Αμέσως μετά την πρεμιέρα του «Οίκτου», της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας του, ο Μπάμπης Μακρίδης μου λέει ότι τον ξενίζουν κάπως οι φεστιβαλικές διοργανώσεις, οι επίσημες πρεμιέρες και γενικά τα δημοσιοσχετίστικα ιβέντ που απαιτεί η δουλειά του, αν και αναγνωρίζει τη σημασία τους, όχι μόνο για το ελληνικό αλλά και για το διεθνές κοινό.
Άλλωστε, η πρώτη του απόπειρα στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία, το ιδιοσυγκρασιακό «L», είχε ξεκινήσει την προ εξαετίας πορεία του από τη Μέκκα των ανεξάρτητων, το Φεστιβάλ του Sundance, κι έγινε η πρώτη ελληνική ταινία που συμμετείχε στο διαγωνιστικό της αμερικανικής διοργάνωσης.
Τώρα, ο «Οίκτος», έχοντας επίσης κάνει την επίσημη πρώτη του στο έδαφος του Sundance, τον περασμένο χειμώνα, και ακολουθώντας μια εντυπωσιακή φεστιβαλική διαδρομή, προσγειώνεται στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, χτυπώντας ακόμα μια πρωτιά για τον Μακρίδη, καθώς γίνεται η πρώτη ταινία της οποίας την –αποκλειστική, τουλάχιστον για την πρώτη εβδομάδα– διανομή, αναλαμβάνει η Στέγη.
Μια κυρία στην Αμερική σηκώθηκε εξαγριωμένη και μου είπε «πού την είδατε την κωμωδία, κύριε;».
Το ξεκάθαρα «weird» σενάριο που συνυπογράφει μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου ακολουθεί έναν άνδρα που είναι εθισμένος στη λύπη των άλλων και δεν μπορεί να είναι χαρούμενος αν δεν την προκαλεί. Μιλάμε για τυπικά «φιλιππική» ιστορία και ο σκηνοθέτης, που εκτός από το «L» έχει στο ενεργητικό του μακρά προϋπηρεσία στη διαφήμιση, δηλώνει ότι αν υπάρχει ένας ξένος δημιουργός του οποίου το επόμενο βήμα περιμένει κάθε φορά με αγωνία, αυτός είναι ο «τρελός από τη Σουηδία», ο Ρόι Άντερσον. Η συζήτησή μας, πάντως, κινήθηκε σε απόλυτα ρεαλιστικό πλαίσιο!
— Η νέα σου ταινία ετοιμάζεται να βρει το κοινό της. Γιατί σε αγχώνουν οι πρεμιέρες;
Τα φεστιβάλ είναι μια διαδικασία σημαντική. Θα ήταν κρίμα να μένουν στο ράφι οι ταινίες. Κυκλοφορείς σε όλο τον κόσμο με κάτι που έχεις κάνει μακριά από αυτόν. Πάντα όμως μια πρεμιέρα, είτε γίνεται στο εξωτερικό είτε στη χώρα σου, είναι η πλήρης έκθεση, πράγμα που δεν είναι εύκολο. Ξαφνικά καταλαβαίνουν όλοι ποιος είσαι.
— Άρα αυτό σημαίνει ότι και οι δύο ταινίες σου έχουν κομμάτια του εαυτού σου.
Φυσικά. Καταθέτεις πράγματα. Υπάρχουν άνθρωποι που, ενώ σε ξέρουν χρόνια, σε γνωρίζουν πραγματικά όταν δουν τις ταινίες σου. Είναι αγχωτικό, αλλά και τόσο απελευθερωτικό από την άλλη. Δεν μπορείς να κρυφτείς, όταν κάνεις μια ταινία. Αλλιώς δεν πρέπει να την κάνεις.
— Έβλεπα πριν ξανά τα διαφημιστικά σου και σχημάτισα την εικόνα ενός ανθρώπου με πραγματικά έντονη αίσθηση του χιούμορ. Πολλά είναι αρκετά edgy, για τα συνήθη δεδομένα των ελληνικών εταιρειών.
Είναι τελείως άλλο πράγμα τα διαφημιστικά. Δεν είναι η δική μου έκφραση. Αλλά προσπαθούσα πάντα να κάνω σενάρια που με ενδιέφεραν. Είναι ωραία η διαφήμιση, πέρα από το ότι σε ζει και πληρώνει στην ουσία την ταινία που θες να κάνεις στη συνέχεια. Το συνεργείο είναι αυτό που βάζω και στις ταινίες μου, είναι οι φίλοι μου. Παράλληλα σε κρατάει σε επαφή. Σε άλλες εποχές είχα τέσσερις φορές τον μήνα γύρισμα. Κοιτούσα το βιζέρ συνέχεια. Δεν είμαι ο τύπος που θα κάνει μια ταινία ανά πέντε χρόνια και στο μεσοδιάστημα θα κάθεται σε μια σοφίτα και θα γράφει σενάρια, ο χαμένος καλλιτέχνης με τη φυματίωση πάνω από το ποτάμι. Δεν καταλαβαίνω πώς το κάνουν. Τα διαφημιστικά με κρατούν σε εγρήγορση, είμαι στην παιδική μου χαρά. Όχι βέβαια στη συχνότητα που έτρεχαν παλιά.
Διαφημιστική καμπάνια σε σκηνοθεσία Μπάμπη Μακρίδη
— Δεν τρέχουν λόγω συνθηκών ή από δική σου επιλογή;
Επειδή αλλάζουν οι γενιές. Έρχονται τα νέα παιδιά τώρα, όπως έγινε με εμάς, με άλλη φούρια.
— Πρεσβεύουν μια διαφορετική αισθητική από τη δική σας, πιο ινσταγκραμική.
Αυτό ακριβώς. Είναι λίγο του Vimeo η κατάσταση τώρα. Υπάρχουν πολλά ταλαντούχα παιδιά με αυτό το βλέμμα. Έχουν μειωθεί και τα μπάτζετ, έχει αλλάξει το πράγμα. Να έχουμε δουλειές να κάνουμε, για να μπορούμε να κάνουμε τις ταινίες μας μετά, αυτό έχει σημασία.
— Θεωρώ ότι το σενάριο του «Οίκτου» είναι από τα πιο αστεία που έχει γράψει ο Ευθύμης Φιλίππου.
Μετά το «L», πέρασε πολύς καιρός μέχρι να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Ο Ευθύμης είχε κι άλλα πράγματα, το «Chevalier» της Αθηνάς (Ραχήλ Τσαγγάρη) για παράδειγμα, και λίγο το είχαμε αφήσει να περάσει. Κάποια στιγμή μαζευτήκαμε και στο τραπέζι πέσανε διάφορες ιδέες. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η συγκεκριμένη και αρχίσαμε να τη δουλεύουμε. Εγώ είμαι λίγο δύσκολος, τον έπρηξα τον Ευθύμη με πολλές αλλαγές και drafts.
— Πες μου για τη συνεργασία σας στη συνυπογραφή του σεναρίου.
Καθόμαστε, μιλάμε και την άλλη μέρα σου έχει ένα treatment 15 σελίδων που ξέρεις ποια θα είναι η ιστορία. Έχει αυτό το ταλέντο, είναι συγγραφέας. Μιλάμε, συζητάμε, γράφει. Γράφω και καμιά σκηνή εγώ, την αλλάζει μετά ο Ευθύμης, τη φέρνει στα λόγια του.
— Βρίσκεστε από κοντά;
Βέβαια, τα λέμε και μετά ανταλλάσσουμε σελίδες.
— Ποιο είναι το πλαίσιο των συναντήσεών σας; Με καφέ, με μπίρες;
Όπως είμαστε τώρα εδώ, χαλαρά. Με καφέδες, πολλές φορές με περπάτημα, φαγητό. Δεν είναι ότι θα πάμε να κλειστούμε στο βουνό για να κατεβάσουμε ιδέες. Με τίποτα δεν λειτουργεί αυτό. Είναι τελείως φιλικά και καθημερινά τα πράγματα. Γεννιούνται ιδέες, γράφονται σελίδες, πετιούνται άλλες, αλλά κράτησε πολύ καιρό αυτό γιατί εγώ ήμουν λίγο μπερδεμένος.
— Ως προς το δεύτερο κινηματογραφικό σου βήμα γενικά;
Όχι, ως προς το πού θα πάει η συγκεκριμένη ιστορία. Είχε πολλές προεκτάσεις. Και φυσικά θέλαμε να υπάρχει το χιούμορ. Είμαστε αστείοι άνθρωποι και δεν θα μπορούσε να λείπει. Δεν πιστεύω στο υπερβολικό δράμα. Πιο δραματική είναι μια ταινία όταν είναι αστεία. Έτσι προέκυψε ο «Οίκτος». Στο «L» το σενάριο ήταν πολύ πιο πλαστικό, φτιαχνόταν στο γύρισμα, o Ευθύμης ήταν με ένα στιλό στο σετ και έγραφε τους μονολόγους επί τόπου, δίπλα στην κάμερα. Εδώ είχε κλείσει η ιστορία και ήμασταν σίγουροι ότι αυτές είναι οι σκηνές. Στο μοντάζ βέβαια όλα αλλάζουν, οι σκηνές πάνε μπρος-πίσω.
— Και το αποτέλεσμα προέκυψε λιγότερο αυτοσχεδιαστικό, σε σχέση με το «L».
Είναι πιο αφηγηματικό. Το «L» που το αγαπώ πάρα πολύ ήταν πιο abstract ταινία, με πιο ποιητική και λυρική διάθεση. Ήταν ταινία αίσθησης. Έχω να τη δω καιρό βέβαια!
— Σου αρέσει να αναλύεις τα σενάριά σου ή είσαι της άποψης «ό,τι καταλάβει ο θεατής»;
Πιστεύω ότι τα πράγματα πρέπει να είναι ανοιχτά, να μην τα κατευθύνεις. Ο καθένας έχει άλλη ματιά και αυτό είναι το ωραίο με το σινεμά, λειτουργεί πολύ υποκειμενικά. Σίγουρα έχεις κάτι στο μυαλό σου, δεν μπορείς να πας στον αέρα, γιατί θα είναι όλο στον αέρα. Εδώ βέβαια ο τίτλος και μόνο σου δίνει μια κατεύθυνση...
— ... η αφίσα, το τρέιλερ... Καταλαβαίνεις τι θα δεις.
Κάποιοι το εκλαμβάνουν ως κωμωδία, άλλοι ως δράμα.
— Για μένα όλα τα σενάρια του Φιλίππου είναι εντελώς κωμικά. Και μόνο η χρήση των λεκτικών γκαγκ μού φαίνεται απίστευτα αστεία.
Μια κυρία στην Αμερική σηκώθηκε εξαγριωμένη και μου είπε «πού την είδατε την κωμωδία, κύριε;».
— Επίσης θεωρώ ότι γελάω επειδή αυτά που βλέπω μου προκαλούν πάντα μεγάλη αμηχανία.
Υπάρχουν σίγουρα στιγμές που δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή όχι. Στην Αμερική, όπου θεωρητικά στα φεστιβάλ βλέπουμε μια σοβαρή arthouse ταινία και δεν πρέπει να γελάσουμε, επειδή δεν χαρακτηρίζεται ως κωμωδία ούτε οι ηθοποιοί παίζουν κωμικά, έλεγα στο κοινό, πριν από την προβολή, να μη φοβηθεί να γελάσει. Τους έβγαινε φοβερή ελευθερία, γελούσαν από τον πρώτο μεσότιτλο.
— Χειραγωγείται εύκολα το αμερικανικό κοινό, αυτή την αίσθηση έχω.
Έχει σίγουρα να κάνει με το mentality του κάθε λαού. Στο Ρότερνταμ δεν γελούσαν. Εδώ δεν ξέρω τι θα συμβεί. Μπορεί να μη γελάσει ο κόσμος. Ίσως λειτουργεί διαφορετικά ο υπότιτλος, σε αυτού του είδους το χιούμορ, όταν το διαβάζεις αντί να το ακούς στη γλώσσα σου.
Δεν είμαι ο τύπος που θα κάνει μια ταινία ανά πέντε χρόνια και στο μεσοδιάστημα θα κάθεται σε μια σοφίτα και θα γράφει σενάρια, ο χαμένος καλλιτέχνης με τη φυματίωση πάνω από το ποτάμι. Τα διαφημιστικά με κρατούν σε εγρήγορση, είμαι στην παιδική μου χαρά.
— Εξάλλου, πλέον, το weird κίνημα, για το οποίο έχει χυθεί τόσο πολύ μελάνι, ή σου αρέσει ή δεν σου αρέσει.
Σίγουρα, ή πας ή δεν πας μαζί του.
— Είναι έντονο το σχόλιο που κάνεις για την κοινωνία της αυτολύπησης, αλλά πέρα από αυτό, για μένα, η ιστορία έχει να κάνει και με τη ζήλια. Υπερεκθέτουμε τις ζωές μας με κάθε πιθανό τρόπο ώστε ζηλεύουμε ακόμα και τον οίκτο.
Δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου αυτή η σκέψη, είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
— Γιατί επέλεξες να βάλεις τους μεσότιτλους ανάμεσα στις σκηνές;
Αυτό έγινε από την αρχή του γραψίματος, από τα πρώτα drafts. Αρχικά ήταν λιγότεροι και αφορούσαν διαφορετικές πρόζες. Οι θέσεις υπήρχαν αλλά αποφασίσαμε τελευταία στιγμή τι θα μπει. Μου αρέσει αισθητικά αυτό το λογοτεχνικό στοιχείο στην ιστορία. Ήθελα να εκφράσω και το τι σκέφτεται αυτός ο άνθρωπος, με κάποιο τρόπο. Δοκιμάσαμε κάποια στιγμή στο μοντάζ να τα ακούμε off, στη σκέψη του, αλλά το βρήκα λίγο ξενέρωτο.
— Πόσο δύσκολο είναι να καθοδηγήσεις σκηνοθετικά τους ηθοποιούς σου σε ένα σενάριο του Φιλίππου, που είναι τόσο χαρακτηριστικό και η κινηματογραφική γραφή του έχει συνδεθεί απόλυτα με τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου; Πώς κατάφερες να είσαι «μέλος» του weird κινήματος, αλλά ταυτόχρονα, μέσα από αυτές τις δύο ταινίες, να αφήσεις και προσωπικό στίγμα;
Δεν κάνω κάτι συγκεκριμένο. Οι ηθοποιοί ήρθαν μια φορά στο σπίτι μου – ούτε καν όλοι, οι βασικοί. Είχαν διαβάσει το σενάριο. Τους έβαλα να ακούσουν το «Rest Aria» από τον πρώτο δίσκο των Residents. Είναι λίγο παραλογο-κωμικο-τραγικό αυτό το τραγούδι. Νομίζω ότι το καταλάβανε, όλοι. Μετά κάναμε άλλες δύο αναγνώσεις στο γραφείο της παραγωγής, με τους ηθοποιούς, απλώς για να τους ακούσω, κι έπειτα πήγαμε στο σετ. Δεν έκατσα να εξηγήσω στον καθένα ξεχωριστά ποιος είναι, από πού έρχεται και πού πάει, γιατί μετά είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις αυτό που φτιάχνει ο ηθοποιός στο μυαλό του. Μοτέρ, κατ, λίγες διορθώσεις σε κάποιες στιγμές...
— Αυτό προϋποθέτει τεράστια εμπιστοσύνη στους ηθοποιούς που επέλεξες, σωστά;
Αν έβλεπα ότι δεν έβγαινε, θα το ζορίζαμε περισσότερο μέχρι να βγει. Ο Γιάννης (Δρακόπουλος) ήταν μεγάλη έμπνευση. Είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος και κατάλαβε απόλυτα τι κάνουμε. Έδιωξε τις γνώσεις του, δοκίμασε καινούργια πράγματα. Δεν κάναμε καν πολλές λήψεις. Πέντε, έξι; Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν τα κλάματα. Τα φοβόμουν, δεν μου αρέσει καν να τα βλέπω.
— Ναι, αλλά τα αποδομείς με τόσο αυτοσαρκαστικό τρόπο.
Το ξεπεράσαμε έτσι, ευτυχώς. Πήγε καλά. Δεν υπήρχε κάποια μέθοδος υποκριτική. Μια φυσική παρουσία των ανθρώπων μες στο κάδρο μόνο. Όσο και να προετοιμάζεσαι, να κάνεις πρόβες είκοσι-τριάντα μέρες, στο σετ, σε σπίτια, σε προβάδικο, όλα φτιάχνονται όταν ο ηθοποιός έρθει σε επαφή με τα όρια του κάδρου, με τα αντικείμενα που έχει δίπλα του, το φως που πέφτει εκείνη τη στιγμή. Εντάξει, σε άλλη ταινία, μελλοντικά, μπορεί να νιώσω ότι χρειάζομαι πρόβες. Σε μια ταινία τρόμου δεν μπορείς να πας έτσι, ας πούμε, μπορεί να γίνει γελοία καρικατούρα.
— Το στοιχείο της παραλιακής, του Φαλήρου, είναι πολύ έντονο. Γιατί επέλεξες να τοποθετήσεις τον «Οίκτο» εκεί;
Η ιδέα ήταν ότι ενώ αυτός ο άνθρωπος είναι έτσι, πρέπει όλα δίπλα του να είναι πανέμορφα. Δεν υπήρχε η ευκολία να την κάνουμε ασπρόμαυρη, μελαγχολική, να πέφτει βροχή στο τζάμι το φθινόπωρο.
— Άρα για σένα η ομορφιά της Αθήνας είναι κατά βάση στο παραλιακό μέτωπο;
Ναι, είναι η ριβιέρα μας! Θέλαμε αυτή την κόντρα: μαύρη ψυχολογία, ευχάριστο περιβάλλον. Θέλαμε πολύ φως. Έχουμε λίγα νυχτερινά πλάνα. Είναι η βόλτα μου η παραλιακή, πάω μέχρι τη Βουλιαγμένη και γυρίζω με τη βέσπα. Το σπίτι που θέλαμε είχε τεχνικά προβλήματα θορύβου, λόγω της Ποσειδώνος, αλλά τα λύσαμε. Θέλαμε μια υποψία '90s σε όλη την ταινία.
— Η αρχιτεκτονική έχει κι αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία.
Μου αρέσει πολύ ο χώρος στον κινηματογράφο. Το ρεπεράζ είναι η αγαπημένη μου ασχολία και την ταινία τη σκέφτομαι αφού βρω τον χώρο. Μπορεί πρώτα να βρω τον χώρο και μετά τον ηθοποιό. Μικρός, ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας αλλά δεν τα κατάφερα, οπότε βγαίνει ένα απωθημένο. Θέλω να εντάσσω τον ηθοποιό στο περιβάλλον, παρά το αντίθετο. Μου δίνει μια ευκολία μάλλον αυτό. Βλέπω ένα σπίτι και σκέφτομαι «ποιος θα έμενε εδώ;». Έτσι πλάθω τον χαρακτήρα.
— Πώς νιώθεις που η Στέγη θα προβάλει –γι' αρχή, τουλάχιστον– σε αποκλειστικότητα την ταινία σου; Νομίζω ότι με αυτό τον τρόπο θα φτάσει σε διαφορετικό κοινό, το κοινό της Στέγης.
Το Ίδρυμα Ωνάση είναι παραγωγός, η Στέγη ήταν στην ταινία από την αρχή της. Μας βοήθησαν πολύ και όταν σκεφτόμασταν τρόπους αντισυμβατικής διανομής, δέχτηκαν την ιδέα μας. Είναι σημαντικό, έχεις μια «στέγη», μια υπέροχη αίθουσα και το κοινό της, αν έρθει. Μια δοκιμή είναι. Πιστεύω ότι οι ταινίες μας δεν είναι για να παίζονται σε 10 κινηματογράφους. Ακόμα κι αν βγαίναμε σε κανονική διανομή θα πίεζα να ήμασταν μία-δύο φορές την εβδομάδα κάπου, όχι κάθε μέρα.
— Όπως είχε κάνει, ας πούμε, ο Βεσλεμές με τη «Νορβηγία». Λειτουργεί καλύτερα αυτό για τις ταινίες σας, που έχουν, όπως και να το κάνουμε, συγκεκριμένο κοινό στην Ελλάδα;
Λειτουργεί και μπορεί έτσι να έχεις sold-out, οπότε νιώθεις ωραία. Θέλω να τη δουν οι φίλοι μου και αυτοί που δούλεψαν, και φυσικά το κοινό – για το κοινό είναι η ταινία. Ξέρω ότι μας αντιμετωπίζουν λίγο περίεργα.
— Εξακολουθείς, λοιπόν, να έχεις στο μυαλό σου ότι κάνεις ταινίες για το κοινό και όχι για εσωτερική κατανάλωση.
Από την αρχή! Κάνεις το δικό σου, αλλά ποιο το νόημα να το βλέπεις μόνο εσύ μετά; Το «L» το είδε πολύ λίγος κόσμος στην Αθήνα, αλλά κυκλοφόρησε σε όλο τον κόσμο και απέκτησε status στη συνέχεια. Ήθελα όμως να το δουν πιο πολλοί εδώ. Ελπίζω τον «Οίκτο», που είναι και λίγο πιο βατός, να έρθουν να τον δουν. Δεν θα στεναχωρηθώ πάρα πολύ, αλλά τις ταινίες τις κάνουμε για να χαθεί ένας άνθρωπος στις εικόνες μας, ίσως να τον αγγίξουν, κάτι να πάθει.
— Πριν κλείσουμε, θα μου πεις δυο λόγια για το επόμενο πρότζεκτ που ετοιμάζεις ήδη;
Κάνω ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους για τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη. Ξεκίνησε μέσω της Στέγης, μου έκαναν πρόταση για ένα making of της παράστασης του Νίκου Καραθάνου. Ήθελα να είναι κάτι άλλο. Τράβηξα τις πρόβες των παιδιών στην Αμερική και όλα θα μπλέξουν με λίγο φιξιόν, δεν θα είναι ακριβώς ένα ντοκιμαντέρ για την παράσταση, αλλά για ό,τι πρεσβεύει το έργο το ίδιο. Διάβασα το κείμενο, είδα το έργο και μου γεννήθηκαν εικόνες και ιδέες για τα πουλιά με έναν πιο ποιητικό τρόπο. Προχθές είχα πάει να τραβήξω αεροπλάνα σε μια επίδειξη στο Τατόι, που ήταν σαν πουλιά. Είναι ωραία διαδικασία, δεν το έχω ξανακάνει γιατί ποτέ δεν με ενδιέφερε ο ρεαλισμός. Γι' αυτό πάω να τον χαλάσω.
Οίκτος (trailer)
Info:
Οίκτος (Pity)
Σενάριο: Ευθύμης Φιλίππου, Μπάμπης Μακρίδης
Σκηνοθεσία: Μπάμπης Μακρίδης
Παίζουν: Γιάννης Δρακόπουλος, Εύη Σαουλίδου, Μάκης Παπαδημητρίου, Νότα Τσερνιάφσκι, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, Νίκος Καραθάνος, Παναγιώτης Τασούλης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Κώστας Ξυκομηνός, Κώστας Κοτούλας, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Βίκτωρ Αρδίττης
Διάρκεια: 97'
Αποκλειστικά στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
Παρ. 28/9 - Κυρ. 7/10: Δευ.-Τετ. 21:15, Παρ.-Κυρ. 19:00 & 21:15
σχόλια