Στο νησί που δεν κάνει ποτέ χειμώνα και τα τσάρτερ δεν σταματούν να προσγειώνονται, εκεί όπου με το πρώτο αεράκι οι παραλίες χρωματίζονται από τους αετούς των kiters ακόμη και μέσα στον Γενάρη, το ταξίδι αξίζει off season. Τότε που οι πτήσεις φτηναίνουν, τότε που τα σοκάκια της Παλιάς Πόλης αδειάζουν από τα στίφη των τουριστικών γκρουπ, τότε που στα βουνίσια χωριά μαγειρεύονται λαγοί και πιτσούνια που τσουγκρίζουν το «εβίβα» της φρέσκιας σούμας.
Στο νησί προσγειώθηκα αργά. Και πεινασμένη. Σε όλη την πτήση τριγυρνούσαν στο μυαλό μου οράματα από φαγγρί στα κάρβουνα στην Αφάντου, φασολάκια στο πήλινο στην Κατταβιά, κατσικάκι στη γάστρα στον Έμπωνα και το μελωμένο χταπόδι του Μαυρίκου στη Λίνδο. Η Ρόδος μπαίνει σε ένα αμάξι και δεν υπολογίζει τα χιλιόμετρα προκειμένου να φάει το καλύτερο. Ένα ψάρι, μια γαρίδα, ένα ντολμαδάκι, αξίζουν τον κόπο, την απόσταση, τη μετακίνηση. Κάτι το απαγορευτικό όταν προσγειώνεσαι στα όρια, τη στιγμή που οι υπόλοιποι είναι στο γλυκό, στην άλλη άκρη του νησιού.
Η τρίτη ηλικία με την πιο εφηβική καρδιά μού ξετυλίγει την ιστορία. Αυτός ήταν κάποτε το κλασικό παππουδίστικο καφενείο της Κρεμαστής. Πρόεδρος του συλλόγου ο Ανδρέας, αποφάσισε το 2013 να εκπολιτίσει τον καφενέ: να φέρει Ιnternet, πρόσβαση σε ΑμεΑ, ταμειακή μηχανή, καλό μεζέ, γλέντι και χαρά.
Και κάπως έτσι, παραζαλισμένη και με τα αυτιά ακόμα βουλωμένα από τα ύψη, προσγειώθηκα σε έναν καφενέ της Κρεμαστής. Τα τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο, πάνω στον μεγάλο δρόμο, γεμάτα. Ντόπια παππούδια με σούμες, ένα ζευγαράκι νεολαίοι Γερμανοί, Φινλανδοί σε κέφια με μπίρες, στο μέσα μωσαϊκά, φωτογραφίες παλιές της ζωής στο νησί, μια κουζίνα με μπαράκι σαν αυτή που είχε η μαμά σου στα '80s, με τα φορμάικα ντουλάπια, το γκαζάκι του καφέ, το Ava πλάι στο πλαστικό στραγγιστήρι.
Mια σούμα, που τη νιώθεις θεϊκή πριν ακόμη ο κύριος Ανδρέας από το διπλανό τραπέζι σού την περιγράψει «γνήσια», από αμοριανό, ροζακί και αθήρι των ντόπιων ποικιλιών, έρχεται να δέσει ταμάμ με τα παστά σαρδελάκια, τον καγιανά με τη φρέσκια ντομάτα, μια χωριάτικη με τα «όλα» της, τα καππαροβλάσταρα, τον μπόλικο μαϊντανό και την ωραία θρούμπα.
Και φακόρυζο. Να ένα πιάτο που θα βρεις σε μαγαζί εξαιρετικά δύσκολα, μια νοστιμιά που συνηθίζεται πολύ στο οικιακό ροδίτικο εδεσματολόγιο. Χοχλιοί μπουμπουριστοί −καραβόλους τους λένε εδώ−, ρεβιθάδα, καπνιστή μελιτζάνα ψητή με μπόλικο μαϊντανό, ντολμαδάκια γεμάτα αρώματα, πιταρούδια από κολοκύθι σαν έκρηξη από φρέσκο δυόσμο − «ήρθατε στο σχόλασμα, τα καλά ετελείωσαν».
Κι εγώ νομίζω πως ονειρεύομαι, μια αληθινή κουζίνα της παράδοσης στο τουριστικότερο των νησιών, σαν να έσπρωξες τυχαία μια πόρτα και να βρήκες τη γιαγιά Εγγλέζα, την Καθολική, την Κυρούλα, τη Βαλάντω, την Ολλανδία, την Πανορμίτα, την Μπαλεστίνα, τη Θαρενή, τη Δικαία, την Ταλίνα, τη Νομική και τη Ζωγραφιά –ω, αυτά τα θεϊκά σουρεάλ ροδίτικα γυναικεία ονόματα!− να σου μαγειρεύουν όλες μαζί το «τσικάλι» της ημέρας. Που εδώ το βάζει στη φωτιά, η Ελένη, με το πιο προσγειωμένο όνομα.
«Παραδοσιακό καφενείο συλλόγου τρίτης ηλικίας» θα δεις στην ταμπέλα, πολλοί εδώ το λένε και ΚΑΠΗ, κάτι που βγάζει παθητικότητα και απόσυρση και ηλιοβασίλεμα ζωής και δεν ταιριάζει καθόλου στη φαεινή ιδέα μιας άλλης επιχειρηματικότητας που συνέλαβε ο κ. Ανδρέας Παπαστεργίου. Ο κοτσονάτος λεβέντης με το τσακίρικο μάτι που κάθεται δίπλα μου, σιγορουφώντας τη σούμα του, παντογνώστης της ντόπιας γεύσης, γλεντζές και μερακλής, ο άνθρωπος που ξέρει προσωπικά πού ψήνεται η καλύτερη σούμα, ποια στάνη βγάζει το καλύτερο τυρί και ποιος έβγαλε σήμερα λαγό.
Η τρίτη ηλικία με την πιο εφηβική καρδιά μού ξετυλίγει την ιστορία. Αυτός ήταν κάποτε το κλασικό παππουδίστικο καφενείο της Κρεμαστής. Πρόεδρος του συλλόγου ο Ανδρέας, αποφάσισε το 2013 να εκπολιτίσει τον καφενέ: να φέρει Ιnternet, πρόσβαση σε ΑμεΑ, ταμειακή μηχανή, καλό μεζέ, γλέντι και χαρά. Τετρακόσια εξήντα μέλη τον άκουσαν και είπαν το «ναι». Προσελήφθη μαγείρισσα και σερβιτόρα, στολίστηκε ο χώρος, άνοιξε στον έξω κόσμο και τους τουρίστες, έπαψε να μυρίζει γεροντίλα, μειωμένη σύνταξη, παράπονο και απόσυρση.
Η τρίτη ηλικία ανασκουμπώθηκε και βρήκε δουλειά: ποιος θα φέρει την καλή σούμα, ποιος τη μυζήθρα από το μαντρί, ποιος θα σφάξει το κατσίκι, ποιος θα φέρει λόπια από την Κατταβιά. Η νοικοκυρά της γειτονιάς που δεν πρόλαβε να μαγειρέψει θα πάρει από δω φαγάκι, οι παππούδες οργανώνουν γλέντια και συνεστιάσεις, άμα περάσει ο ψαράς έχει ολόφρεσκο ψαράκι, ο Σύλλογος το γλεντάει, το χαίρεται, βγάζει και κέρδος.
Ο καφενές γίνεται εστία και παρηγοριά, και μόνος να 'σαι εδώ θα βρεις πάντα παρέα. Γίνεται κυρίως κοιτίδα ενός γαστρονομικού πολιτισμού που κινδυνεύει να χαθεί κάθε φορά που άλλη μια γιαγιά κλείνει για πάντα τα μάτια − της κουζίνας της. Εδώ η παλιά παράδοση των χαμένων συνταγών μαγειρεύεται σαν καθημερινό φαγητό, τα τοπικά προϊόντα επιβιώνουν βασιλικά, αξιολογούνται, περνούν από ψιλό κόσκινο και αυστηρή κριτική.
Καθένας μπορεί να φέρει από το σπίτι το ταψί με τη σπεσιαλιτέ του, η κατσαρόλα σέβεται την εποχικότητα, η συνταγή γίνεται το θέμα της ημέρας. Εσύ ο ξένος είσαι καλοδεχούμενος κι αν σε νοιάζει να εξερευνήσεις τι παράγει ακόμα αυτό το νησί, που σαν αδέξιος παρατηρητής θα το αξιολογήσεις μόνο ως φυτώριο πεντάστερων resorts, έλα εδώ, πες τον πόνο και την παραγγελιά σου. Την επαύριο τα καλούδια θα καταφθάσουν. Να τα δοκιμάσεις, με την ιστορία και τον μύθο τους.
Παραδοσιακό Καφενείο Συλλόγου Τρίτης Ηλικίας, Καλλιπάτειρας 94-96, Κρεμαστή