Ο Σίβας βρίσκεται στη νοτιοδυτική άκρη της πεδιάδας της Μεσαράς. Είναι ένα μικρό γραφικό χωριό, που απέχει ελάχιστα από τα πολύβουα και τουριστικά Μάταλα. Αφήνω πίσω μου την πανέμορφη παραλία Κομμός και οδηγώ με κατεύθυνση προς το Ηράκλειο. Σε λίγα χιλιόμετρα βλέπω την πινακίδα για το χωριό Σίβας. Καθώς μπαίνω στον οικισμό, ο δρόμος στενεύει, ενώ τα ίχνη της μινωικής ιστορίας είναι παντού εμφανή. Το βλέμμα μου κεντρίζουν τα παλιά σπίτια και μνημεία, τα οποία έχουν διατηρηθεί στο πέρασμα των αιώνων, αλλά και η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει η πλατεία, εκατέρωθεν της οποίας υπάρχουν μερικά ταβερνάκια και μπακάλικα. Όπως θα μου πουν οι κάτοικοι, το χωριό είναι γενέτειρα του Αγίου Ιωάννη του Ξένου ή Άγιου Κυρ Γιάννη, ο οποίος εργάστηκε για την αναζωπύρωση της Ορθοδοξίας στην Κρήτη, μετά την απελευθέρωσή της από τους Σαρακηνούς το 961, ενώ θα μου επισημάνουν ότι το χωριό αναφέρεται και σε έγγραφο του 1271.
Ο παραδοσιακός και προστατευόμενος οικισμός φημίζεται όμως και για έναν άλλο λόγο, αφού εκεί υπάρχει ένα απ’ τα πιο ιδιαίτερα και ξεχωριστά καφενεία της Ελλάδας, ένας αυθεντικός καφενές που παραμένει αναλλοίωτος στο πέρασμα του χρόνου. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του, Κώστας Αργυράκης, έχει φροντίσει όχι μόνο να εξασφαλίσει την αδιάκοπη λειτουργία του αλλά και να αφήσει το δικό του αποτύπωμα ως προς τη διακόσμησή του. «Τι καφέ θα θέλατε;», με ρωτά και δεν σκέφτηκα τίποτα άλλο πέρα από το να παραγγείλω έναν ελληνικό γλυκό.
Το καφενείο του κ. Κώστα στον Σίβα Μεσαράς σου προσφέρει ένα μοναδικό ταξίδι στον χρόνο, στις λησμονημένες ιεροτελεστίες της καθημερινότητας και κουβαλά μια μακρόχρονη λαϊκή παράδοση.
Όση ώρα ψήνει τον καφέ στο μπρίκι, περιηγούμαι στο εσωτερικό του καφενείου. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι θρησκευτικές εικόνες, οικογενειακά κειμήλια, χαρτιά και σελίδες που περιέχουν παροιμίες, γνωμικά και μαντινάδες, φωτογραφίες από παλαιότερα ξενύχτια και επικές συναντήσεις, ενώ η παλιά στόφα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ξύλινες καρέκλες στέκει εκεί θυμίζοντας άλλες εποχές. Σε περίοπτη θέση ένα παλιό ραδιόφωνο, το οποίο χρησίμευε όταν οι κάτοικοι μαζεύονταν για να ακούσουν τα νέα, ένα ρετρό ψυγείο, κορνίζες με γνωστούς πολιτικούς αλλά και μικροαντικείμενα που συνθέτουν τη φιλοσοφία ζωής του σημερινού ιδιοκτήτη. Απ’ τα πρώτα λεπτά νιώθεις λες κι έχεις επισκεφθεί ένα μουσείο λαογραφίας. Κάθε γωνιά αποτελεί και μια ανάμνηση. Κανένα σημείο δεν έχει αφήσει κενό ο κ. Κώστας, δίνοντας αμέσως στον επισκέπτη την εντύπωση ότι οι ιστορίες που συνοδεύουν το καφενείο είναι αμέτρητες.
«Το καφενείο είναι χώρος επικοινωνίας, έκφρασης, ονειροπόλησης και χαλάρωσης», επισημαίνω στην κουβέντα μας και ο ίδιος, αφού μου φέρνει τον καφέ, απαντά με ύφος έντονης απογοήτευσης: «Αν δεν δοθεί η δέουσα σημασία από τους ιθύνοντες ώστε να διασωθούν τέτοιου είδους καφενεία, είναι βέβαιο ότι θα χαθούν. Γύρω σας μπορείτε να δείτε αρκετές καφετέριες, οι οποίες ξεφυτρώνουν συνεχώς, παραδοσιακά καφενεία έχουμε όμως ελάχιστα. Επίσης, σε ένα καφενείο γνωρίζεις τους πάντες και τις συνήθειές τους. Στις καφετέριες όλα είναι απρόσωπα. Στις μέρες μας δεν υπάρχει παράδοση, ούτε μνήμη. Εκλείπουν τα πνευματικά σημεία αναφοράς. Φυσικά, πολλές φορές αναρωτιέμαι, τι θα γίνει μετά από μένα; Ποιος νέος θα έρθει να αναλάβει καφενέδες σαν αυτόν στην εποχή αυτή;».
Αναντίρρητα, πρόκειται για έναν ξεχωριστό τόπο συνάντησης και ανταλλαγής απόψεων για ντόπιους και επισκέπτες. Ο κ. Κώστας δημιουργεί καθημερινά εξαιρετικούς μεζέδες αλλά και το λικέρ λιμονίλα, μια παραλλαγή του λιμοντσέλο που έμαθε στα χρόνια που κατοικούσε στη Ρώμη. Το βέβαιο είναι ότι δεν θα φύγεις χωρίς να σε κεράσει άφθονη ρακή.
Από τη μία παρατηρώ ότι στο καφενείο υπάρχουν πολυάριθμα βιβλία φιλοσοφίας και ψυχολογίας και από την άλλη προσπαθώ να βρω απάντηση στο γιατί έχει τόσο πολλές εικόνες κρεμασμένες στους τοίχους. Όπως μου εξηγεί, πρόκειται για έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, εικόνες Φαγιούμ που έχει συλλέξει από διάφορες εκθέσεις που έχουν γίνει στο Μουσείο Μπενάκη και στο Βυζαντινό Μουσείο της Βενετίας, ενώ, όπως μου λέει, έχει φέρει και εικόνες από το Άγιον Όρος και την Αγία Αικατερίνη στη Μονή Σινά. Δεν έχει να κάνει με τα θρησκευτικά πιστεύω, αλλά αυτή ήταν η ταυτότητα που ήθελε να έχει το μαγαζί.
Ο κ. Κώστας Αργυράκης είναι ένας άνθρωπος σεμνός, ευγενικός, χαμηλών τόνων και με αίσθηση της οικονομίας λόγου. Δεν του αρέσει η δημοσιότητα, ούτε να βρίσκεται στο επίκεντρο της κουβέντας. Όση ώρα συζητώ μαζί του, συνειδητοποιώ ότι τον διακρίνει μια περήφανη κρητική αρχοντιά. Του αρέσει πολύ το διάβασμα και εκεί που γίνεται άλλος άνθρωπος είναι όταν ξεκινάς μαζί του ενδιαφέρουσες συζητήσεις που αφορούν τη φιλοσοφία, την ιστορία, την ψυχολογία. Δεν παραλείπει ποτέ να αφιερώνει χρόνο σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Σπεύδει να μου κάνει μερικές αναγνωστικές προτάσεις, όπως η «Έννοια της αγωνίας» του υπαρξιστή φιλοσόφου Σόρεν Κίρκεγκαρντ, μια ψυχολογική μελέτη με αναφορά στο δογματικό πρόβλημα του προπατορικού αμαρτήματος.
Στην παρέα μας προστίθενται και άλλοι χωριανοί και τα βιβλία που βγαίνουν από τα ράφια και τοποθετούνται στα σιδερένια τραπέζια γίνονται περισσότερα. Επικρατεί μια διαμάχη για το σύγγραμμα του Σίγκμουντ Φρόιντ «Πέραν της αρχής της ηδονής», ενώ στη συνέχεια ο κ. Κώστας μου προτείνει να διαβάσω οπωσδήποτε το φιλοσοφικό δοκίμιο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας».
Ο ιστορικός καφενές πέρασε στα χέρια του το 1995 από τους γονείς του, Στέλιο και Ειρήνη, και λειτουργεί επί 80 συναπτά έτη. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν περάσει από εκεί διάσημοι συγγραφείς, καθηγητές, διανοούμενοι και ποιητές. Στο σημείο αυτό ο κ. Κώστας φέρνει άλλο ένα βιβλίο (το «Στρατόπεδο Χαϊδαρίου») για να μου υπενθυμίσει ότι το χωριό αυτό αποτελεί και γενέτειρα του πεζογράφου Θέμου Κορνάρου. Η συγκίνηση είναι ευδιάκριτη στο πρόσωπό του, αφού, όπως θα μου αφηγηθεί, ο Θέμος Κορνάρος ήταν ένας άνθρωπος που μεγάλωσε φτωχικά και κάτι που τον πληγώνει είναι ότι δεν πήγε κανείς στην κηδεία του όταν πέθανε, τελικά, απ’ την πείνα. «Μόνος και έρημος», όπως θα μου πει.
Για να αλλάξουμε θέμα, μπαίνουμε ξανά στον καφενέ, αφού ο κ. Κώστας θέλει να μου δείξει ένα κείμενο που είχε γράψει ο Γιώργος Γραμματικάκης, ο οποίος επισκεπτόταν συχνά το καφενείο, και το έχει κρεμάσει σε εμφανές σημείο. Μου δείχνει το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του αξέχαστου ακαδημαϊκού «Ένας αστρολάβος του ουρανού και της ζωής»: «Με τη ζωή λοιπόν στο Σύμπαν είναι αδύνατο να επικοινωνήσομε, η ζωή όμως γύρω μας ανθίζει. Η ζωή εδώ, σ’ έναν μικρό και πανέμορφο πλανήτη, ανέδειξε ύστερα από σιωπηλές διεργασίες που διήρκεσαν δισεκατομμύρια χρόνια μια θαυμαστή ποικιλία έμβιων όντων. Οι θάλασσες και τα δάση της Γης, τα βουνά και οι πεδιάδες της αποκαλύπτουν κάθε στιγμή τη γοητεία που κρύβουν τα χιλιάδες όμοια ή ανόμοια δημιουργήματα της εξελίξεως. Η ανεμώνη και το δελφίνι, ο αίλουρος αλλά και ο γυπαετός, τα ανθρώπινα όντα στις πολλαπλές φυλετικές τους παραλλαγές, είναι δίπλα μας, συμμέτοχα του ίδιου πλανήτη και του μέλλοντός του. Αποκαλύπτεται όμως επίσης σε όλη του την τραγική αντίφαση ότι ο άνθρωπος, αυτή η περιούσια κορύφωση της εξελίξεως, έχει διπλή υπόσταση: από τη μια είναι ικανός για μεγάλες πράξεις, έμαθε με την επιστημονική του γνώση να κατανοεί τον κόσμο αλλά και γέννησε αριστουργήματα στον λόγο και στην τέχνη. Από την άλλη, ο ίδιος ο άνθρωπος σφραγίζει την ιστορική πορεία του με πολέμους και αγριότητες, θεοποιεί τα υλικά αγαθά και συντηρεί την αδικία και τις ανισότητες. Ελάχιστα, τέλος, σέβεται τις πολλαπλές εκφράσεις της ζωής, ενώ η φύση και οι θάλασσες του πλανήτη είναι συχνά τα θύματα των συμφερόντων του. Η υπερφίαλη αυτή στάση του ανθρώπου έχει αλλοιώσει έτσι ένα θαυμαστό περιβάλλον, που ωστόσο υπήρξε και το λίκνο της δικής του υπάρξεως».
Λίγη ώρα μετά, παίρνοντας τον δρόμο του γυρισμού προς το νότιο Ρέθυμνο, σκέφτομαι ότι το καφενείο του κ. Κώστα στον Σίβα Μεσαράς σου προσφέρει ένα μοναδικό ταξίδι στον χρόνο, στις λησμονημένες ιεροτελεστίες της καθημερινότητας και κουβαλά μια μακρόχρονη λαϊκή παράδοση. Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα απ’ τα πιο διαφορετικά καφενεία που έχω επισκεφθεί, στο οποίο απολαμβάνεις, με μια δόση νοσταλγίας, τις ατελείωτες εξομολογήσεις που έχουν ποτίσει τους τοίχους. Ακόμη ηχεί στα αυτιά μου η μαντινάδα που μου είπε ο κ. Κώστας και που τα λόγια της τα είχε τοποθετήσει σε ευδιάκριτο σημείο: «Στα πρέπει και στη λογική πήγε η ζωή μου όλη, κι απόμεινε απότιστο του πόθου το περβόλι».