Η Σκόπελος ήταν δική μου ιδέα. Το πρώτο έτος του πανεπιστημίου είχε τελειώσει και οι γονείς είχαν δώσει επιτέλους τη συγκατάθεση και την απαραίτητη οικονομική ενίσχυση για να πάμε διακοπές μόνες μας, εγώ και οι δυο κολλητές μου. Το προηγούμενο καλοκαίρι, κάτι η ζαλάδα από τις Πανελλήνιες, κάτι η αγωνία για τα αποτελέσματα, είχαμε αφεθεί να μας σύρουν στις συνηθισμένες, βαρετές οικογενειακές διακοπές, σε χωριά, εξοχικά και άλλες γνώριμες θερινές ρουτίνες.
Οι προτιμήσεις μας ήταν ανύπαρκτες. Το μόνο που ξέραμε εξαρχής ότι αποκλειόταν ήταν το κυκλαδονήσι καταγωγής της μιας φίλης. Εκτός που η ίδια το είχε φάει με το κουτάλι χρόνια ολόκληρα, δεν θα χαλαλίζαμε το πρώτο καλοκαίρι της ανεξαρτησίας σ' ένα μέρος τίγκα στους θείους, θείες και πρωτοξάδελφα. Ανοίξαμε, λοιπόν, τον χάρτη κι αρχίσαμε να ρίχνουμε ονόματα στην τύχη. «Πολύ μακρινό», «πολύ ακριβό», «πολύ έρημο», «καλό, αλλά θέλει αμάξι κι εμείς δεν ...». Καθώς τα δάχτυλά μας κινούνταν στο ελληνικό αρχιπέλαγος, πετώντας βέτο δεξιά κι αριστερά, φτάσαμε και στις Σποράδες. Και τότε το είπα: «Πώς σας φαίνεται η Σκόπελος;». Με κοίταξαν με απορία. «Η Σκόπελος;». «Α!» δήλωσα, «είναι πολύ ωραίο νησί, έχω ακούσει τα καλύτερα».
Στην πραγματικότητα δεν είχα ακούσει τίποτα, είχα διαβάσει. Τα ημερολόγια του Ίωνα Δραγούμη, μεγάλο έρωτα της εφηβείας μου κι εξόριστο δυο φορές, τη μια στην Κορσική και την άλλη στη Σκόπελο. Η Κορσική μάς έπεφτε λίγο μακριά, άρα...
Το επιχείρημα «Δραγούμης» δεν έπιανε μία στα μάτια των φιλενάδων μου. Αλλά το νησί φαινόταν να συνδυάζει όλα όσα ζητούσαμε. Έτσι το αποφασίσαμε και ένα πρωί του Ιουλίου ξεμπαρκάραμε στο μικρό λιμάνι.
Οι προσδοκίες μας εκπληρώθηκαν και με το παραπάνω. Οι ομολογημένες... Το νησί ήταν πανέμορφο, είχε πράσινο για να ξαποσταίνεις από τον ήλιο, είχε μια γραφικότατη Χώρα όπου σουλατσάραμε την πρώτη μέρα και φωτογραφιζόμαστε κάτω από τις πάμπολλες μπουκαμβίλιες, είχε όμορφες παραλίες, είχε κρυστάλλινα νερά, όλα τα είχε. Πλήρως καλυμμένες, λοιπόν, οι ομολογημένες προσδοκίες.
Έλα, όμως, που υπήρχαν και οι ανομολόγητες. Γιατί, πώς να το κάνουμε, τρία κορίτσια που κάνουν στα δεκαεννιά τους τις πρώτες τους διακοπές χωρίς την επίβλεψη των γονέων δεν περιμένουν μόνο να κολυμπήσουν και να μαυρίσουν, περιμένουν να ζήσουν και λίγο αυτό που ονομάζεται «ερωτικό καλοκαίρι». Και δεν μας έβγαινε ή, μάλλον, δεν ξέραμε πώς να μας βγει. Εδώ βρισκόμασταν σε αμηχανία τι να παραγγείλουμε στο μπαρ τα βράδια («Ρε! Έχει δοκιμάσει καμιά σας βότκα μαρτίνι; Πίνεται αυτό το πράγμα;), θα μας ερχόταν έτσι φυσικό να πιάσουμε κουβέντα με τους εκπροσώπους του ανδρικού φύλου που κυκλοφορούσαν στο νησί; Περιμέναμε, χωρίς να το παραδεχόμαστε, να κάνουν εκείνοι την αρχή. Και περιμέναμε... και περιμέναμε...
Εμείς κι αυτοί, χαμένοι στη μετάφραση, ροκανίζαμε τις μέρες σε ακρογιαλιές και λόγγους. Παίρναμε κάθε πρωί το λεωφορείο και πηγαίναμε σε άλλη παραλία μπας και άλλαζε η τύχη μας, δοκιμάζαμε τα βράδια διαφορετικούς συνδυασμούς αλκοολούχων στο μπαράκι που ήταν σκαρφαλωμένο στον βράχο της Χώρας και ρεμβάζαμε κοιτάζοντας τη θέα. Μέχρι που πήγαμε ένα απόγευμα με τα πόδια στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, γιατί η μία φίλη ήθελε να αγοράσει αυθεντικό κομποσκοίνι. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 τα κομποσκοίνια αποτελούσαν trendy στυλιστική άποψη και όλοι μας κυκλοφορούσαμε με τα μαύρα, μοναστηρίσια βραχιολάκια, λες κι ετοιμαζόμασταν για μαζικό προσκύνημα στο Άγιον Όρος. Α! Μπήκαμε και σ' ένα καΐκι μέχρι την Αλόννησο και χαζέψαμε στο θαλάσσιο πάρκο τις Μonachus-monachus, εμείς οι άλλες μονάχους-μονάχους!
Γελούσαμε κιόλας, κουτσομπολεύαμε, αμπελοφιλοσοφούσαμε, αλλά ο καημός καημός. Τα απομεσήμερα, γυρνώντας από το μπάνιο, σταματούσαμε μπροστά σε ένα καρτοτηλέφωνο και οι δύο εκ των τριών κοιτούσαμε με μια κάποια ζήλια την άλλη φίλη που είχε έναν συμφοιτητή της στην Αθήνα, σε όχι τόσο ώριμο στάδιο ώστε να πάει μαζί του διακοπές, αρκετά προχωρημένο όμως ώστε να του μιλάει κάθε δεύτερη μέρα. Ω, ναι! Μιλάμε για εποχή που τα κινητά ήταν τεράστια και πανάκριβα, οι τηλεκάρτες βρίσκονταν σε κάθε πορτοφόλι και, αν με πιέσετε για τις πολύ παιδικές μου αναμνήσεις, θα σας πάω μέχρι το τηλέφωνο στο περίπτερο, πρώτα με χρέωση από τον περιπτερά και στη συνέχεια με κέρματα που μπαίνανε σε μια μικρή εσοχή της συσκευής!
Το τελευταίο μας απόγευμα στη Σκόπελο πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε στην άλλη άκρη του νησιού, τη Γλώσσα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και η μεγάλη παραλία άδειαζε από τον κόσμο. Έμεναν μόνο τρεις-τέσσερις σκόρπιοι τουρίστες και μια μεγάλη, θορυβώδης παρέα από εφήβους, προφανώς ντόπια παιδιά. Καθίσαμε σε μιαν άκρη και χαζεύαμε τον ήλιο να κατεβαίνει σιγά-σιγά στο απίστευτα διαυγές αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο. Η ομορφιά του τοπίου μεγάλωνε τον εκνευρισμό μου. Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατάω μόνη μου κατά μήκος της αμμουδιάς. Οι διακοπές τελείωναν κι εγώ δεν είχα πετύχει τον μυστικό μου στόχο, να ζήσω «κάτι», οτιδήποτε, μέσα στην τεράστια γκάμα από τον μεγάλο έρωτα μέχρι το διασκεδαστικό φλερτ. Σκόπελος ξεροσφύρι, λοιπόν; Γιατί, τι να σου κάνει κι ο Ίωνας Δραγούμης που ήταν λατρεμένος μεν, είχε πεθάνει από το 1920 δε;
Γύρισα και κάθισα κατσουφιασμένη στην ψάθα. Δεν μ' ενδιέφερε πια να κρυφτώ κι έβγαλα στις φίλες μου μια απίστευτη γκρίνια. Που μπούρου μπούρου, που άλλα περίμενα, που αύριο γυρνάμε στην Αθήνα που... που...
Η κλάψα μου πήγαινε κρεσέντο, χωρίς καμιά τους να τολμά να με σταματήσει. Και εκεί, με τα χείλη σφιγμένα και τα μάτια να κοιτάνε θυμωμένα το πέλαγος, είπα τη μεγάλη κουβέντα.
«Είναι οι πρώτες μου διακοπές. Οι πρώτες μου ουσιαστικές διακοπές. Αρνούμαι να δεχτώ ότι θα τελειώσουν έτσι, χωρίς ένας άντρας να με πλησιάσει, χωρίς ένας άντρας να με φλερτάρει. Θέλω έναν άντρα και τον θέλω ΤΩΡΑ».
«Γεια σου, είμαι ο Σάκης. Πώς σε λένε;».
Έστρεψα έκπληκτη το κεφάλι. Ένα αγόρι από την πέρα παρέα είχε ξεμακρύνει και στεκόταν μπροστά μου. Αδύνατος, μαυριδερός, με εφηβική ακμή στο πρόσωπο και βαριά δεκατεσσάρων χρόνων.
Οι φίλες μου γελούσαν ασυγκράτητα σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής και μου το θυμίζουν ακόμα, τα καθάρματα, ύστερα από δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια.
Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2013