ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ καταγράφονται μεγάλες ανισότητες στην υγεία, που οφείλονται πρωτίστως στο εισόδημα και δευτερευόντως στο επίπεδο μόρφωσης. Ένα στα δέκα νοικοκυριά αναγκάζεται για λόγους υγείας να κάνει «καταστροφικές» δαπάνες (δηλαδή μειώνει τις δαπάνες διαβίωσης προκειμένου να πληρώσει φάρμακα, εξετάσεις και νοσήλια), την ώρα που η Ελλάδα είναι 2η πανευρωπαϊκά στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας, με ποσοστό 33%, μετά τη Βουλγαρία.
Το δωρεάν σύστημα υγείας εξακολουθεί να είναι ένας μύθος που δεν αντανακλά την πραγματικότητα, όπως επισημαίνει η Ελπίδα Πάβη, καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας και κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (πρώην ΕΣΔΥ). Μεγάλα χάσματα μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην υγεία παρουσιάζουν, εκτός από την Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Γαλλία, η Λετονία και η Ρουμανία.
Πρόκειται για ένα «μπουκέτο χωρών που τις διακρίνει απόλυτη ανομοιομορφία όσον αφορά τη δομή των συστημάτων υγείας τους και αυτό από μόνο του είναι πολύ ενδιαφέρον εύρημα, όπως υπογραμμίζει ο Κυριάκος Σουλιώτης, καθηγητής Πολιτικής Υγείας και κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Νέο πεδίο μελέτης του ΙΚΠΙ αποτελεί η κλιματική αλλαγή, η οποία σαρώνει τη ζωή μας, καθιστώντας ακόμα πιο φτωχούς τους ήδη ευάλωτους, ενώ πρόκειται να αυξήσει παγκοσμίως τις μεταναστευτικές ροές που θα δέχεται η Ευρώπη.
Από την πλευρά του, ο Ιωάννης Τούντας, ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ και διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), τονίζει πως δεν αρκούν τα οριζόντια μέτρα για να αμβλυνθούν οι ανισότητες και πως, παρότι το άνοιγμα της ψαλίδας μειώθηκε από το 6,6% το 2015 στο 3,6%, αυτό συνέβη όχι επειδή βελτιώθηκε η κατάσταση των φτωχότερων αλλά επειδή μειώθηκαν το εισόδημα και η αγοραστική δύναμη των πιο εύπορων. Οι ειδικοί εξηγούν ότι το κράτος οφείλει να βρει τις κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και να τις ενισχύσει με τη λήψη κάθετων, στοχευμένων μέτρων.
Οι προτάσεις των καθηγητών Γιάννη Τούντα, Κυριάκου Σουλιώτη και Ελπίδας Πάβη περιλαμβάνουν 3 άξονες: πρώτον, τη δημιουργία μιας κυβερνητικής επιτροπής που θα παρακολουθεί την εξέλιξη των ανισοτήτων σε βάθος χρόνου. Δεύτερον, τη διαμόρφωση ενός συνδυασμού πολιτικών που θα περιλαμβάνουν τις κάθετες στοχευμένες δράσεις για τις ευπαθείς ομάδες.
Και, τρίτον, τη δημιουργία ειδικού παρατηρητηρίου που θα καταγράφει τις ανισότητες στην υγεία. Το παρατηρητήριο αυτό μπορεί να δημιουργηθεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ), ο οποίος είναι ο αρμόδιος φορέας που επαναπροκηρύσσει κιόλας τον διαγωνισμό για τον Χάρτη Υγείας στην πατρίδα μας. Το παρατηρητήριο θα συντάσσει ετήσιες εκθέσεις που θα τροφοδοτούν με στοιχεία την κυβερνητική επιτροπή, ώστε εκείνη να εισηγείται τα κατάλληλα μέτρα∙ όλα αυτά πρέπει να τεθούν σε λειτουργία πριν από την ολοκλήρωση της ψηφιακής μεταρρύθμισης της υγείας, που ακόμα αργεί.
Παράλληλα, πρέπει να τρέξουν με μεγαλύτερη ταχύτητα οι διαρθρωτικές αλλαγές στο ΕΣΥ, με πρώτη την ολοκλήρωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, που είναι και ο σημαντικότερος τομέας για τους φτωχότερους συμπολίτες μας. Εξίσου σημαντική είναι η έγκαιρη ανακατανομή των πόρων στην υγεία. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα οι κλίνες των νοσοκομείων είναι άτακτα μοιρασμένες γεωγραφικά και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του πληθυσμού.
Από τη μεριά του ο Αναστάσιος Σαμουηλίδης, δικηγόρος και υπεύθυνος Δημοσίων Υποθέσεων της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, υπογραμμίζει πως το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία αλλά μπορεί να αγοράσει την υγεία και προσθέτει πως οι σύλλογοι ασθενών μπορούν να συνεργαστούν με την πολιτεία, παρέχοντας πολύτιμα στοιχεία αναφορικά με τις ευάλωτες ομάδες που βιώνουν τις μεγαλύτερες ανισότητες.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής κ. Σουλιώτης, νέο πεδίο μελέτης του ΙΚΠΙ αποτελεί η κλιματική αλλαγή, η οποία σαρώνει τη ζωή μας, καθιστώντας ακόμα πιο φτωχούς τους ήδη ευάλωτους, ενώ πρόκειται να αυξήσει παγκοσμίως τις μεταναστευτικές ροές που θα δέχεται η Ευρώπη. Επιπλέον, η διαλειτουργικότητα των συστημάτων κρίνεται για μία ακόμα φορά απαραίτητη γιατί έτσι μπορεί, π.χ., μια κακοποιημένη γυναίκα που δέχεται φροντίδα από τις δομές της πρόνοιας να ενημερωθεί για το πώς θα κάνει ψηφιακή μαστογραφία, τεστ ΠΑΠ και άλλες προληπτικές εξετάσεις.