Με δύο παίκτες θέλει μία τράπουλα και είναι κάπως ξενέρωτο, με τρία άτομα βγάζει περισσότερο νόημα, τα τέσσερα είναι ο ιδανικός αριθμός, για να γίνουν δυο ζευγάρια και να ανακατευτούν δυο τράπουλες. Όπως και στη ζωή, αν έχεις καλό ταίρι στην μπιρίμπα, θα προσπαθήσει να βγάλει χαρτί για να παίξεις και να προχωρήσεις, γιατί υπάρχουν και εκείνοι οι παίκτες που τα κρατάνε όλα για πάρτη τους, στοχεύοντας μόνο στο να «βγουν» οι ίδιοι.
Είναι ένα παιχνίδι που έχει βάση το πινάκλ –όπως ο «Θανάσης» και το κουμκάν– και διαδόθηκε στα μέσα των ‘40s στην Ουρουγουάη με το όνομα «Burraco». Δεν ξέρω πότε έφτασε στην Ελλάδα, πάντως υπάρχει ένα κομμάτι του Σταμάτη Κραουνάκη και του Χάρη Χαλκίτη από το 1986 στο οποίο η Πωλίνα τραγουδάει: «Ταβέρνα, ντισκοτέκ, καφετερία/ Στο σπίτι θα τη βγάλουμε πιο χάι/ Με πίτσα, με μπιρίμπα και τζεντάι… Βαρέθηκα τα ίδια σούρτα φέρτα/ τους γάμους, τους παπάδες, τα κουφέτα/ Καλύτερα να ‘ρθουν οι κολλητοί μας/ Μπιρίμπα να βαφτίσουν το παιδί μας».
Στα μπαλκόνια της Αθήνας δεν ακούω πια τόσο συχνά τσακωμούς για χαρτιά, κάποιοι λίγοι τολμηροί τολμούν να ξεμυτίσουν από το κλιματιστικό ακόμα και το βράδυ.
Η Λυδία έμαθε το παιχνίδι στα Γρεβενά, στο χωριό της, την Καλλονή, της έδειξε ο παππούς της και από τότε το θυμάται και δεν το αφήνει, «αν και στην Αθήνα δεν παίζουν τόσο πολλοί όσο στο χωριό, εκεί ξέρουμε όλοι, αν είσαι καλοκαίρι στο καφενείο και θέλεις να παίξεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεις παρέα». Μου λέει πως όταν παίζουν και μετράνε πόντους μπορεί και να γίνει κάποιος μικροτσακωμός, μια ένταση υπάρχει. Μέχρι να μου το πει αυτό δεν είχα διανοηθεί ότι μπορεί κάποιοι να παίζουν χωρίς πόντους, ποιο το νόημα; Η μπιρίμπα δεν έχει ώρα, αν είσαι διακοπές, η Λυδία θυμάται κάποτε να ξυπνάνε τα καλοκαίρια και να αρχίζουν να ανακατεύουν την τράπουλα.
Εμείς σε κάτι διακοπές στα Κουφονήσια που είχαμε κουραστεί από τον συνωστισμό στα σοκάκια τη βγάλαμε να παίζουμε μπιρίμπα κάτι πεντάωρα, από ένα σημείο και μετά είχαμε εθιστεί. Στα μπαλκόνια της Αθήνας δεν ακούω πια τόσο συχνά τσακωμούς για χαρτιά, κάποιοι λίγοι τολμηροί τολμούν να ξεμυτίσουν από το κλιματιστικό ακόμα και το βράδυ. Αλλά αν έχει ωραία βραδιά και κάθεσαι έξω με φίλους, ο ένας πίνει ξινόνερα, ο άλλος ροζέ κρασιά, ένας τρίτος αραιώνει μια σπιτική λεμονάδα και κάποιος βρει bugles καλαμποκιού στο περίπτερο όπως έρχεται, είναι από τα πιο χαλαρωτικά πράγματα που μπορώ να σκεφτώ καλοκαίρι στην πόλη, κι ας τσαντίζομαι όταν χάνω.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.