Η ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας, που πλέον μοιάζει τόσο μακρινή, ανάγκασε πολλούς από εμάς να εργαζόμαστε από τον καναπέ μας. Ωστόσο, μια ομάδα ανθρώπων έδωσε διαφορετική διάσταση στην έννοια του «work from home». Πρόκειται για τους μικροεπιχειρηματίες που πήραν την πρωτοβουλία να ξεκινήσουν τη δική τους επιχείρηση, συχνά με βάση το ίδιο τους το σπίτι ή τη γειτονιά τους, μετατρέποντας ουσιαστικά το χόμπι, το ενδιαφέρον ή την εξειδίκευσή τους σε εταιρικό σχήμα.
Η πανδημία μπορεί να έχει φτάσει στο τέλος της, η τάση των μικρών επιχειρηματιών που επιχειρούν το πρώτο τους βήμα σχεδόν μόνοι τους, ωστόσο, φαίνεται πως ήρθε για να μείνει. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, τολμούν να κάνουν το άλμα της μικροεπιχειρηματικότητας, συνειδητοποιώντας στην πορεία πως, παρά τις προκλήσεις, είναι αμέτρητα εκείνα που είναι εφικτά με λίγα μόνο εφόδια και σκληρή δουλειά.
Η μικροεπιχειρηματικότητα αποτελούσε ανέκαθεν τεράστιο κομμάτι της ραχοκοκαλιάς της ελληνικής οικονομίας, καθώς περίπου το 90% των ελληνικών επιχειρήσεων χαρακτηρίζεται ως «μικρομεσαίες». Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παράδοση των οικογενειακών επιχειρήσεων, ωστόσο τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι υλοποιούν πιο πειραματικές και απροσδόκητες ιδέες. Άλλοι μετατρέπουν το χόμπι τους σε προϊόν, πουλώντας το στη συνέχεια μέσα από τις δεκάδες πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου που είτε ξεπήδησαν είτε άνθησαν κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού. Άλλοι προσφέρουν τη γνώση και την εξειδίκευσή του ως υπηρεσία, πάλι μέσα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες όπως το Fiverr ή το Upwork, που συνεχίζουν να έχουν εκθετική άνοδο.
«Η Ελλάδα είναι τρομερά πλούσια σε πρώτες ύλες, ο καιρός σού προσφέρει τεράστια ποικιλία στις επιλογές» εξηγεί η Miriam. «Εμείς προσπαθούμε τα υλικά μας να τα προμηθευόμαστε από παραγωγούς που βρίσκονται όσο πιο κοντά γίνεται σε εμάς».
Πάντως, όποια προσέγγιση και αν ακολουθεί κανείς στην πορεία του προς τη μικροεπιχειρηματικότητα, ένα στοιχείο παραμένει κοινό: τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία επιτρέπουν πλέον στον οποιοδήποτε να αναλάβει, ακόμα και μόνος του και με headquarters το ίδιο του το διαμέρισμα, σχεδόν όλες τις πολυδιάστατες πτυχές που χαρακτηρίζουν το επιχειρείν. Με λίγη δημιουργική σκέψη, τα σόσιαλ μίντια μετατρέπονται σε εργαλεία marketing, οι διαθέσιμοι χώροι του σπιτιού μεταμορφώνονται σε χώρους για πειραματισμό και γέννηση καινούργιων προϊόντων, και τα μικρά επιχειρηματικά βήματα μπορούν να έχουν μεγάλη επιτυχία και να δώσουν ασύγκριτο αίσθημα της προσωπικής ολοκλήρωσης – αρκεί να υπάρχει η σπίθα της ευφυΐας και της δημιουργικότητας.
Η δημιουργικότητα ήταν αναμφίβολα η κινητήρια δύναμη πίσω από τη Symbiosis Fermented Foods, ένα μικρό, αλλά συναρπαστικό εργαστήριο που παρασκευάζει χειροποίητα kimchi, sauerkraut και άλλα προϊόντα φυσικής ζύμωσης με τη μέθοδο του fermentation. Πίσω από το εγχείρημα αυτό είναι ο Άγγελος Κόντος και η Miriam Roncero Val, ένα ζευγάρι που μένει στην Κερατέα και που για χρόνια βάδιζε σε εντελώς διαφορετικά επαγγελματικά μονοπάτια – ο Άγγελος ως θεραπευτής στο ΚΕΘΕΑ και η Miriam ως φωτογράφος και ιστορικός τέχνης.
Η ενασχόλησή τους με τα προϊόντα ζύμωσης ξεκίνησε ως ένας τρόπος για να περνούν τον ελεύθερό τους χρόνο, γρήγορα όμως το ζευγάρι αντιλήφθηκε πως το πάθος του για τις ζυμώσεις λαχανικών μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε ευκαιρία. «Το ρίσκο πάντοτε υπάρχει όταν ξεκινάς μια δουλειά δική σου, πρέπει να το δεχτείς», ξεκινά να εξηγεί η Miriam. «Όμως με το πρότζεκτ μας ήμασταν ενθουσιασμένοι και οι δύο και θέλαμε πάρα πολύ να το προσπαθήσουμε».
«Βλέπεις, από τη μια μάς γεμίζει χαρά το να δημιουργούμε σκέψεις και εικόνες, και από την άλλη είδαμε πως στην ελληνική αγορά υπήρχε ένα κενό στον τομέα των προϊόντων ζύμωσης», συμπληρώνει. «Αυτό είναι μεν ένα πλεονέκτημα γιατί δεν υπάρχουν ανταγωνιστές –αν και δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η λέξη– και από την άλλη είναι και ρίσκο γιατί πρέπει να δημιουργήσεις εσύ χώρο γι' αυτό το προϊόν, καθώς δεν υπάρχει ακόμα η ανάγκη στον πελάτη ή τον καταναλωτή».
Η διείσδυση στην αγορά των τροφίμων μπορεί να ακούγεται δύσκολο εγχείρημα, και ειδικά για ένα προϊόν σαν το kimchi, που είναι αρκετά φρέσκο στη συνείδηση των Ελλήνων, ωστόσο η Miriam και ο Άγγελος δεν φαίνεται να πτοούνται. «Κάθε δουλειά θέλει τον χρόνο της, πρέπει να την πιστεύεις, χρειάζεται θάρρος όταν ξεκινάς κάτι τόσο καινούργιο», σχολιάζει η Miriam. «Ωστόσο, σιγά σιγά όλα γίνονται». Πράγματι, μέσα από δημιουργικές εικόνες στα social media, τις καλαίσθητες και επαγγελματικές φωτογραφίες που τραβάει η ίδια η ιδρύτρια της Symbiosis Fermented Foods αλλά και συνταγές και workshops στα οποία καλεί τους Έλληνες να εξερευνήσουν τον κόσμο των fermented foods, το μικρό εργαστήριο από την Κερατέα έχει καταφέρει να πετύχει σε μικρό διάστημα μεγάλη εξωστρέφεια.
«Δίνουμε μεγάλη σημασία στο να προτείνουμε συνδυασμούς με τα προϊόντα μας. Εγώ προσπαθώ μεν να πουλήσω το προϊόν, αλλά ταυτόχρονα να δείξω και σε σένα πώς να το τρως, πώς να το βάζεις σε μια σαλάτα, σε ένα μπέργκερ», σχολιάζει η Miriam. «Με απλό τρόπο προσπαθούμε να δείξουμε στον κόσμο πόσο εύκολα συνδυάζονται τα προϊόντα με την ελληνική κουζίνα, και με τα σεμινάρια που πραγματοποιούμε δίνουμε στον κόσμο να καταλάβει τι είναι ένα προϊόν ζύμωσης, να μάθει την τεχνική για να την εφαρμόσει στην κουζίνα του».
Όλη αυτή η προσπάθεια γίνεται αποκλειστικά από την Κερατέα, από το σπίτι τους αλλά και από το μικρό εργαστήριό τους που καλύπτει τις βασικές ανάγκες της επιχείρησής τους. «Δεν υπάρχει κανένας άλλος, οι δυο μας είμαστε», αναφέρει γελώντας ο Άγγελος. «Οτιδήποτε αφορά το δημιουργικό κομμάτι, από τις φωτογραφίσεις μέχρι τους πειραματισμούς στις γεύσεις, το αναλαμβάνει κυρίως η Miriam, ενώ εγώ αρχίζω κάθε πρωί κάνοντας παραδόσεις στην Αττική ή στην υπόλοιπη Ελλάδα, αν χρειαστεί να στείλουμε κάποια δέματα» προσθέτει, περιγράφοντας μια τυπική μέρα στο σύμπαν της Symbiosis Fermented Foods.
Από την άλλη, όπως λέει στη συνέχεια, η πραγματικότητα μιας μικρής επιχείρησης είναι μια κατάσταση μονίμως ευέλικτη και γεμάτη ανατροπές. «Ό,τι παράγουμε είναι, σύμφωνα με τις ανάγκες μας, χωρίς να έχουμε βγάλει απαραίτητα πρόγραμμα από πριν. Βλέπουμε τα διαθέσιμα υλικά κάθε περιόδου, υπολογίζουμε τα προϊόντα που μπορούμε να παράγουμε, τα αφήνουμε να ζυμωθούν και έπειτα τα συσκευάζουμε. Ουσιαστικά, κάθε πρωί που ξυπνάμε, κάνουμε και τον προγραμματισμό της ημέρας», συμπληρώνει.
«Είναι κάτι που επιθυμούσαμε και οι δυο, δεν θέλαμε το μόνιμο και σκληρό οκτάωρο στη δουλειά μας. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να δουλεύεις και ένα Σάββατο, κάποια Κυριακή, αλλά μπορεί επίσης μια Τετάρτη μεσημέρι να μπορείς να πιεις τον καφέ σου άνετα. Μας αρέσει αυτή η εναλλαγή».Ένα ακόμα πλεονέκτημα των μικρών επιχειρήσεων είναι πως συχνά είναι πολύ πιο συμβατές με τις αρχές της βιωσιμότητας. Είναι σίγουρα κάτι που ισχύει και για τη Symbiosis Fermented Foods, για την οποία η στενή σχέση με τους τοπικούς παραγωγούς ήταν «το σημαντικότερο, από την αρχή της προσπάθειας», όπως λέει το ζευγάρι.
«Η Ελλάδα είναι τρομερά πλούσια σε πρώτες ύλες, ο καιρός σού προσφέρει τεράστια ποικιλία στις επιλογές», εξηγεί η Miriam. «Εμείς προσπαθούμε τα υλικά μας να τα προμηθευόμαστε από παραγωγούς που βρίσκονται όσο πιο κοντά γίνεται σε εμάς. Τα περισσότερα υλικά τα προμηθευόμαστε από τον Μαραθώνα, πολύ λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Κερατέα όπου δραστηριοποιούμαστε. Είναι λαχανικά της εποχής, τίποτα δεν προέρχεται από θερμοκήπιο», αναφέρει εμφατικά. «Και παρότι μας βλέπω σιγά σιγά να μεγαλώνουμε, θεωρώ επίσης πολύ σημαντικό να εξακολουθήσουμε να πουλάμε τα προϊόντα μας στην Ελλάδα. Αν βλέπαμε τη Symbiosis μόνο ως εταιρεία, ίσως να μας ενδιέφερε στο μέλλον να κάνουμε εξαγωγές, αλλά εμείς θεωρούμε πως αυτό δεν έχει καλή εφαρμογή στα τρόφιμα. Εγώ θέλω το kimchi μας να πουλιέται εδώ, να κάνει ταξίδι λίγων χιλιομέτρων. Να μην κυριαρχήσει δηλαδή η λογική ότι επειδή εγώ ως επιχείρηση θέλω να κερδίσω χρήμα, ας μεγαλώσω ντε και καλά προς κάθε κατεύθυνση».
«Να δώσω συμβουλή, λες;» απαντά γελώντας με μετριοφροσύνη ο Άγγελος, όταν τον ρωτώ τι θα έλεγε σε έναν άνθρωπο που σκέφτεται να μετατρέψει το χόμπι του σε εταιρικό προϊόν. «Μόνο μέσα από την περίπτωσή μου μπορώ να σου μιλήσω. Και αν υπάρχει κάτι που συνειδητοποίησα από αυτό το ταξίδι είναι πως όταν κάνεις αλλαγές, όταν παίρνεις ρίσκο, όταν αφήνεις πίσω αυτό που ξέρεις και μπαίνεις σε κάτι καινούργιο, η ικανοποίηση που έρχεται δεν συγκρίνεται με οτιδήποτε άλλο. Αυτό το αίσθημα δεν υπάρχει όταν δουλεύεις κάπου αλλού. Μπορεί να βρισκόμαστε ακόμα στα πρώτα μας στάδια, να χτίζουμε σιγά σιγά αυτό που κάνουμε και την οικονομική εξίσωση να την επαναπροσδιορίζουμε συνεχώς. Αλλά συναισθηματικά μάς έχει δώσει τρομερή ώθηση αυτό το ταξίδι ώστε να προχωρήσουμε και να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που αγαπάμε».
Στην άλλη πλευρά του συναρπαστικού κόσμου της μικροεπιχειρηματικότητας υπάρχουν και οι επιχειρηματίες που, αντί να μεταμορφώνουν τα χόμπι τους σε προϊόντα, προσφέρουν τις εξειδικευμένες υπηρεσίες τους απευθείας σε επιχειρήσεις και εταιρείες, συχνά μάλιστα από την άνεση του σπιτιού τους. Τέτοια ήταν και η περίπτωση της Kind to Biome, μιας εταιρείας που μετράει πλέον δύο χρόνια ζωής και που δοκιμάζει και πιστοποιεί τη συμβατότητα των καλλυντικών με το δέρμα, με headquarters ένα διαμέρισμα στο Φάληρο.
«Το background μου ξεκινά ως χημικός», εξηγεί ο Λέο Σάλβι-Σιφναίος, ένας εκ των δύο ιδρυτών της εταιρείας. «Στο παρελθόν έχω εργαστεί στη φαρμακοβιομηχανία, μετέπειτα δούλεψα σε κάποια εργαστήρια και είχα πλέον ως πελάτες φαρμακευτικές εταιρείες και εταιρείες καλλυντικών. Ασχολήθηκα πολύ με τις χημικές μελέτες των προϊόντων, την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα καλλυντικά προϊόντα, και είχα πολλά πάρε-δώσε με τις εταιρείες της βιομηχανίας», αναφέρει.
«Κάπου εκεί, μαζί με τον συνάδελφό μου με τον οποίο ανοίξαμε τελικά την Kind to Biome αφουγκραστήκαμε την αγορά των καλλυντικών και καταλήξαμε ότι υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία που έχει να κάνει με το μικροβίωμα ως πεδίο έρευνας. Με λίγα λόγια, πολλές εταιρείες ζητούσαν έρευνες και πιστοποιήσεις που να μπορούν να μετρήσουν τι αντίκτυπο είχαν τα καλλυντικά τους στο μικροβίωμα του δέρματος, και εμείς αποφασίσαμε να μετατρέψουμε την τεχνογνωσία μας σε ευκαιρία», συμπληρώνει.
«Αυτή ήταν η αφετηρία μας, να κάνουμε δηλαδή μια ανάλυση και να προσφέρουμε μια πιστοποίηση, μια σφραγίδα ουσιαστικά που θα επιβεβαιώνει τη συμβατότητα των προϊόντων με το δέρμα. Είναι κάτι που έχει μεγάλη ζήτηση στον χώρο των καλλυντικών και σύντομα μπήκαμε και εμείς μέσα στο παιχνίδι».
Η μετάβαση από ένα μεγάλο επιχειρηματικό σχήμα σε μια μικρότερη επιχείρηση έφερε αρκετές αλλαγές στη ζωή του Λέο, τόσο ευκαιρίες όσο και επίμονες προκλήσεις. «Προφανώς, δεν αρκεί μόνο να έχεις μια καλή ιδέα που είναι σύγχρονη και σχετική με αυτά που ζητάει η αγορά», σχολιάζει χαρακτηριστικά. «Μετά το ξεκίνημα έρχονται όλα τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το πώς στήνεις μια επιχείρηση, με τη δομή που πρέπει να φτιάξεις από το μηδέν, αντιμετωπίζοντας πολλά προβλήματα συγκριτικά με ένα μεγαλύτερο εταιρικό σχήμα. Βέβαια, από την άλλη», συμπληρώνει έπειτα από μια μικρή παύση, «το να είσαι μικροεπιχειρηματίας σού προσφέρει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία. Στη δική μας περίπτωση, μας επιτρέπει να ταξιδεύουμε πολύ περισσότερο, να βρισκόμαστε εκεί όπου μας χρειάζεται ένας πελάτης. Μέσα σε δύο εβδομάδες μπορεί να μιλήσουμε σε ένα συνέδριο στο Σαν Φρανσίσκο, μετά να πάμε στην Ιταλία για έναν πελάτη και μετά να επιστρέψουμε στα headquarters μας στο Φάληρο».
«Ναι, υπάρχει και η αρνητική πλευρά», παραδέχεται. «Κανένας δεν σου εξασφαλίζει τίποτα, όλη η δουλειά βρίσκεται στις πλάτες σου και, όπως ξέρουμε, με τις μικρές εταιρείες, για να πετύχεις την κερδοφορία, παίρνεις το ρίσκο πάνω σου. Αλλά αυτό είναι που δίνει αξία σε όλη την προσπάθεια. Συχνά, και ειδικά στην ελληνική αγορά, αισθάνεσαι πως με τη δουλειά δημιουργείς μια υπεραξία την οποία δεν καρπώνεσαι ποτέ. Νομίζω αυτός ήταν ένας από τους σημαντικότερους λόγους που με ώθησε στο να φτιάξω το δικό μου εταιρικό σχήμα».
Σήμερα, παρά τον σκληρό ανταγωνισμό στον τομέα, η Kind to Biome έχει ήδη καταφέρει να αναπτύξει σημαντικά την παρουσία της και να αποκτήσει ένα πλέγμα πελατών που ζητούν τις αναλύσεις και τις πιστοποιήσεις της για να δείξουν πως τα προϊόντα τους δεν έχουν αρνητική επίπτωση στο μικροβίωμα του δέρματος. «Το feedback που λαμβάνουμε από τους πελάτες και από την αγορά είναι πως οι υπηρεσίες μας είναι επιστημονικά έγκυρες και πιο ολοκληρωμένες. Νομίζω πως η ευελιξία αλλά και οι διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσουμε λόγω του μικρού μας μεγέθους μάς βοηθούν απέναντι σε πιο εδραιωμένους ανταγωνιστές», δηλώνει ο ιδρυτής της.
Πώς έχει αλλάξει, λοιπόν, η καθημερινότητα για τον ίδιο από όταν άνοιξε την επιχείρησή του μέσα από το σαλόνι του; «Σίγουρα προς το καλύτερο», απαντάει με σιγουριά. «Το γεγονός πως μπορείς να εργάζεσαι στον δικό σου χώρο και χρόνο σού επιτρέπει να κόβεις και να ράβεις ώρες κατά το δοκούν. Εάν χρειαστεί να κάνω επιπλέον δουλειά, μπορώ να τη βάλω όπου και όποτε θέλω, παραμένω κύριος του εαυτού μου. Αυτό αλλάζει τρομερά τον τρόπο που σκέφτεσαι και αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου και προσφέρει μεγάλη ελευθερία κινήσεων στο πλαίσιο της εργασίας», συμπληρώνει. «Και σε κάθε περίπτωση, όπου και αν πηγαίνω αισθάνομαι πως είναι καθαρά η δική μου δουλειά που με έχει πάει μέχρι εκεί», καταλήγει χαμογελώντας.