ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΙΧΑΜΕ ένα αφιέρωμα με τους 22 λόγους για τους οποίους αγαπάμε το ελληνικό καλοκαίρι. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν το παραδοσιακό πρωινό των νησιών, η υποφαινόμενη έλεγε ότι καλό και το brunch αλλά τίποτα δεν φτάνει δυο αυγά μάτια στα καφενεία των νησιών, το πιστεύω. Πέρα από τα διάφορα τοπικά καλούδια που μπορεί να βρει κανείς αναλόγως με το μέρος που θα επισκεφθεί, είμαι πεπεισμένη ότι σαν το πρωινό των διακοπών δεν έχει, αυτός ο ελληνικός που κρατάει περισσότερο απ' όσο δεν μπορώ καν να διανοηθώ στην πόλη. Όταν είμαι στην Αθήνα προτιμώ να κοιμηθώ είκοσι λεπτά παραπάνω παρά να πιω με την ησυχία μου καφέ και να κάτσω να μου ετοιμάσω και αυγά, έστω και στο τηγάνι, για να φτιάξω με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ούτε λόγος.
Είναι Παρασκευή 5 Αυγούστου και μόλις φύγω από το γραφείο έχω να πάω σπίτι και να ετοιμάσω backpack για να φύγω για την Ιθάκη. Εντελώς ανοργάνωτη, επαναπαυμένη με το γεγονός ότι στο νησί θα βρούμε φίλο ντόπιο που θα ξέρει να μας κατευθύνει (παρότι τα λοκάλια με έχουν διαψεύσει τελευταία/μπορεί να μην έχουν ούτε τα μισά απ’ όσα έχω σημειώσει/ευτυχώς αυτήν τη φορά πάμε σε μικρό τόπο/οι πιθανότητες είναι με το μέρος μας), έχω ονειρευτεί ήδη τη στιγμή που θα ξυπνήσουμε, θα περπατήσουμε λίγο και θα βρούμε το μέρος που θα φροντίσει για το πρωινό μας, το έχω φανταστεί απλό και σπιτικό, να μην έχει πάνω του τίποτα απ’ όσα έχουν τα αθηναϊκά, ούτε πραλίνες θέλω, ούτε τοστ με αβοκάντο, ούτε energy bowls, ούτε cinnamon buns, διακόπτω από αυτά.
Πρόκειται περί ρίσκου, το ξέρω. Είναι που έχει περάσει στη σφαίρα του ελληνικού cult το συγκεκριμένο πάντρεμα; Είναι που κυνηγάω συνέχεια τον συνδυασμό γλυκού με αλμυρό και αυτός είναι ο πιο εύκολος να βρω μπροστά μου; Μάλλον παίζουν και τα δύο τον ρόλο τους στο ότι μπορεί να κάνω αυτή την αγορά στο μπαρ του πλοίου, αν και θα προσπαθήσω να την αποφύγω.
Βέβαια, σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη -και για τις διακοπές εν γένει, εκτός αν έχεις κανονίσει για Αίγινα- είναι και μακρύς ο δρόμος και σίγουρα όχι στρωμένος με ροδοπέταλα. Λογικά δεν θα κοιμηθώ πριν ταξιδέψω, ανήκω σε αυτούς. Πράγμα που σημαίνει ότι θα φύγω με άδειο στομάχι, πολύ σίγουρη για το ότι δεν θα υποκύψω σε οποιονδήποτε ετοιματζίδικο πειρασμό που θα βρεθεί στον δρόμο μου. Έλα όμως που τα πλοία είναι σαν πολυκαταστήματα εξοπλισμού σπιτιών, θες δεν θες, θα πέσεις σε ένα από τα μπαρ. Και ενώ έχω δει πολλά memes να προκύπτουν από την ομολογουμένως πολύ χαμηλή θερμοκρασία στο εσωτερικό των πλοίων, δεν έχω δει να γίνονται άλλα τόσα για εκείνη την ώρα που στεκόμαστε μπροστά στη βιτρίνα με τις σφολιάτες ξέροντας ότι θα υποπέσουμε στην αμαρτία του καραβίσιου σνακ που τόσο έχουμε κρίνει σε άλλες στιγμές.
Απ’ όλα αυτά που έχουμε μπροστά μας, κάτι τυροκούλουρα (που στα αλήθεια είναι σφολιάτα σε σχήμα κουλουριού) με τυρί κρέμα τα οποία δεν θυμάμαι πότε μας προέκυψαν, οι σπανακόπιτες που ποτέ δεν μπορούν να φτάσουν και την πιο μέτρια σπιτική που έφαγες, οι ζαμπονοτυρόπιτες που αναρωτιέσαι αν θα έχουν σάλτσα «ντομάτας» ή όχι (εννοείται ότι πρέπει να έχουν), η πιο «healthy» πολύσπορη πίτα με τη γαλοπούλα (για να υπάρχει τη ζητάτε, who are you people?), απ’ όλες αυτές τις μοντέρνες πίτες με το ετοιματζίδικο φύλλο, η πιο ασφαλής επιλογή είναι πάντα η τυρόπιτα, όλοι το ξέρουν. Και τι σας έρχεται αυτόματα στο μυαλό όταν αναρωτιέστε με τι να συνδυάσετε την τυρόπιτα απ’ έξω, πέρα από παγωμένο εσπρέσο (το μόνο κύμα το οποίο δεν έχει αγγίξει τα ελληνικά πλοία είναι το τρίτο του καφέ); Στο δικό μου έρχεται «τυρόπιτα με Milko».
Πρόκειται περί ρίσκου, το ξέρω. Είναι που έχει περάσει στη σφαίρα του ελληνικού cult το συγκεκριμένο πάντρεμα; Είναι που κυνηγάω συνέχεια τον συνδυασμό γλυκού με αλμυρό και αυτός είναι ο πιο εύκολος να βρω μπροστά μου; Μάλλον παίζουν και τα δύο το ρόλο τους στο ότι μπορεί να κάνω αυτή την αγορά στο μπαρ του πλοίου, αν και θα προσπαθήσω να την αποφύγω.
Πάντως, τον Οκτώβρη που βρέθηκα στα Τίρανα, όταν θελήσαμε να πάρουμε το πρωινό μας γρήγορα, στο χέρι, όπως οι ντόπιοι, αναζητήσαμε ένα από τα δικά τους τυροπιτάδικα, τα «byrektore». Οι πίτες τους φτιάχονται με πολύ λεπτό φύλλο που το ανοίγουν, το ψήνουν και μετά το ξαναψήνουν με τη γέμιση, με τον κιμά, την κολοκύθα, τα φασόλια, την ντομάτα με το κρεμμύδι, το πράσο με το γάλα. Όποια πίτα και αν διαλέξουν από τις παραπάνω, όσο πληθωρική γέμιση και αν έχει, συνηθίζουν να τη συνοδεύουν με ξινόγαλο, που γλυκό μπορεί να μην είναι αλλά εμένα μου θύμισε αυτομάτως το πιο εκρηκτικό πρωινό, τη δική μας τυρόπιτα παρέα με το σοκολατούχο γάλα.
«Δεν τα έχω συνδυάσει ποτέ. Είναι τόσο lethal combo όσο λέγεται; Δηλαδή σίγουρα οδηγεί τουαλέτα; (Προσπαθώ με τέτοια ποστ να ελαφρύνω λίγο το κλίμα, λόγω της γενικότερης κατάστασης που ζούμε)». Σε σχετικό thread του reddit με τίτλο «τυρόπιτα με Milko» στα σχόλια κάποιος ισχυρίζεται ότι τοπ είναι η μπουγάτσα με Pοδοπάκι (σ.σ. παράγεται στο γαλακτοκομείο Ξάνθης), ενώ άλλος διαφωνεί λέγοντας πως το Milko με κρουασάν είναι «ο ΟG», ο αυθεντικός συνδυασμός, και πως όλα τα υπόλοιπα «είναι remixes». «Είναι το απόλυτο brunch με το καλύτερο junk στον πλανήτη», όπως έγραφε κάποιος σε ανάλογη συζήτηση στο Facebook.
Μια και αναφέρθηκε το Ροδοπάκι, να σημειώσω ότι γράφω «τυρόπιτα με Milko» χάριν συνεννόησης, όπως όταν λέμε «ψωμί με μερέντα» και οι περισσότεροι μπορεί να αναφερόμαστε σε οποιαδήποτε άλλο brand πραλίνας φουντουκιού. Σοκολατούχα γάλατα κυκλοφορούν πολλά στην αγορά και από διάφορες εταιρείες, με λιγότερα λιπαρά, με περισσότερη πρωτεΐνη, χωρίς προσθήκη ζάχαρης, vegan, ακόμα και κατσικίσιο τέτοιο έχει βγει. Αλλά επειδή το «κάθε στιγμή είναι στιγμή Milko, φιλαράκο μου», η διαφήμιση με τα Ημισκούμπρια, αυτή με το σινεμά και η φάση με το μιλκομπούκαλο είναι της γενιάς μου, μπορούμε να συννενοηθούμε κατά αυτόν τον τρόπο. Ίσως κάποιοι νεότεροι να λένε «τυρόπιτα με Όλυμπος R-Load», δεν το γνωρίζω, αλλά δεν το νομίζω κιόλας. Αν πληκτρολογήσετε και στο Youtube «τυρόπιτα με Milko» θα βρείτε πάνω από ένα πρόσφατα challenges με κόσμο τρέφεται έτσι για μια μέρα, δοκιμάζοντας μάλλον τα όρια του ανθρώπινου σώματος.
Κεφάλαιο τυρόπιτα: Από τις τυρόπιτες που βρίσκουμε στα ταχυφαγεία, αυτή που απογειώνει τον συνδυασμό είναι το κλασικό μισοφέγγαρο, ούτε η κουρού το κάνει ούτε οι τυρόπιτες με τυρί φιλαδέλφεια. Το σοκολατούχο γάλα τραβάει τη λαδερή αίσθηση που αφήνει συνήθως το μισοφέγγαρο, που είναι μαλακό και λιώνει στο στόμα, σε αντίθεση με τις έτοιμες κουρού που είναι πολύ στεγνές. Για τις τυρόπιτες με το τυρί φιλαδέλφεια δεν πρόκειται να εξηγήσω, γιατί τις βγάζω από την εξίσωση, δεν τις καταλαβαίνω καν.
Επόμενη στάση στις διακοπές μου θα είναι η Δονούσα. Το έχω κάνει πολλές φορές αυτό το δρομολόγιο, ξέρω πώς να αποφύγω τις κακοτοπιές του πλοίου. Θα είμαστε μεγάλη παρέα, έτσι πριν από μερικές συζητούσαμε τι θα τρώμε το πρωί, αν και τι θα πάρουμε να έχουμε στο δωμάτιο για την πρώτη πρωινή λιγούρα. Αλλά ακριβώς επειδή το έχω ξανακάνει αυτό το ταξίδι, ξέρω ότι θα έρθει η μέρα που θα καταλήξουμε να διαλέγουμε πράγματα στον Παναή, στον φούρνο του Σταυρού, που έχει φανταστική τυρόπιτα με τραγανό φύλλο, όλα ωραία τα κάνει. Γιατί ποιος είπε ότι αν είναι καλή η πίτα δεν πάει με σοκολατούχο;
Πέρα απ’ όσες καφρίλες μπορεί να βρει κανείς γκουγκλάροντας «τυρόπιτα με Milko», όπως μια εικόνα που δείχνει ότι η πρόσθεση αυτών των δύο προϊόντων ισούται με σερπαντίνες, θυμόμουν ότι κάπου είχα διαβάσει ένα Facebook status που με έκανε να γελάσω χωρίς να είναι ένα ακόμα εύκολο αστείο. Έψαξα και το βρήκα, ήταν η ηθοποιός Βάσω Καμαράτου που είχε γράψει «ένα μίλκο και μια τυρόπιτα μας καθόρισαν όλη μας τη ζωή».
Είναι κάποια πράγματα με τα οποία μπορούμε να ταυτιστούμε όλοι. Και είχε γράψει και κάτι άλλο που το βρήκα πολύ γλυκό, που ίσως αν δεν αναφερόταν σε αυτό τον συνδυασμό που ξυπνάει και σε μένα μια μνήμη να έμενα λιγότερη ώρα σε αυτό. Έναν χρόνο μετά το παραπάνω στάτους, διαβάζω: «Γι’ αυτό ξέρω καλή ισορροπία. Ο μπαμπάς μου είχε φούρνο και εγώ μεγάλωσα εκεί μέσα, πόσο μου έχει λείψει να κοιμάμαι στα τσουβάλια με το αλεύρι και δίπλα στον καυστήρα σαν το γατί και όταν ξενυχτάω να ξέρω πως θα πάω από τον φούρνο γιατί θα είναι πάντα εκεί ο μπαμπάς μου και πάντα ανοιχτός ο φούρνος και εγώ να τρώω τυρόπιτα με μίλκο. Και να έχει πάντα σισάμι κάτω και παντού, το λατρεύω το σισάμι, το έπαιρνα στη χούφτα μου, σήκωνα το χέρι μου στον αέρα και άφηνα το σισάμι να πέσει στο στόμα μου, όπως πέφτει η αμμος όταν την ριχνουμε από ψηλά να πέσει κάτω στη γη. Και γλιστρούσε πολύ το σισάμι στο πλακάκι. Μάλλον γι’ αυτό ξέρω καλή ισορροπία. Πώς μου ήρθε αυτή η μνήμη; Δόξα τω Θεώ».
Tip: Σε περίπτωση που είστε φανατικοί του συνδυασμού ή απλώς συλλέγετε κάλτσες με πρωτότυπα σχέδια, η Ode to Socks έχει βγάλει ζευγάρι αφιερωμένο σε αυτό το πρωινό.