παπάρα με τ'όνομα λένε στη Θεσσαλία το πρωινό με γάλα, πετιμέζι και κανέλα, παπάρα λένε και στη Μακεδονία το ψωμί που μουλιάζει σε σκόρδο και τουλουμοτύρι.
Το εθνικό ένστικτο της κυρίας των βορείων προαστείων επαναστατεί και ζητά ευγενικά από το γκαρσόν μια "μπουκίτσα μπαγκέτα" για να βουτήξει στη σος σοκολά του σουφλέ της στο chic εστιατόριο και η υστερικώς υγιεινίστρια φίλη μου αναζητά παντού τις best συνταγές για κοκκινιστό. Τις οποίες μαγειρεύει χωρίς το κρέας και καταβροχθίζει συνοδεία φρατζόλας στα απόκρυφα του σαλονιού της. Του γαστρονομικού κυττάρου φυγείν αδύνατον.
σχόλια