Ο ΑΙΩΝΑΣ ΠΟΥ ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ είναι ο πρώτος μετά από πολλούς, που δεν θα τον διαμορφώσει η Ευρώπη. Ακόμα και ο 20ός, ο λεγόμενος «αμερικανικός» αιώνας, διαδραματίστηκε στα πεδία των μαχών και στα μέτωπα του ψυχρού πολέμου της ηπείρου. Οι μεγάλες ιδέες, του Αϊνστάιν και του Κέινς, επινοήθηκαν από Ευρωπαίους στην Ευρώπη. Το ίδιο και εκείνα τα έργα – του Πικάσο στη ζωγραφική, του Τζόις στη λογοτεχνία, του Λε Κορμπυζιέ στην αρχιτεκτονική – που τοποθετούμε κάτω από τον όρο Μοντερνισμός. Τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν αποικίες μέχρι και το δεύτερο μισό του αιώνα, γεγονός που έφερνε δυσφήμιση, αλλά και επιρροή.
Η Ευρώπη όμως δεν διαθέτει μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, έχει μειωμένο μερίδιο στην παγκόσμια παραγωγή και, καθώς εξαπλώνεται η αντίληψη του προστατευτισμού, δεν έχει καμία ελπίδα να φτάσει την αμερικανική ή την κινεζική γενναιοδωρία στις εγχώριες βιομηχανίες. Σε έναν κόσμο των αγορών, η Ευρώπη είχε μόνο μια υπερδύναμη, το λεγόμενο «φαινόμενο των Βρυξελλών», με το οποίο οι κανονισμοί της ΕΕ έγιναν το de facto παγκόσμιο πρότυπο. Ο κατακερματισμός του παγκόσμιου εμπορίου όμως μπορεί να στερήσει από την Ευρώπη ακόμη και από αυτή την συνεισφορά στη διαμόρφωση του μέλλοντος.
Ο κίνδυνος είναι να γίνει η Ευρώπη το γεωστρατηγικό ισοδύναμο ενός ατόμου που είναι πολύ όμορφο για να χρειαστεί να κάνει ή να πει κάτι ενδιαφέρον, που κολακεύεται και δεν αντιλαμβάνεται ότι ο αιώνας «γράφεται» αλλού.
Παρ’ όλα αυτά, το «εμπορικό σήμα» της Ευρώπης και ο πολιτισμικός αλλά και ο τουριστικός της αντίκτυπος παραμένουν σε ισχύ. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι αυτά τα δύο φαινομενικά αντικρουόμενα στοιχεία – η ασημαντότητα της ηπείρου στη διεθνή σκηνή και η διαρκής δημοτικότητά της – συνδέονται μεταξύ τους. Επειδή ακριβώς η Ευρώπη κυριαρχεί στο διεθνές ενδιαφέρον χωρίς να προσπαθεί, αγωνίζεται να καταλάβει πόσο περιθωριακή έχει γίνει και να βρει τρόπους να αντιδράσει. Η Ευρώπη μπορεί να υπολογίζει σε ροές επισκεπτών για τις οποίες άλλα μέρη πρέπει να παλέψουν, αποκομίζοντας ένα επίπεδο εσόδων μοναδικό στον πλούσιο κόσμο. Το 2019, το τελευταίο προ-covid έτος, ο τουρισμός αντιστοιχούσε στο 12% του ΑΕΠ στην Ισπανία, στο 8% στην Πορτογαλία και στο 7% στην Ελλάδα. Κανένα δυτικό έθνος εκτός Ευρώπης, εκτός από τη Νέα Ζηλανδία, δεν έφτασε το 3%. Ούτε η Ιαπωνία ούτε η Σιγκαπούρη, παρότι το αεροδρόμιο θα μπορούσε να αποτελεί τουριστικό προορισμό από μόνο του.
Η Ευρώπη παραμένει ελκυστική, και όχι μόνο για τους τουρίστες, ως η ήπειρος της αίγλης. Αν ένα καθεστώς θέλει να «ξεπλυθεί» μέσω του αθλητισμού (sportwashing), αποκτά την Παρί Σεν Ζερμέν, όχι τους Λέικερς. Αν ένας Κινέζος ή μια Κινέζα της υπαίθρου θέλει να διαφημίσει την ανέλιξή του στην αστική ευημερία, θα προτιμήσει τα προϊόντα πολυτελείας της LVMH, όχι τα αντίστοιχα των ΗΠΑ. Θα ήταν τρελό να μην εκμεταλλευτεί η Ευρώπη το κύρος της. Αλλά αυτή η υπεροχή της στα “soft” πρoϊόντα ενδεχομένως την τυφλώνει σε ό,τι συμβαίνει την τεχνολογία και άλλα πιο «σκληρά» πεδία ανταγωνισμού. Ο κίνδυνος είναι να γίνει η Ευρώπη το γεωστρατηγικό ισοδύναμο ενός ατόμου που είναι πολύ όμορφο για να χρειαστεί να κάνει ή να πει κάτι ενδιαφέρον, που κολακεύεται και δεν αντιλαμβάνεται ότι ο αιώνας «γράφεται» αλλού.
Κι έτσι η φράση «τουριστοπαγίδα» αποκτά νέο νόημα. Οι παγιδευμένοι δεν είναι οι επισκέπτες. Οι ντόπιοι είναι αυτοί που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, και το πρόβλημα είναι ένα είδος προσοδοφόρας στασιμότητας. Όχι, η «πληγή» του τουρισμού δεν είναι, ή δεν είναι μόνο, περιβαλλοντική. Είναι ψυχική. Στερεί το κίνητρο ενός τόπου να εκσυγχρονιστεί. Επιβραβεύει την οστεοποίηση. Εδώ και πολύ καιρό κυκλοφορούν θεωρίες σχετικά με το γιατί οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς είναι τόσο δύσκολο να εφαρμοστούν ειδικά στη μεσογειακή Ευρώπη. Καμία από αυτές τις θεωρίες δεν επιβεβαιώνεται. Το γεγονός όμως παραμένει ότι η νότια Ευρώπη μπορεί να κάνει πολλά λάθη στις πολιτικές της, τα ξεχνάει όμως τρέφοντας τον εγωισμό της με το χρήμα, το ενδιαφέρον και το πατρονάρισμα των ξένων.
Με στοιχεία από The Financial Times