Διακοπές από την κόλαση

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Οι συντάκτες της LiFO θυμούνται τις χειρότερες διακοπές της ζωής τους. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO
0

Με κατσαβίδι κάτω απ’ το μαξιλάρι στη Σίκινο

Ήταν Ιούλιος του 2005, ήμουν 23 χρονών και ήμουν σε μια φάση που το μόνο που με ένοιαζε ήταν να εξερευνήσω όσο περισσότερα νησιά των Κυκλάδων μπορούσα, γιατί μπορεί στο μέλλον να γίνονταν απλησίαστα. Παρέα τσεκ, σκηνή τσεκ, sleeping bag τσεκ και έτοιμοι για island hopping, χωρίς ηλεκτρονικά εισιτήρια, χωρίς δωμάτια, το λεγόμενο «χύμα στο κύμα».

Μετά από ένα καταπληκτικό 20ήμερο με ελεύθερο στη Δονούσα, κάποιος είπε «πάμε Σίκινο; Έχω ακούσει για μια καλή καβάτζα». Μαζέψαμε πράγματα και βουρ στο λιμάνι. Το πλοιαράκι δεν σου γέμιζε το μάτι, αλλά τι μπορούσε να συμβεί αφού είχε τρελή άπνοια; Ομίχλη… δεν μπορούσες να δεις στα τρία μέτρα.

Σκεπτόμενος ότι φυσικά το πλοίο θα έχει υπερσύγχρονα συστήματα GPS, δεν αγχώθηκα, σε αντίθεση με δύο ξένους τουρίστες που σχεδόν προσεύχονταν έντρομοι σαν να φοβούνταν μήπως ξεπηδήσει ο Κθούλου από τα βάθη του Αιγαίου. Έτσι ήμουν κι εγώ πέντε λεπτά μετά, όταν είδα μια κυρία να βγαίνει από το δωμάτιο του καπετάνιου με μια ντουντούκα και να φωνάζει «πατήστε τις κόρνες στα μηχανάκια να δούμε πού είναι το λιμάνι».

«Το πρώτο βράδυ ο φίλος συν-κάμπερ έμεινε παραπάνω στη Χώρα του νησιού, ενώ εγώ γύρισα με την κοπέλα μου στην παραλία, ξαπλώσαμε και ακούγαμε ένα σούρσιμο στα χαλίκια, μετά έπιασε αέρας και οι θάμνοι μαστίγωναν με δύναμη τη σκηνή και συγχρόνως από μια τεράστια κολόνα της ΔΕΗ ακούγονταν συνέχεια μικρές εκρήξεις».

Με τα πολλά φτάσαμε και πήγαμε στο σημείο όπου στήσαμε τις σκηνές μας, την παραλία Διαλισκάρι. Ήμασταν τρία άτομα, εγώ με την τότε κοπέλα μου και ένας φίλος. Η παραλία ήταν λίγο απόκοσμη, με κάτι μεταλλικές κατεστραμμένες ομπρέλες κι έναν μοναχικό τύπο γύρω στα 45 που είχε στήσει σκηνή λίγο πιο πέρα από εμάς και μας κοίταζε περίεργα.

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Για να νιώσω ότι είχαμε κάποια προστασία, πήρα ένα κατσαβίδι που είχα στα είδη κάμπινγκ και το έβαλα κάτω από το μαξιλάρι. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Το πρώτο βράδυ ο φίλος συν-κάμπερ έμεινε παραπάνω στη Χώρα του νησιού, ενώ εγώ γύρισα με την κοπέλα μου στην παραλία, ξαπλώσαμε και ακούγαμε ένα σούρσιμο στα χαλίκια, μετά έπιασε αέρας και οι θάμνοι μαστίγωναν με δύναμη τη σκηνή και συγχρόνως από μια τεράστια κολόνα της ΔΕΗ ακούγονταν συνέχεια μικρές εκρήξεις.

Σκιάχτηκα από αυτόν τον νυχτερινό ορυμαγδό και συνέχεια σκεφτόμουν ότι ο μοναχικός κάμπερ ήταν πολύ ύποπτος και συνήθως αυτοί είναι που καταδιώκουν τους κάμπερ σε όλα τα αμερικανικά slasher films. Για να νιώσω ότι είχαμε κάποια προστασία, πήρα ένα κατσαβίδι που είχα στα είδη κάμπινγκ και το έβαλα κάτω από το μαξιλάρι. Δεν χρειάζεται να πω ότι δεν με πήρε ο ύπνος μέχρι το ξημέρωμα. Την επομένη τα μαζέψαμε και φύγαμε από το νησί.

— Γιώργος Τσαγκόζης

Η άφταστη Γαύδος

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Κάπου 2-3 τα ξημερώματα σκάσανε κάτι ξενομερίτες ψαράδες με καλάμια, οι οποίοι, με το που τα στήσανε, άρχισαν να μιλάνε μεγαλόφωνα μεταξύ τους χωρίς σταματημό. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Γαύδος ήταν ακόμα περισσότερο γνωστή (σε όσους δεν αγνοούσαν την ίδια την ύπαρξή της εννοώ, που δεν ήταν και λίγοι) ως πρώην τόπος εξορίας παρά ως η επιτομή των indie διακοπών. Όταν, λοιπόν, ξεκινούσαμε με τον κολλητό από Αθήνα για Κρήτη στα τέλη εκείνου του μακρινού Ιουλίου σχεδιάζαμε να πάμε καταρχάς εκεί ως άλλοι «μικροί εξερευνητές» με τις σκηνές, τους υπνόσακους, τις προμήθειες και τα όλα μας. Όμως οι οιωνοί δεν ήταν μαζί μας κι αυτό φάνηκε εξαρχής, όταν ανακαλύψαμε ότι είχαμε ξεχάσει τον άρτον ημών τον επιούσιον (όχι τον βιβλικό, τον άλλο).

Μετά από ένα ταλαίπωρο, φουρτουνιασμένο ταξίδι Πειραιά - Χανιά με το πλοίο της γραμμής και αφού φτάσαμε την επομένη σχεδόν άυπνοι με το λεωφορείο στην Παλαιοχώρα, πληροφορηθήκαμε ότι λόγω των αέρηδων θα έπρεπε να περιμένουμε πότε θα έφευγε δρομολόγιο για Γαύδο. Μείναμε χύμα σε μια παραλία το βράδυ, άγρια χαράματα μάς ξύπνησαν όχι και τόσο ευγενικά κάτι αστυνομικοί και αποφασίσαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας από Σφακιά.

Τα ίδια όμως κι εκεί· άλλη μια διανυκτέρευση στην αναμονή σε κάποια φαινομενικά έρημη παραλία όπου όμως ούτε εκεί καταφέραμε να κοιμηθούμε γιατί πάνω που κλείσαμε τα μάτια μας, κάπου 2-3 τα ξημερώματα σκάσανε κάτι ξενομερίτες ψαράδες με καλάμια, οι οποίοι, με το που τα στήσανε, άρχισαν να μιλάνε μεγαλόφωνα μεταξύ τους χωρίς σταματημό επί παντός επιστητού, εντελώς αδιάφοροι για τα δύο αποκαμωμένα τυπάκια εκεί παραδίπλα που χωμένα στους υπνόσακούς τους μάταια ικέτευαν τον Μορφέα να τους πάρει και να τους σηκώσει, αν όχι τους ίδιους τουλάχιστον τους αγενείς ψαράδες!

Περάσαμε άλλα δύο τσιτωμένα μερόνυχτα αναμονής στα Σφακιά, πιο ήρεμα αυτά τουλάχιστον, αν εξαιρέσουμε ότι κάπου χάσαμε κάτι λεφτά από τα λίγα που είχαμε, όμως ο Αίολος δεν εννοούσε να ηρεμήσει, εμείς δεν είχαμε άλλη υπομονή κι έτσι η Γαύδος έμεινε όνειρο απατηλό – θα περνούσε μια επταετία ώσπου να ξαναεπιχειρήσω αυτό το ταξίδι, επιτυχώς αυτήν τη φορά! Αλλά επειδή ουδέν κακόν αμιγές καλού, ίσως και το αντίστροφο, ανακαλύψαμε την παραλία της Αγίας Ρούμελης όπου και καταλύσαμε σε μια σπηλιά για το υπόλοιπο των διακοπών μας σε Νεάντερταλ mood.

— Θοδωρής Αντωνόπουλος

Στην πύρινη κόλαση της Εύβοιας

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Τα ξημερώματα η φωτιά καβάλησε την κορφή του βουνού και έτρωγε την πλαγιά με τα λιόδεντρα. Το πρωί οι περισσότεροι είχαν μαζέψει τα πράγματά τους και είχαν φύγει. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Το καλοκαίρι του 2021, αποφασίσαμε με τον Λουκά να κάνουμε διακοπές στη Λίμνη Ευβοίας, σε έναν αγροτουριστικό ξενώνα. Τις λαχταρούσαμε αυτές τις διακοπές μετά τις καραντίνες –είχαμε ξαναπάει εκεί–, αλλά η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται.

Όταν φτάσαμε, στις 2 Αυγούστου, το ηθικό μας κουρελιάστηκε: το δωμάτιο που μας είχαν κρατήσει ήταν χάλια και το Wi-Fi δεν έπιανε. Είπαμε «ας μη μας χαλάσει αυτό». Tην επόμενη μέρα, μετά το μεσημέρι έκανα έναν περίπατο στους ελαιώνες στην πλαγιά του βουνού. Όταν επέστρεψα άρχισε να μυρίζει κάτι καμένο. Δύο ώρες αργότερα, στις 6, είχε σκοτεινιάσει ο ουρανός από πυκνά σύννεφα καπνού. Οι ξενοδόχοι καθησύχασαν εμάς και τους υπόλοιπους ανήσυχους πελάτες ότι δεν κινδυνεύουμε.

Το βράδυ άρχισε να κοκκινίζει η κορφή του βουνού απέναντί μας. Μείναμε όλη τη νύχτα στην πισίνα, με το σκηνικό να γίνεται από ώρα σε ώρα τρομακτικό. Τα ξημερώματα η φωτιά καβάλησε την κορφή του βουνού και έτρωγε την πλαγιά με τα λιόδεντρα. Το πρωί οι περισσότεροι είχαν μαζέψει τα πράγματά τους και είχαν φύγει. Οι ξενοδόχοι προσπαθούσαν να μας πείσουν να μείνουμε, εμείς βλέπαμε βουνά τις πευκοβελόνες στον δρόμο και είπαμε «θα γίνει Κούγκι ο τόπος». Είχαν θυμώσει και λίγο που φεύγαμε και άδειαζαν μέσα στη σεζόν.

Όταν φύγαμε, περνώντας από τις Ροβιές –ήμασταν το τελευταίο αυτοκίνητο που πέρασε πριν κλείσει ο δρόμος–, είδαμε τους ανθρώπους με κουβάδες και λάστιχα να περιμένουν τη φωτιά στον δρόμο και βάλαμε τα κλάματα. Οι Ροβιές κάηκαν εντελώς, η φωτιά βγήκε μέχρι τη θάλασσα. Φτάσαμε στην Αιδηψό, σε ένα ξενοδοχείο, κλειστήκαμε στο δωμάτιο και βλέπαμε τις φωτιές.

Ο τόπος μύριζε καμένο, δεν ανασαίναμε. Ένα κίτρινο σύννεφο σκέπαζε τα πάντα. Το βράδυ βγήκαμε στην παραλία, εκεί όπου άραξε το φεριμπότ που έφερνε χίλιες ψυχές από τη Λίμνη και το Κοχύλι. Οι άνθρωποι ήταν απεγνωσμένοι, οι ηλικιωμένοι σε κρεβάτια να κοιτάζουν σαν χαμένοι, οικογένειες με μικρά παιδιά σε κατάσταση σοκ.

Είχαμε μπουκαλάκια νερό να τους δώσουμε, αλλά στεκόμασταν ακίνητοι, είχαμε πετρώσει, βλέπαμε έναν εφιάλτη, σαν ταινία. «Κλιματικοί πρόσφυγες», σαν να ψελλίσαμε, στην Εύβοια – πού να το φανταστούμε; Είχαμε ξεχάσει τις διακοπές, την επόμενη μέρα πήραμε το φέρι για Αρκίτσα. Πίσω μας μπήκε μια ομάδα πυροσβεστών από τη Φθιώτιδα – έσβηναν φωτιές για δυο εικοσιτετράωρα, εξαντλημένοι, μαύροι από τον καπνό. Κάθισε δίπλα μου ο ένας, τα μπράτσα του καψαλισμένα. Η Εύβοια πίσω μας τυλιγμένη σε πέπλο καταστροφής, παραδομένη στις φλόγες. Κάναμε κυριολεκτικά δύο μέρες διακοπές στην κόλαση. Ο τόπος που ξέραμε δεν υπήρχε πια.

— Αργυρώ Μποζώνη

«Σας αγαπώ, αλλά δεν θέλω να ξανακάνω διακοπές μαζί σας»

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Έπρεπε να ταξιδέψω επτά ολόκληρες ώρες για να καταλάβω ότι το πολύ το δράμα δεν μου πάει και ότι οι σχέσεις δεν το χρειάζονται. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Αυτό μας είπε η Χ., ενώ ήμασταν στριμωγμένοι σε ένα αυτοκίνητο και είχαμε μπροστά μας μια διαδρομή εικοσάλεπτη τουλάχιστον – τόσο είχε αγανακτήσει, και είχε δίκιο.

Ευτυχώς, εγώ με τη Χ. ξαναπήγαμε μαζί σε διάφορα μέρη, αλλά η υπόλοιπη σύνθεση δεν ξαναπροέκυψε. Ευτυχώς, γιατί όσο πράσινο και αν είναι το περιβάλλον τριγύρω, όσο και αν δεν παίζονται τα νερά στην Αντίσαμο, αν έχουν μαζευτεί τέσσερις-πέντε ισχυρογνώμονες και δυο-τρεις υπομονετικοί μακριά από την έδρα τους δεν βγαίνει: με δύο να τσακώνονται πάνω από μια κατσαρόλα για το πώς βράζουμε σωστά το ρύζι, με τον έναν να πίνει γάλα συγκεκριμένης εταιρείας και να κατσουφιάζει με αυτό που είχαμε επιλέξει, με τον άλλο που δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι δεν έχει εσπρέσο στο χωριό ή ότι για λίγη ώρα μπορεί να είχαμε διακοπή νερού, με εκείνον που είδε λίγες μπουρμπουλήθρες σε μια παραλία και έφυγε για να βρει άλλη, με το πανηγύρι που κανείς μας δεν ήθελε να πάει, αλλά για κάποιο λόγο τραβηχτήκαμε μέχρι εκεί και με μένα που έπρεπε να ταξιδέψω επτά ολόκληρες ώρες για να καταλάβω ότι το πολύ το δράμα δεν μου πάει και ότι οι σχέσεις δεν το χρειάζονται.

Τα συμπεράσματα από εκείνο το καλοκαίρι που κάποιοι (δυστυχώς) τσακώθηκαν για το τίποτα και κάποιοι (ευτυχώς) χώρισαν για πολλά μου έμαθε δύο πράγματα: ότι αν δεν τα βρίσκεις με κάποιους ανθρώπους στην Αθήνα, σίγουρα δεν θα τα βρεις μεσοπέλαγα, και ότι η ειλικρίνεια, σαν αυτή της Χ., είναι απαραίτητη για να πάμε παρακάτω, και για να μην ταξιδέψουμε ξανά με αυτούς που μπορεί να τους αγαπάμε, αλλά δεν τους συμπαθούμε στις διακοπές.

— Ζωή Παρασίδη

«Αν δεν ξέρεις πώς ισιώνει το τιμόνι, έχουμε πρόβλημα»

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Nομίζω πως σε αυτές τις διακοπές συνειδητοποίησα πως μπορείς να νιώσεις ενεργειακά drained και στη θάλασσα, που υποτίθεται πως «όλα τα στρώνει». Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Το χειρότερο με τις χειρότερες διακοπές μου ως τώρα είναι ότι θα μπορούσα να τις έχω γλιτώσει. Κι όμως, εγώ αγνόησα τη συμπαντική ευκαιρία που μου δόθηκε, χάνοντας αρχικά το πλοίο και, αποφασισμένη να προλάβω το επόμενο, με τις κυρίες στον γκισέ των εισιτηρίων να μου φωνάζουν να κάνω πιο γρήγορα γιατί «θα το χάσεις κι αυτό» και τον παρκαδόρο να με ενημερώνει με υπόνοια οίκτου και απροκάλυπτου σεξισμού πως «αν δεν ξέρεις πώς ισιώνει το τιμόνι, έχουμε πρόβλημα», έφτασα στην Άνδρο.

Από το κατάλυμα, που ήταν ένα από τα πιο τρομακτικά και βρόμικα σπίτια που έχω μείνει ποτέ (extra bonus στο όλο horror vibe η ύπαρξη υπογείου, σαν εκείνα στα οποία πάντα πεθαίνει, συνήθως πρώτος, κάποιος β’ ρόλος στις ταινίες τρόμου), μέχρι την περίοδο που μου ήρθε την πρώτη κιόλας μέρα στην παραλία, αναγκάζοντάς με να ψάχνω ταμπόν και παυσίπονα όταν όλο το νησί έπαιρνε το μεσημεριανό του power nap, ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε. Μέχρι και φωτιά έπιασε το νησί, με την εστία να είναι τόσο κοντά, που τη βλέπαμε από το μπαλκόνι.

Προφανώς και φτιάχναμε βαλίτσες «για καλό και για κακό», με το 112 να δίνει τον ρυθμό στο όλο αχρείαστο πακετάρισμα, γιατί δεν θέλει να χαλαρώνουμε – στην τσίτα μας θέλει. Όπως είναι λογικό, με τόσο κακό σερί, μίνι ασυνεννοησίες, αργοπορίες και μικροαποφάσεις οδήγησαν και σε γκρινίτσες και μουτράκια. Γενικώς, νομίζω πως σε αυτές τις διακοπές συνειδητοποίησα πως μπορείς να νιώσεις ενεργειακά drained και στη θάλασσα, που υποτίθεται πως «όλα τα στρώνει».

Επιστρέφοντας, όσο κι αν μισώ το να κλαίω πάνω από χυμένο γάλα, και ενώ έτρεχα πανικόβλητη στο γκαράζ του πλοίου αργοπορημένη, με τις πινακίδες μου να ανακοινώνονται στο μεγάφωνο (το έζησα και αυτό – ναι, τι;), σκεφτόμουν με απελπισία μέτριου βαθμού: αφού το έχασες το πλοίο, βρε κούκλα μου, γιατί δεν πήρες απλώς τον δρόμο της επιστροφής στην Αθήνα, απολαμβάνοντας αυτή την ενοχική ευφορία της ματαίωσης που μεταφράζεται σε χρόνο για να σκεφτείς πώς στην ευχή μπορείς να εξαργυρώσεις το δικαίωμά σου στην τεμπελιά;

— Βάνα Κράβαρη

Το καλοκαίρι που κατάλαβα ότι πρέπει να σταματήσω να είμαι τοξικός μαλάκας

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Eγώ μάλλον είμαι το πιο ακατάλληλο άτομο για την έννοια και τη φιλοσοφία του κάμπινγκ, δηλαδή κανονικά θα έπρεπε να μου απαγορεύουν την είσοδο σε όλα τα κάμπινγκ. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Η συνθήκη των ετήσιων καλοκαιρινών διακοπών είναι μια πάρα πολύ πιεστική συνθήκη που ανήκει στα «first world problems» όσων έχουν το προνόμιο να κάνουν ετήσιες καλοκαιρινές διακοπές και περιλαμβάνει πάμπολλες, συχνά αστάθμητες παραμέτρους, οι οποίες όταν δεν μπορούν να προβλεφθούν σωστά, μπορεί να προκαλέσουν νεύρα, γκρίνια, ακόμα και γενναίες δόσεις τοξικότητας.

Αρκετά χρόνια πριν, δεκαετία και βάλε, στο πρώτο καλοκαίρι της γνωριμίας μου με τον Γιώργο, θέλαμε να κάνουμε island hopping, αλλά για να μειώσουμε το μπάτζετ, η λύση φώναζε από μακριά: κάμπινγκ. Όμως εγώ μάλλον είμαι το πιο ακατάλληλο άτομο για την έννοια και τη φιλοσοφία του κάμπινγκ, δηλαδή κανονικά θα έπρεπε να μου απαγορεύουν την είσοδο σε όλα τα κάμπινγκ. Η γκρίνια από την πλευρά μου είχε ξεκινήσει από τις πρώτες ώρες, μια passive aggressive συμπεριφορά που εξελισσόταν εκθετικά, μαζί με άλλους παράγοντες που ντρέπομαι να περιγράψω και δεν θέλω ούτε να τους θυμάμαι.

Αν προσθέσεις και τη σχεδόν απόλυτη αδυναμία μου τότε να αντεπεξέλθω και να διαχειριστώ έκτακτες καταστάσεις και «κρίσεις» –δούλεψα πολύ με την ψυχραιμία μου όσο και με τη διαχείριση θυμού στην εξαετή ψυχανάλυση που έκανα τα χρόνια που ακολούθησαν–, η ανάφλεξη δεν άργησε να συμβεί. Στην Πάτμο, το νησί που κατά γενική ομολογία διαθέτει ένα από τα ωραιότερα οργανωμένα κάμπινγκ, σε μια παραλία της οποίας το όνομα έχω φυσικά ξεχάσει, ξέσπασε ο χειρότερος καβγάς μας. Χειρότερος σε διάρκεια, ένταση, φωνές…

Το νησί της Αποκάλυψης μου αποκάλυψε ότι πρέπει να σταματήσω να είμαι τοξικός μαλάκας όχι μόνο στις διακοπές αλλά και καθημερινά, και ότι ειδικά στις διακοπές οφείλω, αν αποφασίσω να πάω κάπου, να κάνω relate και να προσαρμόζομαι στη συνθήκη, αλλιώς να κάθομαι σπίτι μου. Γιατί διακοπές δεν κάνω μόνο εγώ, κάνουν και οι άνθρωποι που έχω γύρω μου. Το υπέστην τα επόμενα χρόνια, το είδα να συμβαίνει από πρόσωπα του ευρύτερου κύκλου μου – και ως γνωστόν, όταν κάτι το λούζεσαι, το καταλαβαίνεις και απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη. Στην Πάτμο, πάντως, δεν θέλω να ξαναπατήσω.

— Αλέξανδρος Διακοσάββας

Φοιτητική μιζέρια στη Νάξο

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Εκείνο το βράδυ, που ανά στιγμές είχα απώλεια συνείδησης και έβλεπα εφιάλτες χωρίς να κοιμάμαι, ήταν η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Ήταν το μακρινό 1999, όταν ήμουν ακόμα φοιτήτρια και ακόμα στην ηλικία που είχα από αυτές τις παρέες των 15 ατόμων που πηγαίναμε παντού όλοι μαζί σαν τα κοπάδια. Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, μια συμφοιτήτρια μάς κάλεσε στο εξοχικό της στη Νάξο.

Το σπίτι ήταν κοντά στον Άγιο Προκόπιο, αν θυμάμαι σωστά, τις ωραίες εποχές που δεν είχε ούτε ξαπλώστρες, ούτε ομπρέλες, ούτε χαμό. Ευρύχωρο και άνετο το σπίτι, βολευτήκαμε όλοι. Ήμασταν όμως πιτσιρίκια και θέλαμε κέφι και η Νάξος δεν ήταν τέτοιο νησί. Ήταν γεμάτο οικογένειες και ζευγαράκια που ρομαντζάρανε κι εμείς θέλαμε clubbing.

Ταυτοχρόνως, η κοπέλα που μας φιλοξενούσε είχε καλέσει και κάνα-δυο άλλες φίλες της που ήταν υπερβολικά αντιπαθητικές και γενικώς το κλίμα δεν ήταν καλό. Είχαμε ξενερώσει τη ζωή μας, αλλά, αφού ήμασταν παρέα, πιστεύαμε πως θα περάσουμε καλά ούτως ή άλλως. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε αυτό που θα ακολουθούσε.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε τη δεύτερη μέρα που ήμασταν εκεί όταν η –όχι για πολύ ακόμα– φίλη μας μας ανακοίνωσε πως τελικά θα έρχονταν οι γονείς της στο νησί και έπρεπε να φύγουμε όλοι· μας έδιωξε επί τόπου, όχι την επόμενη μέρα. Μαζέψαμε τα πράγματά μας σαν παλαβοί και μπήκαμε στο πρώτο καράβι για Πειραιά. Επικά αποτυχημένες διακοπές!

Χάρη σε αυτή την εμπειρία απεχθανόμουν τη Νάξο και απέτρεπα όποιον ήξερα να την επισκεφθεί. Όταν μετά από δεκαπέντε χρόνια αποφάσισα να της δώσω μια δεύτερη ευκαιρία, μπήκε αμέσως στο top3 των αγαπημένων μου νησιών.

— Νινέττα Γιακιντζή

Στα υψόμετρα των Άνδεων, διαλυμένος απ’ το σορότσε

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Εκείνο το βράδυ, που ανά στιγμές είχα απώλεια συνείδησης και έβλεπα εφιάλτες χωρίς να κοιμάμαι, ήταν η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Το νυχτερινό λεωφορείο από τις ακτές του Ειρηνικού μέχρι τα 6.369 μέτρα του όρους Χουαντσάν ήταν εφιαλτικό, γιατί όσο ανεβαίνεις σε υψόμετρο τόσο πιο δύσκολη γίνεται η αναπνοή, σε πιάνει πονοκέφαλος και τα πάντα μέσα σου υπολειτουργούν (επίσης, λόγω μεγάλης πίεσης δεν μπορείς να κατουρήσεις, αν δεν το ξέρεις όταν πας στην τουαλέτα, σε πιάνει πανικός). Το ξημέρωμα μας βρήκε στη Χουαράζ, σχεδόν διαλυμένους, με πυρετό και διάρροια (η διαφορά θερμοκρασίας στο ταξίδι ήταν εξωφρενική, αφήσαμε την παραλία με 30°C και φτάσαμε στη Χουαράζ, που είχε 5, παγωμένοι, γιατί τα μπουφάν ήταν στη βαλίτσα, στις αποσκευές, και το λεωφορείο δεν έκανε καμία στάση).

Τέλος πάντων, στα υψόμετρα τα εκθαμβωτικά τοπία μας έκαναν να αγνοήσουμε την ταλαιπωρία, αν και η διάρροια και ο πονοκέφαλος συνεχίστηκαν μέχρι που φτάσαμε στο Κούσκο, στα 3.400 μέτρα, οπότε, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε χωρίς άλλες παρενέργειες, η συμβουλή ήταν αδράνεια, ξεκούραση και ελαφρύ φαγητό μέχρι να προσαρμοστεί το σώμα στα υψόμετρα. Το επόμενο πρωί είχαμε το ταξίδι Μοράι για το γεύμα στο Mil, το οποίο δεν θα το έχανα ούτε σε φορείο (αυτό έλεγα).

Ξεκινήσαμε χαράματα διασχίζοντας τις κοιλάδες των Άνδεων με γουρούνες κι όταν φτάσαμε στο εστιατόριο αισθανόμουν μια χαρά, ίσως από την αδρεναλίνη αλλά και απ’ όσα βότανα και μαντζούνια μού έδινε ο Σέργιο (ο συνοδός μας) σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Αφού φάγαμε το πλήρες γεύμα (γύρω στα 15 πιάτα συν τα ποτά-προϊόντα ζύμωσης που τα συνόδευαν), ήπιαμε καφέ και επισκεφτήκαμε και ένα εργαστήριο σοκολάτας όπου μας κέρασαν σοκολατάκια-δηλητήριο (με περιεκτικότητα σε κακάο 100%), γυρίσαμε στο Κούσκο όπου κατέρρευσα. Πρέπει να ακούς τις συμβουλές των ντόπιων·που σου λένε να είσαι χαλαρός και να τρως ελαφρά· εκεί που πίστευα ότι είχα ξεπεράσει το σορότσε, ξεκίνησε ένας φρικτός πονοκέφαλος, η πίεσή μου ανέβηκε στο 18 και το οξυγόνο έπεσε στο 64%.

Ευτυχώς που η κοπέλα του Σέργιο ήταν γιατρός και ήρθε με οξυγόνο και χάπια και ξενύχτησε δίπλα μου μέχρι να έρθει η ώρα να πάρουμε το αεροπλάνο για τη Λίμα. Εκείνο το βράδυ, που ανά στιγμές είχα απώλεια συνείδησης και έβλεπα εφιάλτες χωρίς να κοιμάμαι, ήταν η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου. Είχα πιστέψει ότι δεν θα κατάφερνα να ξημερωθώ ζωντανός.     

— M. Hulot

Στη Γαλλία με δεξιοτίμονο αυτοκίνητο; Μην κάνεις ποτέ αυτό το λάθος!

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Στον έλεγχο της Μάγχης κάποιοι «φουσκωτοί» από τις γαλλικές αρχές μας ρωτούσαν συνεχώς λεπτομέρειες για το ταξίδι μας. Οι απαντήσεις μας μάλλον δεν τους άρεσαν και μας οδήγησαν σε έναν κλειστοφοβικό χώρο όπου μας ζήτησαν να βγάλουμε τα ρούχα μας και έψαξαν μέχρι και τις σόλες των παπουτσιών μας. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

«Μήπως να περνούσαμε από το Παρίσι;» Η επιθυμία μου να επισκεφθώ την Πόλη του Φωτός έμελλε να αποβεί μοιραία σε ένα αξέχαστο eurotrip που είχαμε οργανώσει το καλοκαίρι του 2011. Το αρχικό σχέδιο ήταν ότι θα ξεκινούσαμε από το Γκοντάλμινγκ, το οποίο απέχει μισή ώρα από το Λονδίνο, και θα πηγαίναμε οδικώς μέχρι το Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Όμως μια σύντομη παράκαμψη από τη γαλλική πρωτεύουσα θα μετέτρεπε τις διακοπές μας σ’ ένα διαρκές ευτράπελο.

Λίγο πριν από το ξημέρωμα διασχίσαμε τη σήραγγα της Μάγχης με ενδιάμεσο στάση το κέντρο του Παρισιού. Αφού είδαμε εν τάχει τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης, κατά το μεσημέρι φύγαμε για Ολλανδία. Δεν είχαμε υπολογίσει, όμως, έναν αστάθμητο παράγοντα. Ακολουθώντας τον βασικό αυτοκινητόδρομο, βρεθήκαμε εξαιτίας ενός λάθους του GPS σε μία από τις πιο επικίνδυνες περιοχές των γαλλικών προαστίων. Για κακή μας τύχη πέσαμε σε διαδήλωση Κονγκολέζων και αναγκαστικά οδηγούσαμε με χαμηλή ταχύτητα. Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο δεν άντεξε μετά τα αμέτρητα χιλιόμετρα που είχαμε κάνει ήδη, με αποτέλεσμα να δούμε να βγαίνουν καπνοί από τη μηχανή.

Το μαρτύριο ξεκίνησε όταν ξαφνικά νιώσαμε σαν κομπάρσοι στο Μίσος, την ταινία του Ματιέ Κασοβίτς. Χωρίς υπερβολή, είχαμε ξεμείνει σε ένα από τα σκληρά γκέτο του Παρισιού, όπου κυριαρχούν η παραβατικότητα, οι συμμορίες και η βία. Ο φόβος μάς είχε καταβάλει. Αβοήθητοι, μόνοι και κυρίως χωρίς να υπάρχει κανείς που να μιλάει αγγλικά. Ευτυχώς, ανακαλύψαμε ένα συνεργείο όπου ο μηχανικός ήταν Έλληνας.

Ωστόσο, επειδή ήταν Σάββατο, μας είπε ότι έπρεπε να επιστρέψουμε τη Δευτέρα. Επειδή δεν θέλαμε να χάσουμε το υπόλοιπο του ταξιδιού, επιλέξαμε να νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο ώστε να συνεχίσουμε προς Ρότερνταμ. Αυτό μπορούσαμε να το κάνουμε στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκολ. Η εταιρεία ενοικίασης έκλεινε στις δέκα το βράδυ. Φτάσαμε εκεί όταν κατέβαζαν τα ρολά. Αφού χιλιοπαρακαλέσαμε, τελικά μας έδωσαν το αυτοκίνητο. Στον δρόμο για την Ολλανδία κάποιοι φίλοι δοκίμασαν μαριχουάνα σε coffee shop, ενώ φεύγοντας πήραν μαζί και κάποιες μικροποσότητες.

Δευτέρα πρωί ήμασταν πάλι στη Γαλλία. Πήραμε το αυτοκίνητο και συνεχίσαμε για το Λονδίνο. Ενστικτωδώς αποφάσισα να πετάξω από το παράθυρο τις ποσότητες της μαριχουάνας και αυτό, όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα, ήταν μια σοφή κίνηση.

Στον έλεγχο της Μάγχης κάποιοι «φουσκωτοί» από τις γαλλικές αρχές μας ρωτούσαν συνεχώς λεπτομέρειες για το ταξίδι μας. Οι απαντήσεις μας μάλλον δεν τους άρεσαν και μας οδήγησαν σε έναν κλειστοφοβικό χώρο όπου μας ζήτησαν να βγάλουμε τα ρούχα μας και έψαξαν μέχρι και τις σόλες των παπουτσιών μας.

Παρά τις αντιδράσεις μας, δεν πτοήθηκαν. Αφού έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο μέχρι και στα σουβενίρ που είχαμε μαζί μας, μας άφησαν, μετά από ώρες ταλαιπωρίας, να φύγουμε. Όταν εξιστορήσαμε στο βρετανικό φυλάκιο τι είχε συμβεί, μας εξήγησαν ποιο ήταν το πρόβλημα: «Το λάθος σας ήταν ότι πήγατε στη Γαλλία με δεξιοτίμονο όχημα». Επιστρέφοντας στην Αγγλία, όλοι με έβριζαν για τη φαεινή ιδέα να πάμε από το Παρίσι, αλλά με ευχαρίστησαν που είχα ξεφορτωθεί την κάνναβη. Όλοι συμφωνήσαμε στο εξής: «Ποτέ ξανά στο Παρίσι με δεξιοτίμονο αμάξι». Μπορεί να ήταν οι χειρότερες διακοπές, αλλά σίγουρα δεν τις ξεχάσαμε ποτέ.   

— Γιάννης Πανταζόπουλος

Απόδραση από την κόλαση του Άσαντ

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Να επέστρεφα αμέσως πίσω ή να περνούσα μια τελευταία βραδιά στο αγαπημένο μου Baron στο Χαλέπι, που ήταν τρεις ώρες δρόμο μακριά; Στάθηκα στο κέντρο μιας πλατείας. Ένιωθα ότι με κατασκόπευαν. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Είχα κλείσει εισιτήριο για Βηρυτό, τέλη Αυγούστου του 2007, όταν πληροφορήθηκα από καλό φίλο και σπουδαίο αθλητή ότι θα βρισκόταν στη Λατάκια για αγώνες. «Σούπερ, θα έρθω να σας βρω!» είπα και το εννοούσα. Μετά από μία εβδομάδα στον Λίβανο, πήρα ταξί για το διάσημο θέρετρο. Όταν έφτασα διαπίστωσα ότι εν τέλει κανένας Έλληνας αθλητής δεν θα συμμετείχε – δεν έμαθα ποτέ τον λόγο. Είχα πάρει βίζα ως επιχειρηματίας, καθώς σε δημοσιογράφους δεν έδινε το Προξενείο της Συρίας, ωστόσο αφελέστατα ζήτησα διαπίστευση ως ανταποκριτής ελληνικού εντύπου. Οι μέρες που ακολούθησαν εξελίχθηκαν σε εφιάλτη.

Ολομόναχος σε μια καυτή και μάλλον άσχημη πόλη με βρόμικες παραλίες παρακολουθούσα αγώνες και φωτογράφιζα, ενώ οι εθελοντές με τους οποίους είχα αναπτύξει φιλίες με έπαιρναν στην άκρη και μου έλεγαν όλο νόημα: «Be careful». Γιατί μου το έλεγαν δεν ήξερα. Επισκεπτόμουν τη χώρα τους με αγάπη. Υπ’ όψιν ότι στον πόλεμο που ξέσπασε η Λατάκια εξακολούθησε να ζει στους δικούς της τουριστικούς ρυθμούς.

Το τρίτο βράδυ ένας κατάξανθος εθελοντής που μιλούσε τέλεια αγγλικά θέλησε να με συνοδεύσει μέχρι το ξενοδοχείο. Άρχισε να με σφυροκοπάει με ερωτήσεις: «Τι γνώμη είχα για τη δημοκρατία;», «Είναι καλό που στη δημοκρατία όλα γίνονται αποδεκτά;», «Τι γνώμη έχεις για την ομοφυλοφιλία; Για τους γκέι γάμους;».

Νόμιζα ότι περνούσα ανάκριση, απαντούσα διπλωματικά. Την επομένη το πρωί αποφάσισα να φύγω. Έπρεπε να βρίσκομαι στο αεροδρόμιο της Βηρυτού τα ξημερώματα της μεθεπομένης. Να επέστρεφα αμέσως πίσω ή να περνούσα μια τελευταία βραδιά στο αγαπημένο μου Baron στο Χαλέπι, που ήταν τρεις ώρες δρόμο μακριά; Στάθηκα στο κέντρο μιας πλατείας. Ένιωθα ότι με κατασκόπευαν. Κοίταξα γύρω, οι γιγαντοαφίσες του Άσαντ επόπτευαν τα πάντα, σκέφτηκα: «Ας κάνω μια τελευταία ταρζανιά και ας πάω μέχρι το Χαλέπι. Φοβάμαι ότι θα είναι η τελευταία φορά. Ίσως και να μην το ξαναδώ». Έμεινα στο Baron για μια βραδιά, η σκέψη μου αποδείχτηκε προφητική.

— Χρήστος Παρίδης

Η τυραννία του αυγουστιάτικου Covid

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Περάσαμε επτά μέρες κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο κάνοντας άπειρα τεστ κάθε μέρα, αυτός για να δει αν του πέρασε, εγώ για να σιγουρευτώ πως δεν κόλλησα. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Με το που προσγειωθήκαμε στην Κρήτη το κατάλαβα. Υπήρξαν κάτι νύξεις για πονόλαιμο, ακούστηκε ένα «μήπως έχω δέκατα», μην τα πολυλέμε, μέχρι το βράδυ ο σύντροφός μου είχε Covid. Περάσαμε επτά μέρες κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο κάνοντας άπειρα τεστ κάθε μέρα, αυτός για να δει αν του πέρασε, εγώ για να σιγουρευτώ πως δεν κόλλησα, αφού αφελώς πίστευα ότι, κρατώντας αποστάσεις (σε ένα δωμάτιο, λολ), θα κατάφερνα να τη γλιτώσω. Την έβδομη μέρα αυτός γιατρεύτηκε και κόλλησα εγώ, με χειρότερα, πολύ χειρότερα συμπτώματα, από αυτά που ποιον, εμένα, δεν θα του επέτρεπαν να φάει ή να πιει οτιδήποτε για τις επόμενες έξι μέρες.

Έγινα ο πιο δύστροπος άνθρωπος του κόσμου εννοείται, βλαστημούσα την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισα να πάω διακοπές και δεν έμεινα σπίτι να μπορώ τουλάχιστον να υπομένω την αρρώστια μου στον καναπέ μου, χωρίς να πρέπει να κρύβομαι σαν λεπρός από τους υπόλοιπους.

Εννοείται πως δεν διάβαζα, δεν έκανα τίποτα που θα μου έκανε καλό, χάζευα το ταβάνι του δωματίου, είδα ό,τι χειρότερο μπορούσα να δω στο λάπτοπ και ζήλευα και τον αέρα που ανέπνεαν όλοι οι ελεύθεροι και υγιείς άνθρωποι της γης. Την έκτη μέρα πήγαμε σε μια ταβέρνα κυρίως μπας και βγούμε από τη μιζέρια μας.

Κράτησε δώδεκα λεπτά μετρημένα η επίσκεψη, αφού εγώ δεν άντεχα ούτε να βλέπω ούτε να μυρίζω τις φαγητάρες που άλλοτε θα ροκάνιζα με απόλαυση. Με θυμάμαι απλώς να κόβω μια τηγανητή πατάτα στα έξι και να τη μασουλάω ανόρεχτα μέχρι να περάσει λίγο η ώρα. Και πέρασε, και πήγαμε πίσω στη φυλακή μας, πιο μίζεροι από ποτέ. Το άλλο πρωί πεινούσα. Έφαγα ένα τοστ και πήγα να κάνω τεστ. Όλα καλά και αρνητικά, αλλά οι διακοπές τελείωναν εκείνο το απόγευμα. Στο σπίτι μου το βράδυ, στο μπαλκόνι, μέσα στην άδεια Αθήνα, χαλάρωσα για πρώτη φορά εκείνο τον Αύγουστο. Ελπίζω φέτος να είμαστε οk.

— Μιχάλης Μιχαήλ

Συνέχισε να λες: «αύριο θα ξημερώσει μια καινούργια μέρα»

Διακοπές από την κόλαση Facebook Twitter
Tον Δεκαπενταύγουστο αναγκάστηκα να τον περάσω σε σπίτι φίλων της οικογένειας που με φιλοξενούσε, όπου το γιορτινό τραπέζι εξελίχθηκε σε ένα αυτοσχέδιο γλέντι που δεν έλεγε να τελειώσει. Εικονογράφηση: bianka/ LIFO

Οι διακοπές δεν πετυχαίνουν πάντα, ακόμα και όταν ξεκινάνε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, με παρέα δοκιμασμένη, στο οικογενειακό σπίτι φίλης και προορισμό τη Φολέγανδρο, που ήθελα καιρό να πάω. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι ο διαθέσιμος χώρος ήταν μικρός, εξάλλου στις διακοπές τον περισσότερο χρόνο τον περνάς εκτός. Πρόβλημα δεν ήταν ούτε και το ότι στην παρέα προστέθηκε μια φίλη σχετικά απροειδοποίητα, καλή διάθεση αν υπάρχει, χίλιοι καλοί χωράνε ‒ και το πιστεύω. Το πρόβλημα άρχισε να δημιουργείται όταν αυτή η συμπαθής και πρόσχαρη όπως τη γνώριζα κοπέλα ήταν σε εμφανώς κακή διάθεση που τις περισσότερες φορές δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει, γεγονός που δημιουργούσε μια αμήχανη στην καλύτερη, μίζερη στη χειρότερη κατάσταση.

Και πες ότι κι αυτό μπορείς να το παρακάμψεις σαν άλλη Πολυάννα ή και Σκάρλετ Ο’Χάρα ακόμα: ας παίξουμε το «παιχνίδι της χαράς», ας πούμε ότι «αύριο θα ξημερώσει μια καινούργια μέρα». Ήδη ήταν πολλή η προσπάθεια για περίοδο που θες να χαλαρώσεις και να φορτίσεις μπαταρίες, αλλά, εντάξει, δεν ήταν και το τέλος του κόσμου.

Αυτό που δεν μπόρεσα να παρακάμψω όμως ήταν ότι τον Δεκαπενταύγουστο αναγκάστηκα να τον περάσω σε σπίτι φίλων της οικογένειας που με φιλοξενούσε, όπου το γιορτινό τραπέζι εξελίχθηκε σε ένα αυτοσχέδιο γλέντι που δεν έλεγε να τελειώσει.

Θέμα πρώτο: το σπίτι ήταν ασυνήθιστα βρόμικο, και όσοι το ήξεραν απλώς το ανέφεραν ως κάτι φυσικό, κάνοντας πλάκα, όσοι δεν το ξέραμε, κοιταζόμασταν με αμηχανία ή σκουπίζαμε με τρόπο την καρέκλα για να καθίσουμε. Θέμα δεύτερο: η μουσική υπόκρουση ήταν ένα είδος που δεν ακούω καθόλου, σε ένταση αντάξια της ημέρας. Θέμα τρίτο και κυριότερο: δεν είχα το δικαίωμα της επιλογής, που για μένα γενικά είναι βασικό, και όχι μόνο επειδή γιόρταζα.

Κάπου εκεί η προσπάθεια να περάσω καλά σταμάτησε ‒ την επομένη θα έφευγα άλλωστε. Επέστρεψα στην Αθήνα με ένα βάρος, φοβόμουν τη στιγμή που θα με ρωτούσε κάποιος αν πέρασα καλά ‒ συνήθως όλοι περνάνε «σούπερ» στις διακοπές. Σε φίλο που με ρώτησε τελικά απάντησα αυθόρμητα «όχι» ‒ «ούτε εγώ» είπε κι εκείνος. Γελάσαμε, ευχηθήκαμε ταυτόχρονα «του χρόνου καλύτερα» και παραγγείλαμε από ένα ποτό.

— Μαρία Δρουκοπούλου

Ταξίδια
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ζεν και παράνοια στις εσχατιές του Αυγούστου

Daily / Ζεν και παράνοια στις εσχατιές του Αυγούστου

Δύσκολος ο Αύγουστος ακόμα και στον παράδεισο, μπορεί όμως τουλάχιστον να αναζητήσει κανείς το αλλόκοτο, το ιδιότυπο, το παράδοξο, το λοξό σε κάθε νησί. Το γνήσιο και το αυθεντικό είναι για άλλες εποχές και για άλλες περιστάσεις.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στον Σίβα της Κρήτης βρίσκεται ένα από τα πιο ιδιαίτερα καφενεία της Ελλάδας

Ταξίδια / Στον Σίβα της Κρήτης βρίσκεται ένα από τα πιο ιδιαίτερα καφενεία της Ελλάδας

Στο προπολεμικό στέκι του Κώστα Αργυράκη, στην πεδιάδα της Μεσαράς, θα συζητήσεις για τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη και θα θαυμάσεις έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.   
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δεμάτι Ζαγορίου

Γειτονιές της Ελλάδας / «Σκοπός μας είναι να κάνουμε το Δεμάτι Ζαγορίου να ξαναπάρει ζωή»

Ο Αντώνης Αρβανίτης και η σύντροφός του Χριστίνα Παπακυρίτση περνούν πλέον μεγάλα διαστήματα σε ένα χωριό της Πίνδου που έχει μόλις άλλους 4 μόνιμους κατοίκους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Κομοτηνή Αγγελική Δράκου

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η Κομοτηνή δεν έχει τη θάλασσα στα πόδια της, έχει όμως φανταστικούς ουρανούς»

Αν και δεν φανταζόταν πως θα μπορούσε να ζήσει μόνιμα στην πόλη που γνώρισε ως φοιτήτρια, η Αγγελική Δράκου επέστρεψε ως ερωτική μετανάστρια σε αυτήν, ασχολείται με τα βιολογικά βότανα και νιώθει πιο «Κομοτηναία από τους Κομοτηναίους».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Οινοχώρι Φωκίδας

Γειτονιές της Ελλάδας / Από την Ελληνορώσων στο Οινοχώρι: Η Βασιλική και ο Φώτης μετακόμισαν σε ένα χωριό εννέα μόνιμων κατοίκων

Δύο ορειβάτες, που δεν έχουν καμία σχέση με τη Φωκίδα, αποφάσισαν να αφήσουν τη θέα της μποτιλιαρισμένης Μεσογείων γι' αυτή της Γκιώνας και να ανανεώσουν τον παρατημένο δημοτικό ξενώνα ενός τόπου ξεχασμένου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
ΕΠΕΞ Η Αρσινόη είχε και στο χωριό της Τίσερτς

Γειτονιές της Ελλάδας / «Άι σαπέρα/ Θα παρ' τα βνα»: Η Αρσινόη έκανε brand την ντοπιολαλιά της Ηπείρου

Κατάγεται από ένα χωριό του Ζαγορίου που έχει πια μόλις τέσσερις μόνιμους κατοίκους και μέσα από το project της «Τίσερτς, είχαμε και στο χωριό μας» συστήνει τον τόπο της και θέλει να κάνει παράσημο τη λέξη «χωριατάκι».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Moyenne

Ταξίδια / Ο φυγάς που μετετρέψε ένα ερημικό νησί σε παραδείσιο οικολογικό καταφύγιο

Στα 37 του ο Βρετανός Brendon Grimshaw κατάλαβε ότι η δουλειά του ως συντάκτης σε εφημερίδες της Ανατολικής Αφρικής δεν είχε μέλλον, παραιτήθηκε και αγόρασε ένα ερημικό νησί που σήμερα αποτελεί μια υπενθύμιση του πώς ήταν οι Σεϋχέλλες πριν από την άφιξη του τουρισμού.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οι Ικαριώτες έχουν τους δικούς τους χρόνους, αλλά είναι ικανοί και πολυάσχολοι»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Οι Ικαριώτες έχουν τους δικούς τους χρόνους, αλλά είναι ικανοί και πολυάσχολοι»

Ερωτική μετανάστρια στο νησί, η Ελένη Λογοθέτη απόφασισε να αλλάξει τη ζωή της και να μετακομίσει στην Ικαρία γιατί πιστεύει πως «ίσως οι μόνοι άνθρωποι που ζουν τη ζωή που φαντάζονται είναι εκείνοι που ρισκάρουν».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Μιχάλης Γιαχαλής – Καλλιόπη Παυλοπούλου

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η φάση είναι Mountains»: Ο Μιχάλης και η Καλλιόπη άφησαν την Αθήνα για τα βουνά της Πελοποννήσου

Ο Μιχάλης Γιαχαλής και η Καλλιόπη Παυλοπούλου έχουν πια τη δική τους πεζοπορική ομάδα, κατασκηνώνουν σε μέρη με πεντακάθαρο ουρανό ή βρίσκονται σε απρόσμενα πανηγύρια με άλογα να βολτάρουν στον δρόμο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ