Ο ωραίος ξανθός του παγκόσμιου κινηματογράφου, ένα «θεατροπαίδι» που προσπάθησε να αποτινάξει την εικόνα του χρυσού αγοριού, και τα κατάφερε, πρώτα με τη στροφή του σκηνοθεσία, και την ίδια περίοδο, με τη θέσπιση του ινστιτούτου και του φεστιβάλ στο Sundance για τους ανερχόμενους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές, ανακοίνωσε πως αποσύρεται οριστικά από την υποκριτική, με μια ειρωνική, σοφή κομεντί.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γίνεται 82 ετών στις 18 Αυγούστου και αφήνει μεγάλη παρακαταθήκη, όχι μόνο με τους δεκάδες ρόλους του, αλλά με την εν γένει στάση του στη ζωή – τον συνδυασμό οικολογικού, ουμανιστικού, καλλιτεχνικού έργου που αποτελεί προτροπή για σκέψη και ώριμες αποφάσεις, χωρίς πρόχειρες εξάρσεις και βιαστικές λύσεις.
Δεν συμπάθησε ποτέ την επιτυχία, δεν σφιχταγκάλιασε τα βραβεία, αποδέχτηκε τις αποτυχίες ως χρήσιμα, επώδυνα μαθήματα, έπαιξε κρυφτούλι με τη φήμη, αξιοποίησε, όπως και ο παλιόφιλος του, ο Πολ Νιούμαν, τα χρήματα από τις επιτυχίες του σε άλλα projects, εμπιστεύτηκε περισσότερο την πρακτική από τη θεωρητική γνώση γύρω από το σινεμά, ενδιαφέρθηκε θερμά για τον σκιώδη και φανερό κόσμο της πολιτικής και των παντοδύναμων επιχειρηματικών κύκλων και πάσχισε να ψυχαγωγήσει εκπαιδεύοντας – και το αντίστροφο.
Δεν συμπάθησε ποτέ την επιτυχία, δεν σφιχταγκάλιασε τα βραβεία, αποδέχτηκε τις αποτυχίες ως χρήσιμα, επώδυνα μαθήματα, έπαιξε κρυφτούλι με τη φήμη, αξιοποίησε, όπως και ο παλιόφιλος του, ο Πολ Νιούμαν, τα χρήματα από τις επιτυχίες του σε άλλα projects.
Οι 30 σταθμοί στη ζωή και την καριέρα του
1955
Χάνει τη μητέρα του, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο του Βαν Νάις της Καλιφόρνια. Ο κόσμος του καταρρέει, και, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, νιώθει εντελώς χαμένος συναισθηματικά
1956
Μπαίνει στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο με αθλητική υποτροφία, εξαργυρώνοντας την ενασχόλησή του με τον στίβο, το φούτμπολ και το μπέιζμπολ, αλλά πριν προλάβει να καταλάβει τι γίνεται, το έριξε στο ποτό και αποβλήθηκε. Πολύ αργότερα, το 1988, έλαβε το πτυχίο του, τιμητικά.
1957
Αποφασίζει να κάνει τον γύρο της Ευρώπης, περνώντας μάλιστα και από την Ελλάδα, για να αλλάξει τον αέρα του και να έρθει σε επαφή με τον κλασικό πολιτισμό και διαφορετικές κουλτούρες. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, με τη φιλοδοξία να γίνει ζωγράφος. Η συναναστροφή του με καλλιτέχνες του άνοιξε τα μάτια για τη ζωή και κυρίως την πολιτική – μάλιστα, ένιωσε ντροπή για την παντελή άγνοιά του για την ταραγμένη περίοδο του τέλους της δεκαετίας του '50, την εμπλοκή των ΗΠΑ στο εξωτερικό και τον πόλεμο της Αλγερίας. Η μαθητεία του στη Γαλλία μετέτρεψε την μποέμικη ανεμελιά στη συνειδητοποίηση που θα επιδείκνυε στη φάση της ωριμότητάς του.
1958
Γνώρισε τη Λόλα φον Γουάνεγκεν στο Λος Άντζελες και την παντρεύτηκε μετά από μερικούς μήνες. Έκαναν 4 παιδιά, και με τον γαμπρό του ίδρυσε το Sundance Institute στη Γιούτα, τόπο καταγωγής της οικογένειας της συζύγου του, και κύριο location γυρισμάτων μιας από τις αγαπημένες του ταινίες, του Jeremiah Johnson.
1959
Χάνει, από ξαφνικό βρεφικό θάνατο, το πρώτο του παιδί, τον Σκοτ Αλεξάντερ. Το τραγικό γεγονός τον οδηγεί στην υποκριτική, όπου διοχετεύει τον συναισθηματικό του κόμπο.
1960
Κινηματογραφικό ντεμπούτο με έναν μικρό ρόλο στο Tall Story, βασισμένο σε ένα θεατρικό, όπου είχε εμφανιστεί, και πάλι σε ντεμπούτο στο Broadway, έναν χρόνο νωρίτερα. Η κομεντί του Τζόσουα Λόγκαν προσέφερε την ευκαιρία στην Τζέιν Φόντα να κάνει κι εκείνη την πρώτη της εμφάνιση στο σινεμά – σε μια εμπειρία που αργότερα θα περιέγραφε ως εφιαλτικά καφκική. Μαζί, θα πρωταγωνιστούσαν σε άλλα 5 φιλμ, με τελευταίο το Our Souls at Night.
1962
Ως εργαζόμενος ηθοποιός, ψάχνει κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται στον δρόμο του και δεν σνομπάρει μικρούς ρόλους στην τηλεόραση. Για το The Voice of Charly Pont είναι υποψήφιος για Emmy δεύτερου ρόλου.
1963
Συνεχίζει ακάθεκτος στο θέατρο, και μετά από πολλές συνεργασίες με καθιερωμένα ονόματα, όπως η Τζούλι Χάρις, χτυπάει διάνα με το εξαιρετικά επιτυχημένο Ξυπόλητοι στο Πάρκο, δίπλα στην Ελίζαμπεθ Άσλεϊ, σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς. Για την κινηματογραφική μεταφορά, η παρτενέρ του είναι η Τζέιν Φόντα.
1965
Ο πρώτος ρόλος απαιτήσεων στον κινηματογράφο έρχεται με το Inside Daisy Clover, όπου καταφέρνει να εφαρμόσει κάποιες από τις αυτοσχεδιατικές μεθόδους που είχε μάθει στο θέατρο, με τη Νάταλι Γουντ (γέννημα θρέμμα του Χόλιγουντ) να τον σιγοντάρει με μεγάλη όρεξη. Με τη Γουντ γίνονται αμέσως πολύ καλοί φίλοι και συμπρωταγωνιστούν στο This Property is Condemned, βασισμένο σε έργο του Τενεσί Γουίλιαμς. Για χάρη του, θα κάνει ένα cameo στο The Candidate.
1967
Εκτός από το Property, που σηματοδοτεί την πρώτη από τις συνεργασίες με τον αγαπημένο του σκηνοθέτη, Σίντνεϊ Πόλακ, την ίδια χρονιά πρωταγωνιστεί στο Ξυπόλητοι στο Πάρκο, αλλά και το Chase, μαζί με τη Φόντα και τον Μάρλον Μπράντο, μια εμπορική αποτυχία αλλά σημαντική ταινία για το πολιτικό της νόημα, σε σκηνοθεσία Άρθουρ Πεν.
1969
Ο Ρένφορντ ανησυχεί ολοένα και περισσότερο με την τυποποίησή του ως όμορφου ξανθού και κάνει το λάθος να απορρίψει δυο ρόλους σε σημαντικές ταινίες του Μάικ Νίκολς, το Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ και τον Πρωτάρη. Ωστόσο, επιλέγει τους Δυο Ληστές του Τζορτζ Ρόι Χιλ, σκοράρει στο box office, γίνεται αυτόματα πολύ πλούσιος και νούμερο ένα σταρ της χρονιάς, θέση που θα διατηρήσει για αρκετά χρόνια, και γνωρίζει τον μετέπειτα κολλητό του, και συμπρωταγωνιστή του στην ταινία, Πολ Νιούμαν.
1972
Μετά από μερικές άστοχες εμπορικά, αλλά ποιοτικά καλές ταινίες, εκσφενδονίζεται και πάλι στην κορυφή με μια εξαιρετική σάτιρα για τη διαπλοκή της πολιτικής καμπάνιας, στο Candidate, και στο ρεβιζιονιστικό Jeremiah Johnson, του Σίντνεϊ Πόλακ, το πρώτο γουέστερν που διαγωνίστηκε για το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ Καννών.
1973
Πρωταγωνιστεί σε δυο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας. Στο Κεντρί, και πάλι σε συνεργασία Τζορτζ Ρόι Χιλ και Πολ Νιούμαν, μια εξαιρετικά ευχάριστη ταινία εποχής με πρωταγωνιστές δυο cool κομπιναδόρους, που σάρωσε στα Όσκαρ και του χάρισε τη μοναδική του υποψηφιότητα, για πρώτο ανδρικό ρόλο – έχασε δικαιότατα από τον Τζακ Λέμον για το Save the Tiger. Στα Καλύτερα μας Χρόνια, του Σίντνεϊ Πόλακ, πλαισίωσε ιδανικά την Μπάρμπρα Στράιζαντ στο δικό της show, ενσαρκώνοντας έξυπνα μια παραλλαγή της κινηματογραφικής περσόνας του χρυσού αγοριού με συνείδηση, φιλότιμο, καλή καρδιά, αλλά και αγκυλώσεις και έναν ήπιο ναρκισσισμό.
1974
Κρατά σταθερά την υψηλή θέση του μετρημένου καρδιοκατακτητή που ο κόσμος θέλει να δει στο σινεμά, με τον υπέροχα «διακοσμημένο» Υπέροχο Γκάτσμπι, δίπλα στη Μία Φάροου. Η ερμηνεία του είναι εύστοχη και δωρική, απόλυτα κινηματογραφική και «φιτζεραλντική», ωστόσο παραγνωρισμένη.
1975
Με τις διαχρονικές 3 Μέρες του Κόνδορα σχολιάζει εύγλωττα την τρικυμία που προκάλεσε το σκάνδαλο Watergate, και εισβάλλει δημιουργικά στο κατασκοπικό είδος, που αργότερα θα επισκεφθεί ξανά και ξανά, με το Spy Games και το The Company you Keep.
1976
Ακόμη ένα American classic, το Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου, που καταφθάνει την κατάλληλη στιγμή – ένα χρονικό προδοσίας και διαφθοράς, τιμημένο και επιτυχημένο, με τον Ρέντφορντ να αφήνει τα γεγονότα να εξελιχθούν, με την κατακτημένη του λακωνικότητα, δίπλα στον Ντάστιν Χόφμαν και τον Τζέισον Ρόμπαρντς, σε σκηνοθεσία Άλαν Πάκουλα.
1978
Ξεκινά το φεστιβάλ του Sundance, λίκνο του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, που θα εξελιχθεί σε θεσμό, πάντα με προσανατολισμό στο independent πνεύμα σε αντίστιξη στη λογική των studios και του κρατούντος συστήματος της βιομηχανίας, λιγότερο εναλλακτικό από παλιά, αν και διατηρεί την casual ατμόσφαιρα που λείπει από τα αμπιγιέ, μεγάλα φεστιβάλ. Το 1981 θεσπίζει το μη κερδοσκοπικό ινστιτούτο Sundance, πάντα με τη συνδρομή του γαμπρού του, στα όρη Τιμπανόγκος της Γιούτα, που έχει ως αποστολή την ανάδειξη ανεξάρτητων καλλιτεχνών.
1980
Οι Συνηθισμένοι Άνθρωποι είναι ψυχολογικό δράμα οικογενειακών σχέσεων, απόλυτα ισορροπημένο, που ποντάρει στη σκηνοθετική ευαισθησία και τις ερμηνευτικές αποχρώσεις των Μέρι Τάιλερ Μουρ, Ντόναλντ Σάδερλαντ και Τίμοθι Χάτον. Το Χόλιγουντ τον επιβραβεύει με Όσκαρ σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας – έστω κι αν μερικοί συγχύστηκαν που κέρδισε τον Μάρτιν Σκορσέζε για το Οργισμένο Είδωλο.
1985
Κάνοντας ένα μεγάλο διάλειμμα από τη σκηνοθεσία –θα επιστρέψει το 1988 με το ενδιαφέρον, πλατύ Milagro Beanfield Wars– ο Ρέντφορντ ασχολείται πάντα με την ποιητική ανάπτυξη του Sundance αλλά δεν ξεχνά την υποκριτική. Η δεκαετία του '80 δεν προσφέρει τίποτε σε αυτά που έχει ήδη κάνει, αλλά του δίνει τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του, με το επικό ρομάντσο Πέρα από την Αφρική, των 7 Όσκαρ, δίπλα στη μαγική Μέριλ Στριπ. Χρυσοστεφανωμένος σε τέλεια καδραρίσματα και ελλειπτικά μοιραίος ως αρχοντικός παρτενέρ, ο Αμερικανός ηθοποιός αρνείται πεισματικά να διαφοροποιηθεί από τη νεανική του εικόνα, την ίδια στιγμή που προκαλεί τον θαυμασμό με τις εξω-υποκριτικές του δραστηριότητες.
1990
Η Αβάνα, και πάλι σε σκηνοθεσία Πόλακ και με αξέχαστη, νοσταλγική μουσική του Ντέιβιντ Γκρούζιν, είναι ίσως η τελευταία ταινία όπου ο Ρέντφορντ δεν είναι απλώς ο πρωταγωνιστής, αλλά ποζάρει ως σταρ που κουβαλά στις πλάτες του ένα δράμα πολλών επιπέδων, με έρωτα και πολιτικό υπόβαθρο, σα να βγήκε από τη χρυσή περίοδο του Χόλιγουντ – κλασικό, και ψαγμένο. Δεν απέδωσε εμπορικά ωστόσο.
1993
Ο ρόλος του μυστηριώδους εκατομμυριούχου στην Ανήθικη Πρόταση του ταίραξε γάντι, όπως και ο πονηρός τρόπος με τον οποίο δοκίμαζε τις συνειδήσεις του Γούντι Χάρελσον και της Ντέμι Μουρ.
1994
Το Quiz Show, με θέμα το πραγματικό σκάνδαλο γύρω από ένα τηλεπαιχνίδι στη δεκαετία του 50, είναι η καλύτερη σκηνοθετική του απόπειρα, ενσωματώνοντας μοναδικά την πολιτική και το θέαμα, που πάντα γοήτευαν τον Ρέντφορντ, με κριτική ματιά και έξυπνη τοποθέτηση, αξιοποιώντας περίφημα τον Ρέιφ Φάινς, τον Τζον Τουρτούρο και τον σπουδαίο Πολ Σκόφιλντ, στον τελευταίο του μεγάλο ρόλο. Δυο χρόνια νωρίτερα, με το Ποτάμι Κυλά Ανάμεσά Μας, ο Ρέντφορντ χρίζει ως διάδοχο των κλώνο του, τον απαστράπτοντα Μπραντ Πιτ.
1998
Ο Γητευτής των Αλόγων γίνεται τεράστια εμπορική επιτυχία και λανσάρει την καριέρα της 14χρονης Σκάρλετ Τζοχάνσον – είχε παίξει μικρούς ρόλους μέχρι τότε. Ο Ρέντφορντ θα γυρίσει μερικές ακόμη ταινίες, τον Θρύλο του Μπάγκερ Βανς, το Conspirator και το The Company you Keep, που δεν σπίθισαν, παρά τον σωστό χειρισμό των θεμάτων που πραγματεύονται. Εξαίρεση, το φλύαρο, άνευρο Lions for Lambs, πλάι στη Στριπ και τον Τομ Κρουζ.
2001
Τιμητικό Όσκαρ για τον Ρέντφορντ, επιστέγασμα της πολύπλευρης συνεισφοράς του στο σινεμά.
2004
Ακτιβιστής για ζητήματος περιβάλλοντος, ο Ρέντφορντ είναι ο αφηγητής του IMAX ντοκιμαντέρ Sacred Planet.
2013
Ποιος το περίμενε: εκεί που όλα έδειχναν πως ο Ρέντφορντ επαναλάμβανε, προς το γηραιότερο, τον παλιό εαυτό του, διατηρώντας την πυρόξανθη κόμη του και αδιαφορώντας για τις βαθιές ρυτίδες, τα δίνει όλα στο All is Lost του Τζ. Σ. Τσάντορ, μια μοναχική περιπέτεια επιβίωσης, και μαζί το ερμηνευτικό tour de force του. Η Ακαδημία δεν συγκινήθηκε. Άξιζε τη μουσκεμένη ταλαιπωρία.
2014
Ποιος το περίμενε, the sequel: Ενδιαφέρουσα, παρθενική εμφάνιση του Ρέντφορντ στο Captain America, Ο Στρατιώτης του Χειμώνα, η πρώτη του συμμετοχή σε περιπέτεια με υπερήρωες.
2016
Μετά από πολλές τιμές και διακρίσεις, από τον τίτλο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής στη Γαλλία, τον Χρυσό Λέοντα στην Ιταλία, ακαδημαϊκές διακρίσεις και την αναγνώριση στον πολιτισμό της χώρας του (Kennedy Center Honors), παραλαμβάνει το Προεδρικό Μετάλλιο δια χειρός Μπάρακ Ομπάμα. Να σημειωθεί πως ο Ρέντφορντ θεωρείται οπαδός των Δημοκρατικών, αν και αρκετές φορές έχει υποστηρίξει Ρεπουμπλικανούς στην τοπική αυτοδιοίκηση.
2016
Ο Ρόμπερτ εξομολογείται στον εγγονό του πως σύντομα αποσύρεται, ενώ πρωταγωνιστεί στην πρώτη του Disney ταινία, το remake του Pete's Dragon, για χάρη του. Πρότυπο – και πάλι.
2018
Επισήμως πλέον, το The Old Man and the Gun είναι η τελευταία ταινία στη φιλμογραφία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, προγραμματισμένη για τον Σεπτέμβριο του 2018. Βασίζεται σε πραγματική ιστορία και η αφίσα δείχνει τον ηθοποιό, ως Φόρεστ Τάκερ, να περπατά κρατώντας μια τσάντα και φτιάχνοντας το καπέλο του.
Το trailer της ταινίας «The Old Man and the Gun», της τελευταίας στη φιλμογραφία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ
σχόλια