ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ Henri Lefebvre αποτελεί ένα χρήσιμο θεωρητικό πλαίσιο για να σκεφτούμε την παραγωγή του δομημένου χώρου όχι μόνο μέσω των επαγγελμάτων που σχετίζονται με τον σχεδιασμό του, και αντίστοιχα μέσω της δραστηριότητας της κατασκευαστικής βιομηχανίας, αλλά και για το πώς ο δομημένος χώρος παράγεται εννοιολογικά. Ο Lefebvre προτείνει ότι η κοινωνική παραγωγή του χώρου πραγματοποιείται μέσω τριών διαφορετικών αλλά αλληλοεπηρεαζόμενων διαδικασιών: α. «χωρική πρακτική» (ο υλικός ή λειτουργικός χώρος), β. «αναπαραστάσεις του χώρου» (ο χώρος ως κωδικοποιημένη γλώσσα) και γ. «ο χώρος όπως αναπαρίσταται» μέσω της βιωμένης καθημερινής εμπειρίας του (representational space). Oι θεωρήσεις αυτές οδήγησαν αφενός σε πολύ γόνιμες αναδιατυπώσεις των παλαιότερων τρόπων κατανόησης και αφετέρου σε πολύτιμες κριτικές των περιορισμών που έθεταν οι «νεωτερικές» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) πολιτικές ταυτότητες. Οι οποίες παρέμεναν εγκλωβισμένες στην λογική των δίπολων τόσο στην ανάλυσή τους όσο και στα προγράμματά τους για αλλαγή, και σε μια σειρά νέων εννοιολογήσεων που αφορούσαν στον ορισμό ενός «τρίτου χώρου», πέραν των απλών δυϊστικών και αντιθετικών ετερώνυμων που ενυπάρχουν σε τόσα πολλά κοινωνικά/χωρικά θεωρητικά σχήματα και προσλήψεις της δυτικής σκέψης. Η επανεξέταση του ίδιου του χώρου της θεωρίας –και των θεωριών για τον χώρο συνακόλουθα– ανιχνεύει νέες πιθανές προσεγγίσεις, οι οποίες προσλαμβάνονται ως περισσότερο ρευστές και επικαλυπτόμενες.
Ο «θρυμματισμός» των ορίων είναι αναμφισβήτητα μια απελευθερωτική διαδικασία που ανοίγει απεριόριστες δυνατότητες δημιουργικού προβληματισμού, καθώς επαναπροσδιορίζονται τα όρια της αρχιτεκτονικής από την τέχνη, τα όρια της αρχιτεκτονικής από την πόλη, του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος από το φυσικό, τα όρια της αρχιτεκτονικής πρακτικής από τη θεωρία αλλά και από τα στερεότυπα πολλών ετών.
Θα πρέπει εδώ να προσθέσουμε ότι είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε τους πάμπολλους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι (με την έννοια του individuum) μπορούν εν δυνάμει να «διαταράξουν» τις κατεστημένες «αξίες» των αρχιτεκτόνων και των πολεοδόμων. Όπως, για παράδειγμα, είναι οι μετανάστες, και πολλές άλλες κοινωνικές ομάδες ή «κοινωνικά φύλα», που επαναπροσδιορίζουν επιμέρους τόπους της πόλης για να υλοποιήσουν το δικό τους αρχιτεκτονικό περιβάλλον, ως αποτέλεσμα νέων χαρτογραφήσεων. Η διερεύνηση των ρόλων κάθε «κοινωνικού φύλου» αποκαλύπτει τη διαφοροποιημένη συμβολή τους στις δραστηριότητες και συμπεριφορές που προσιδιάζουν ή/και κοινωνικά αποδίδονται σε κάθε «φύλο», σε σχέση με τους χωρικούς καταμερισμούς κατοίκησης, εργασίας/απασχόλησης, αναψυχής κ.λπ. Κοινωνικές ομάδες/«φύλα» που δεν θέλουν να ζουν και να ενεργούν σύμφωνα με μεγαλόπνοα σχέδια και κωδικοποιημένα πολιτισμικά κριτήρια, διεκδικώντας το δικό τους δικαίωμα στην πόλη.
Στην εποχή μας το «αντι-ρεαλιστικό» στοιχείο έχει αποκτήσει πλέον διαφορετικό νόημα, που κυριολεκτικά συγκρούεται με τη σημασία του ίδιου του όρου, όπως μας κληροδοτήθηκε από το παρελθόν. Ίσως γιατί πιθανόν να είναι σήμερα ο μόνος (;) εφικτός τρόπος που μπορεί να συνθέτει διαφορετικές αφετηρίες και διαδρομές διερευνήσεων. Οι νοηματικές, συντακτικές και φαντασιακές αναζητήσεις κινούνται πλέον σε ένα γκρίζο φάσμα –και όχι στα άκρα του άσπρου και μαύρου–, γεννώντας μια υβριδική περιοχή σκέψης που διευρύνει τα όρια της αρχιτεκτονικής σε μια άλλη αντίληψη οικουμενικότητας. Δηλαδή, εισαγωγής ανόμοιων στοιχείων των οποίων η ανάγνωση πραγματοποιείται μέσα από μια καινούργια ματιά, που προέρχεται από την ίδια τη συνύπαρξή τους. Αμφισβητείται η ιδέα της μίας και μοναδικής αλήθειας, της κυρίαρχης αφήγησης, ενόσω οι ουτοπικοί και συνθετικοί πειραματισμοί παράγουν νέα δυναμικά πρότυπα και νέους πυκνωτές αφηγήσεων. Αντι-ρεαλιστικούς, πιο ορθά ουτοπικούς χώρους, έχουμε γνωρίσει ιστορικά από τις μελέτες του Boullee, του Ledoux, και όχι μόνο. Η μεγάλη διαφορά με τη σημερινή εποχή έγκειται στο γεγονός ότι οι ουτοπικές προτάσεις τότε έμεναν στο χαρτί, ενώ σήμερα (σχεδόν) υλοποιούνται στην πράξη μέσα σε μια δίνη πολιτισμικών «θραυσμάτων» που εκούσια ή ακούσια «επιβάλλει» η «παγκοσμιοποίηση». Βέβαια, με ό,τι θετικό ή αρνητικό μπορεί αυτό να σημαίνει.
«...Υπάρχει στη σημερινή κοινωνία μια συνεκτικότητα αντιφατικών στοιχείων», λέει σε μια συνέντευξή του ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, και συνεχίζει: «Η συνοχή συνδέει αυτά τα κομμάτια, όχι όμως ολοκληρωμένα σαν σε πίνακα της Αναγέννησης, αλλά σε μια κατάσταση ισορροπίας την οποία εξασφαλίζουν η κεντρομόλος και η φυγόκεντρος δύναμη...». Ίσως η (σχετική) αυτή ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, το ρεαλιστικό και το ουτοπικό στοιχείο, να βρίσκεται μεταφορικά στα λόγια του Paul Virilio: «Εκεί που υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος, εκεί βρίσκεται και η σωτηρία. Η σωτηρία είναι στην άκρη του γκρεμού και κάθε φορά που μας πλησιάζει μια απειλή, πλησιάζουμε και στη σωτηρία. Είναι το παράδοξο της σύγχρονης κοινωνίας».
Ο «θρυμματισμός» των ορίων είναι αναμφισβήτητα μια απελευθερωτική διαδικασία που ανοίγει απεριόριστες δυνατότητες δημιουργικού προβληματισμού, καθώς επαναπροσδιορίζονται τα όρια της αρχιτεκτονικής από την τέχνη, τα όρια της αρχιτεκτονικής από την πόλη, του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος από το φυσικό, τα όρια της αρχιτεκτονικής πρακτικής από τη θεωρία αλλά και από τα στερεότυπα πολλών ετών. Όπως λέει η Ε. Grosz, υπάρχει η ανάγκη να σκεφτούμε το «αδιανόητο», να φανταστούμε μια αρχιτεκτονική «εκτός» του μέχρι τώρα. «Εκτός», τόσο ως προς το ερώτημα για το πώς μπορούμε να κάνουμε αρχιτεκτονική στην εποχή μας, για την εποχή μας, και με τα εργαλεία που προσφέρει η εποχή μας, όσο όμως και ως προς την επανεξέταση θεμελιωδών ζητημάτων που σχετίζονται με αρχετυπικές μας ανάγκες, και κατ’ επέκταση με το πρόβλημα της μεταβολής του παγκόσμιου κλίματος. Ο πολυχρησιμοποιημένος πλέον όρος «πράσινη αρχιτεκτονική», και αντίστοιχα «πράσινες πόλεις», είναι άραγε το ουσιαστικό διακύβευμα, ή η λεγόμενη πράσινη ανάπτυξη κινδυνεύει να καταντήσει απλά η αφορμή για μια νέα εμπορευματοποίηση με οικολογικό προσωπείο;