ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΚΠΛΗΞΗ το γεγονός ότι σε όλο τον κόσμο πολλοί τουριστικοί προορισμοί αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και θέτουν περιορισμούς που αποσκοπούν στον έλεγχο των ζητημάτων και των παράπλευρων απωλειών του υπερτουρισμού, ενθαρρύνοντας τους εμπλεκόμενους να αναλάβουν την ευθύνη να καταστήσουν τον τουρισμό βιώσιμο. Ο υπεύθυνος τουρισμός είναι πολυδιάστατος, χαρακτηρίζεται από μορφές τουρισμού που ελαχιστοποιούν τις αρνητικές οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ενώ συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς κάθε τόπου και της παγκόσμιας ποικιλομορφίας. Ο υπερτουρισμός και η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη αφορούν το ίδιο πρόβλημα.
Μετά από αρκετά χρόνια ύφεσης ο τουριστικός τομέας στην Ελλάδα γνωρίζει μεγάλη άνθηση, που μπορεί να είναι θετική για τις τοπικές οικονομίες, και σε εθνικό επίπεδο, αλλά έχει και σημαντικά μειονεκτήματα, όπως η επιβάρυνση των δημόσιων πόρων, η χαμηλότερη ποιότητα ζωής για τους ντόπιους και η μειωμένη εμπειρία των επισκεπτών, για να αναφέρω μόνο μερικά από αυτά. Μια τελευταία έκδοση της «No List» επικεντρώνεται σε τρεις κύριους τομείς, τον υπερτουρισμό, τη ρύπανση και την ποιότητα και επάρκεια των υδάτων, οι οποίοι δεν βλάπτουν μόνο τους ίδιους τους προορισμούς αλλά και τις τοπικές κοινωνίες. Στη δεύτερη θέση της λίστας βρίσκεται η Αθήνα, με τη Βενετία να κατέχει την πρώτη, μετά την καταστροφή που προκλήθηκε στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας από τα κρουαζιερόπλοια.
Παρόλη την προσπάθεια καθιέρωσης του βιώσιμου σχεδιασμού στον χώρο της αρχιτεκτονικής, ο προσδιορισμός του είναι πολύπλοκος και ο ίδιος, ως έννοια, ασαφής και αμφίσημος.
Στην ενότητα που αφιέρωσε στην Αθήνα, η Fodor’s αναφέρει ότι ο υπερτουρισμός και η έλλειψη στρατηγικής διαχείρισής του προκαλούν προβλήματα στην Ακρόπολη αλλά και στις γύρω περιοχές, υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα των κατοίκων της πρωτεύουσας. Κρούοντας των κώδωνα του κινδύνου, οι συντάκτες του άρθρου τόνισαν ότι εάν το κύμα των επισκεπτών συνεχιστεί ανεξέλεγκτα, οι αθηναϊκές συνοικίες θα διαβρωθούν πολιτιστικά, ενώ η Εθνική Επιτροπή του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων αναφέρει ότι οι υπερβολικές επισκέψεις στην Ακρόπολη θα μπορούσαν να προκαλέσουν μη αναστρέψιμες φθορές. Η Αθήνα δεν είναι ο μόνος προορισμός στην Ελλάδα που επιβαρύνεται από το πρόβλημα του μη ελεγχόμενου τουρισμού. Στα Μάλια της Κρήτης ο μαζικός τουρισμός έχει επιφέρει αλλαγές στο τοπίο, το ίδιο συμβαίνει και στον Κάβο της Κέρκυρας.
Επίσης, στο Πήλιο καταγράφεται εκτίναξη των αφίξεων, το ίδιο στα χωριά της Αρκαδίας αλλά και στα νησιά. Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα είναι αυτά τα μέρη σε μερικά χρόνια χωρίς τον κατάλληλο σχεδιασμό για βιώσιμη διαχείριση των τουριστικών ροών. Η λύση είναι ακριβώς αυτή, να στρέψουμε το μοντέλο μας σε μια υπεύθυνη και ισορροπημένη μορφή τουριστικής ανάπτυξης. Βιώσιμος τουρισμός είναι εκείνος που λαμβάνει υπόψη του τις τρέχουσες και μελλοντικές οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καλύπτοντας τις ανάγκες των επισκεπτών, των κοινοτήτων υποδοχής, του περιβάλλοντος και της παραγωγής.
Ο σχεδιασμός της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης απαιτεί συμμετοχικές διαδικασίες και αναβάθμιση του ρόλου των «εταίρων» που εμπλέκονται επαγγελματικά σ’ αυτήν. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, «εταίροι» είναι το κράτος, ο ιδιωτικός τομέας, οι ΟΤΑ και ειδικοί επιστήμονες ή εμπειρογνώμονες του κλάδου. Σε πολλές περιπτώσεις προστίθενται και φορείς εκπροσώπησης των πολιτών που έχουν άμεση σχέση με τον τουρισμό και την ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, σε όλη σχεδόν τη μεταπολεμική περίοδο, ο σχεδιασμός παρέμενε υπόθεση του κεντρικού κράτους και λιγότερο των ΟΤΑ, σε ό,τι αφορά τους «εταίρους» που αποφασίζουν την τουριστική πολιτική, δε, αυτοί ήταν αποκλειστικά σχεδόν το κράτος και ο ιδιωτικός τομέας, με μικρότερη συμβολή των ΟΤΑ. Οι υπόλοιποι «εταίροι» συμμετείχαν από ελάχιστα έως καθόλου.
Παράλληλα, το πρότυπο ανάπτυξης που επιλέχθηκε τις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο ταυτίστηκε με τη μικρή τουριστική περίοδο και τα συνακόλουθα προβλήματα, τη μονοσήμαντη και συχνά εξαρτησιακή σύνδεση με συγκεκριμένες αγορές και τη «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού σε βάρος άλλων κλάδων των τοπικών οικονομιών. Πλέον, απαιτείται ο εμπλουτισμός του ελληνικού τουριστικού προϊόντος με υποδομές, προϊόντα και υπηρεσίες των ειδικών και εναλλακτικών μορφών, που στις μέρες μας πλησιάζουν τις σαράντα διαφορετικές περιπτώσεις. Οι περισσότεροι ανταγωνιστές μας διαθέτουν παρόμοια προϊόντα ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Aπαραίτητη είναι επίσης η γεωγραφική διασπορά της προσφοράς του τουρισμού, ώστε να ανατραπεί το σημερινό αρνητικό φαινόμενο της χωρικής υπερσυγκέντρωσης σε έναν σχετικά μικρό αριθμό νησιωτικών και παράκτιων περιοχών, καθώς και η αναβάθμιση και διαφοροποίηση της προσφοράς του ελληνικού τουρισμού σε υποδομές, υπηρεσίες, δραστηριότητες και ανθρώπινο δυναμικό, αν δεν θέλουμε να υστερούμε σε σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό, στον οποίο προστίθενται συνεχώς νέες χώρες, νέοι προορισμοί και νέα προϊόντα. Τέλος, προφανής είναι η ανάγκη επανεξέτασης των προτεραιοτήτων της ζήτησης και εξειδίκευσης του τουριστικού μάρκετινγκ με σκοπό την αναβάθμιση και δυναμική προβολή της εικόνας της χώρας. Η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει νέες αγορές, ή νέες ομάδες-στόχους στις ήδη υπάρχουσες, επιδιώκοντας σταθερά την αύξηση αλλά και τη βελτίωση της ποιότητας των τουριστών.
Πέρα, όμως, από τη συζήτηση, όσον αφορά το στενό πλαίσιο του κλάδου και εστιάζοντας στο πρόβλημα της κλιματικής κρίσης ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης, ας δούμε τη μεγάλη εικόνα. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου του Potsdam για την Έρευνα του Κλιματικού Αντίκτυπου (PIK), εισερχόμαστε πλέον σε μια νέα, επικίνδυνη εποχή. Όπως δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της Boris Sakschewski, «όταν εξετάζουμε τις τάσεις των δεικτών υγείας της γης βλέπουμε ότι σύντομα η πλειονότητά τους θα βρίσκεται στη ζώνη υψηλού κινδύνου».
Η έκθεση αναφέρει ότι το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα 15 εκατομμυρίων ετών και η παγκόσμια ακτινοβολία συνεχίζει να αυξάνεται, με μια επίμονη τάση θέρμανσης που έχει επιταχυνθεί από τα τέλη του 20ού αιώνα. Οι μέσες θερμοκρασίες, σε πλανητικό επίπεδο, είναι στις μέρες μας οι υψηλότερες από τότε που εμφανίστηκε στη γη ο ανθρώπινος πολιτισμός.
Σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ανά γεωγραφική περιφέρεια, ο καθηγητής Michael Oppenheimer, σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Βήμα», σημειώνει ότι «οι περιοχές που κινδυνεύουν περισσότερο από ακραία ζέστη και ξηρασία είναι η Κεντρική Αμερική, περιοχές της Νότιας Αφρικής, της Αυστραλίας, καθώς και οι χώρες της Μεσογείου. Στη Μεσόγειο η ζέστη και η ξηρασία θα γίνουν εντονότερες, ενώ το νέο μοτίβο του κλίματος θα μεταφράζεται σε ισχυρές βροχοπτώσεις και πλημμύρες που θα εμφανίζονται διάσπαρτες μέσα στις περιόδους ξηρασίας. Και οι οποίες, με βάση τις υπάρχουσες υποδομές που δημιουργήθηκαν πριν από δεκαετίες, όταν τα δεδομένα του κλίματος ήταν πολύ διαφορετικά, θα είναι μη διαχειρίσιμες.
Οι χώρες της Μεσογείου θα πρέπει να λάβουν σύντομα αποφάσεις για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, θα πρέπει όμως να λάβουν ακόμα πιο σύντομα αποφάσεις για το πώς θα μπορέσουν να προφυλάξουν τους πληθυσμούς τους, μέσω της δημιουργίας κατάλληλων υποδομών, από τις καταστροφές που θα έρθουν. Και μπορεί κάτι τέτοιο να συνδέεται με κόστος, όμως, αν το δουν μακροπρόθεσμα, θα είναι ένα κόστος περί τις πέντε φορές χαμηλότερο από το κόστος διαχείρισης μιας κλιματικής καταστροφής».
Τι συζητιέται όμως στα διεθνή fora σχετικά με την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και τις επιπτώσεις της, μέρος της οποίας είναι ο υπερτουρισμός; Η 18η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας που έγινε το 2023 με τίτλο «Το εργαστήριο του μέλλοντος» και επιμελήτρια τη Lesley Lokko εστίασε ακριβώς στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα, έστρεψε την προσοχή της στην Αφρική και την αφρικανική διασπορά. «Η Αφρική συμβαίνει σε όλους μας», είχε δηλώσει η Lokko στην εισαγωγική της ομιλία. «Επομένως, η Αφρική είναι το εργαστήριο του μέλλοντος. Είμαστε η νεότερη ήπειρος του κόσμου, με μέσο όρο ηλικίας κατά το ήμισυ αυτού της Ευρώπης και της Αμερικής, και μια δεκαετία μικρότερη από την Ασία. Είμαστε η ταχύτερα αστικοποιούμενη ήπειρος παγκόσμια, με ρυθμό ανάπτυξης σχεδόν 4% ετησίως. Αυτή η ταχεία και σε μεγάλο βαθμό απρογραμμάτιστη ανάπτυξη λειτουργεί εις βάρος του περιβάλλοντος και των οικοσυστημάτων, τα οποία μας φέρνουν αντιμέτωπους με την κλιματική αλλαγή τόσο σε περιφερειακό όσο και σε πλανητικό επίπεδο.
Με άλλα λόγια, η ιστορία της αρχιτεκτονικής είναι ημιτελής. Όχι λάθος, ημιτελής», σημειώνει η Lokko, επιχειρώντας με την έκθεση αυτή να καλύψει και πλευρές της αρχιτεκτονικής που δεν έχουν συζητηθεί επαρκώς. Αναδεικνύοντας την ανάγκη αλλαγής των κανόνων της αρχιτεκτονικής αλλά και διεύρυνσης του χώρου της, σχολίασε ως θετική εξέλιξη το γεγονός ότι άλλες μορφές τέχνης διαρρηγνύουν το σκληρό περίβλημα της αρχιτεκτονικής, όπως η λογοτεχνία, η ποίηση, η περφόρμανς και η μουσική. «Στην αρχιτεκτονική η κυρίαρχη γλώσσα είναι μόνο μία, και διεθνής, της οποίας όμως το εύρος και την ισχύ, δημιουργικά, εννοιολογικά, οικονομικά, δυστυχώς αγνοούν μεγάλα τμήματα της ανθρωπότητας. Και αυτό πρέπει να αλλάξει», καταλήγει.
Ανακεφαλαιώνοντας, παρόλη την προσπάθεια καθιέρωσης του βιώσιμου σχεδιασμού στον χώρο της αρχιτεκτονικής, ο προσδιορισμός του είναι πολύπλοκος και ο ίδιος, ως έννοια, ασαφής και αμφίσημος. Τα προϊόντα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, από το μεμονωμένο κτίριο μέχρι την κτιριακή ενότητα που συνθέτει το χωρικό πλέγμα μιας πόλης, είναι υλοποιήσεις που βρίσκονται σε διαρκή ροή, αντανακλώντας τη συνεχή ανάπτυξη και αντίστοιχα την πολυσυνθετότητα και ρευστότητα της ίδιας της κοινωνίας.
Ο βιώσιμος σχεδιασμός δεν είναι στατική έννοια αλλά ρευστή, υπό συνεχή διαπραγμάτευση σε σχέση τόσο με τα χαρακτηριστικά του σχεδίου όσο και με τις λεπτομέρειες της διαδικασίας που το παράγει. Χαρακτηρίζεται δε ως τέτοιος ως προς τη διαδικασία παραγωγής του, ως προς τα μέσα που χρησιμοποιεί, το είδος της χωρικής παρέμβασης που προτείνει και τον συμβολισμό που εκφράζει.
Οι θεωρητικοί της αρχιτεκτονικής αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει ένας αλλά περισσότεροι βιώσιμοι σχεδιασμοί που ορίζονται με βάση όχι μόνο το πλαίσιο αλλά και τη θεώρηση της σχέσης που πρέπει να έχει ο σχεδιασμός με το πλαίσιο, δηλαδή τη σχέση του σχεδιασμού με τα υλικοτεχνικά, κοινωνικά και λοιπά χαρακτηριστικά του πλαισίου. H ίδια η αρχιτεκτονική κοινότητα έχει αναστοχαστική διάθεση απέναντι στις πιθανές και διαφορετικές μεταξύ τους προσεγγίσεις του βιώσιμου σχεδιασμού.
Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα που άμεσα ή έμμεσα αναδείξαμε, της υπεραστικοποίησης, του υπερτουρισμού και του υπερπληθυσμού, παρατηρούμε ότι οι στρατηγικοί σχεδιασμοί που συνδέονται με τα πρότυπα της βιώσιμης ανάπτυξης και αποτελούν την αναγκαία λύση για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, την ανάδειξη του πολιτισμού, και την αποκόμιση οικονομικών οφελών είναι κοινοί. Aν θέλουμε, λοιπόν, να δοθεί μια κατά το δυνατό συνοπτική απάντηση στο ερώτημα της διαφοροποίησης του βιώσιμου από τον μη βιώσιμο σχεδιασμό, αυτή θα είναι η πλήρης ενσωμάτωση, μέσω της διεπιστημονικότητας, των ιδεών της ολιστικότητας στην αντιμετώπιση των ζητημάτων.
Οι ιδέες της ολιστικότητας εντοπίζονται στη σύνθεση γνώσης από τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, τους τεχνολογικούς κλάδους, τα οικονομικά, και τις πολιτικές και διοικητικές επιστήμες, που βασίζεται στην υπόθεση της επιρροής που έχουν στον σχεδιασμό τα πέντε βασικά στοιχεία: φύση, άνθρωπος, κοινωνία, κτίρια, δίκτυα. Επικεντρωνόμενος άλλοτε σε ζητήματα περιεχομένου και τεχνογνωσίας και άλλοτε σε ζητήματα που αφορούν τη διαδικασία παραγωγής του, ο σχεδιασμός που χαρακτηρίζεται ως «βιώσιμος» υποδηλώνει σε κάθε περίπτωση την ανάγκη σύνδεσης της αρχιτεκτονικής με την κοινωνία και τα ρεύματα σκέψης της εποχής.
Αναλαμβάνοντας το καθήκον να φανταστούμε την κοινωνία του μέλλοντος μέσα από τους σχεδιασμούς μας, οι αρχιτέκτονες οφείλουμε να βρισκόμαστε σε διαρκή αναζήτηση του νοήματος σχετικά με το αντικείμενο της δραστηριότητάς μας, και συγκεκριμένα ως προς τον «σωστό» σχεδιασμό, που στις ημέρες μας καλείται «βιώσιμος σχεδιασμός».
Ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος είναι αρχιτέκτονας και επικεφαλής του γραφείου Potiropoulos+Partners.