Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα, στον Βύρωνα, που τότε ήταν γνωστότερος ως Κοπανάς, αλλά πολύ σύντομα η οικογένειά του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του, εργοδηγός στο επάγγελμα, ως δηλωμένος κομμουνιστής και από τα αρχαιότερα μέλη του ΚΚΕ, όλη του τη ζωή αντιμετώπιζε προβλήματα στο να βρει δουλειά κι αυτό πάντα είχε συνέπειες στα παιδιά του.
Τα πράγματα στον Βορρά δεν αποδείχτηκαν πολύ καλύτερα και, καθώς σύντομα ήρθε η Κατοχή, έζησαν μαύρες φτώχειες. Έτσι, ο μικρός Κώστας όργωνε τη Θεσσαλονίκη μ' ένα κασελάκι, πουλώντας τσιγάρα ή συμμετέχοντας στα κόλπα των παπατζήδων γύρω από τον Βαρδάρη. Για να βγάλει παραπάνω χρήματα, σκαρφιζόταν διάφορες μικροαπατεωνιές και σκανταλιές, τις οποίες χρόνια αργότερα αποκάλυπτε στις συνεντεύξεις του, διανθίζοντάς τες με κωμικά περιστατικά και προκαλώντας το γέλιο. Έτσι έκανε, άλλωστε, σε όλη του τη ζωή με μοναδικό και απολαυστικό τρόπο, καταφέρνοντας να στρέφει όλα τα φώτα πάνω του, κυρίως στη μεγάλη του πορεία στη σκηνή και κυρίως στο πανί.
Ήταν τρία αδέλφια, είχε έναν αδελφό και μια αδελφή. Οι ελπίδες των γονιών του ήταν να τον δουν στο πανεπιστήμιο, γεωπόνο ή χημικό, αν και ένας γιος κομμουνιστή, και μάλιστα μέλος στη Νεολαία των Αετόπουλων, μετά τον Εμφύλιο δεν είχε πολλές ελπίδες να προοδεύσει ή και να μακροημερεύσει.
Όταν, όμως, εντελώς τυχαία συμμετείχε σε μια ερασιτεχνική παράσταση στη κατασκήνωση του Βυζαντινού Αθλητικού Ομίλου, παριστάνοντας τον μεθυσμένο, ήταν ολοφάνερο ότι το μέλλον του ήταν αλλού. Στο σπίτι έγινε καβγάς, αλλά εκείνος το είχε αποφασίσει. Πήγε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου, μια σχολή που δεν ήταν αναγνωρισμένη, ενώ, σύμφωνα με το παλιό σύστημα, θα έπρεπε να δώσει εξετάσεις για άδεια ηθοποιού ‒ σε αυτές τις εξετάσεις απέτυχε δύο φορές.
Για δύο χρόνια αλώνιζε τη Μακεδονία μέσα στο κρύο και γενικά υπό πολύ κακές συνθήκες, παίζοντας στα μπουλούκια, μέχρι που πέρασε ακρόαση για τον θίασο της Καλής Καλό. Εκείνη αναγνώρισε το κωμικό του ταλέντο και τον ξεχώρισε μαζί με μια κοπέλα, την Κική Παπαδοπούλου, τη μετέπειτα σπουδαία τραγουδίστρια Μαρινέλλα.
Για δύο χρόνια αλώνιζε τη Μακεδονία μέσα στο κρύο και γενικά υπό πολύ κακές συνθήκες, παίζοντας στα μπουλούκια, μέχρι που πέρασε ακρόαση για τον θίασο της Καλής Καλό. Εκείνη αναγνώρισε το κωμικό του ταλέντο και τον ξεχώρισε μαζί με μια κοπέλα, την Κική Παπαδοπούλου, τη μετέπειτα σπουδαία τραγουδίστρια Μαρινέλλα.
Ήταν χάρη στην Καλό που κατέβηκε στην Αθήνα να κυνηγήσει μια καριέρα στην υποκριτική. Μάλιστα, για να επικυρώσει το φευγιό του, λίγο πριν μπει στο τρένο, σήκωσε μια μαύρη πέτρα και την πέταξε πίσω του. Από το Θέατρο Περοκέ, όπου εμφανιζόταν, περνούσε όλη η καλλιτεχνική Αθήνα και κει απέκτησε τους πρώτους του θαυμαστές.
Τότε κατηφόρισε από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα και ο μελλοντικός του μέντορας και φίλος, επίσης θεατρίνος, αλλά με βλέψεις σκηνοθέτη, Γιάννης Δαλιανίδης. Η πρώτη του ταινία, βέβαια, ήταν το 1956 με τον Γιώργο Λαζαρίδη, το «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται».
Στην αυτοκρατορία της Φίνος Φιλμ μπήκε χάρη στον Αλέκο Σακελλάριο, που του έδωσε έναν μικρό ρόλο στην ταινία του « Η κυρά μας η μαμή» (1958). Η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1961, με έναν επίσης μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στο «Η Αλίκη στο ναυτικό», έναν κωμικό ρόλο στο «Ο σκληρός άνδρας», που ο Γιάννης Δαλιανίδης «αναγκάστηκε» να γυρίσει για να περάσει τις εξετάσεις του Φίνου, ενώ ετοίμαζε την πρώτη του δραματική ταινία, τον «Κατήφορο». Αλλά και κει ο συμπατριώτης και φίλος του από τα μπουλούκια κωμικό ρόλο τού εμπιστεύτηκε.
Αν και μέγας γυναικάς από μικρός, στη μεγάλη οθόνη δεν θα καθιερωνόταν ως ζεν πρεμιέ αλλά ως πρώτης τάξεως κωμικός, ζαβολιάρης, ατζαμής και κάπως αφελής ‒ πάντα όμως ερωτύλος. Η ταινία ανέδειξε μέσα σε μια νύχτα τους πρωταγωνιστές Λάσκαρη, Κούρκουλο και Βουτσά σε σταρ, ενώ αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου, αν και με παντελώς άγνωστους ηθοποιούς καθιερώνοντας τον Γιάννη Δαλιανίδη ως έναν από τους εμπορικότερους σκηνοθέτες της εποχής.
Τα χρόνια που ακολούθησαν και κάλυψαν ολόκληρη τη δεκαετία του '60 ο Κώστας Βουτσάς αποτέλεσε αναπόσπαστο μέλος της ιδιαίτερα πετυχημένης και δημοφιλούς ομάδας-θιάσου του Δαλιανίδη. Έτσι, πρωταγωνίστησε σε αξέχαστες κωμωδίες που σήμερα θεωρούνται πλέον κλασικές, πάντα ζευγάρι με τη Μάρθα Καραγιάννη, δίνοντας συχνά σπουδαίες ερμηνείες σε ταινίες όπως το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», η «Ψεύτρα» (με την Αλίκη Βουγιουκλάκη), η «Χαρτοπαίχτρα», το «Μια κυρία στα μπουζούκια», ο «Γόης», ο «Ψεύτης», οι «Θαλασσιές οι χάντρες», ο «Τέντυ μπόι αγάπη μου», ο «Ξυπόλυτος πρίγκηψ», ο «Γαμπρός απ' το Λονδίνο», το «Κορίτσια για φίλημα», το «Για ποιον χτυπά η κουδούνα», το «Είκοσι γυναίκες κι εγώ» κ.ά.
Ακόμα κι αν δεν ήταν ο πρωταγωνιστής, ξεχώριζε για το κωμικό του ταλέντο, ενώ ατάκες σαν το «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» ή το «Κατίνα, σαλαμάκι» έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη κάθε Έλληνα, όπως και τραγουδιστικά ευρήματα σαν το «Φσσστ, μπόινγκ!» και το «Αψού, γείτσες!» ή οι καρπαζιές του στον Αλέκο Τζανετάκο και στον Σωτήρη Τζεβελέκο.
Μέσα σε σύντομο διάστημα κατάφερε να ανεβάσει το κασέ του σε ύψη ανάλογα με εκείνα της Βουγιουκλάκη και της Βλαχοπούλου (τα 3 πιο καλοπληρωμένα «β» του εμπορικού σινεμά), «προδίδοντας» μια εποχή τον Φίνο για τον Καρατζόπουλο, ο οποίος του έδωσε σχεδόν τα διπλάσια.
Παρ' όλα αυτά, στη Φίνος Φιλμ και στον Δαλιανίδη οφείλει τις δύο σημαντικότερες ταινίες και ερμηνείες του, τη «Νύχτα γάμου» και το εξαιρετικό «Ανθρωπάκι». Και στις δύο υποδύεται τον τυπικό μικροαστό, μαμάκια, αφελή, μαλθακό ερωτοχτυπημένο άντρα που δεν μπορεί να ελέγξει τη γυναίκα του. Σημειωτέον ότι και στις δύο μιλάει με κωνσταντινουπολίτικη προφορά.
Τα χρόνια της χούντας κατάφερε να μείνει ουδέτερος, αν και κυκλοφόρησε μια φωτογραφία του με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο να τσουγκρίζουν πασχαλινά αυγά σε γλέντι στρατοπέδου. Πολλά χρόνια μετά εξήγησε ότι δέχτηκε να παρουσιαστεί σε τέτοιες περιστάσεις, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος να συνεχίσει ως ηθοποιός και να μην καταλήξει εξόριστος στη Μακρόνησο.
Η δική του αντίσταση έγινε όταν έδωσε το «παρών» στο Πολυτεχνείο, με αποτέλεσμα να κοπεί εκπομπή του στην τότε κρατική τηλεόραση. Να προσθέσουμε, δε, ότι από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν, ως φόρο τιμής στον πατέρα του, ψήφιζε πάντα ΚΚΕ.
Παράλληλα, δημιούργησε τον δικό του θίασο, όπου έπαιξε όλα τα είδη θεάτρου, κυρίως όμως, κωμωδία, από φάρσα και επιθεώρηση έως μιούζικαλ και αργότερα κλασικούς. Θριάμβευσε στο «Αγάπη μου, παλιόγρια» του Νίκου Τσιφόρου, που έγινε και επιτυχημένη ταινία με τον ίδιο και την Ξένια Καλογεροπούλου, στα «Ο νονός μου ο διάβολος» και «Ο καπεταν-Κώστας στο Πόρτο-Λιμπερτά» του Κώστα Πρετεντέρη, στο «Μπαμπά, ποιος είναι ο μπαμπάς μου;» του Ασημάκη Γιαλαμά, αλλά και στου Ντάριο Φο το «Όποιος κλέβει ένα πόδι κερδίζει στην αγάπη», που ανέβασε με τη Μάρω Κοντού. Δοκιμάστηκε με ανάλογη επιτυχία και σε γυναικείο ρόλο, στη θεατρική μεταφορά της μεγάλης κινηματογραφικής επιτυχίας «Τούτσι».
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 με τη σειρά «Βαριετέ», ενώ αμέσως μετά, κατά τη Μεταπολίτευση, στη σειρά του Κώστα Πρετεντέρη, «Ονειροπαρμένος». Συνέχισε με άλλες δημοφιλείς σειρές, όπως το «Ημερολόγιο ενός θυρωρού» στην ΥΕΝΕΔ το 1979 και ο «Ανδροκλής και τα λιοντάρια του» στην ΕΡΤ το 1985, και με άλλες πολλές με την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, οπότε του δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμαστεί και σε δραματικούς ρόλους.
Με την παλιά κινηματογραφική βιομηχανία να αποτελεί παρελθόν πια, τη δεκαετία του '80 και την «αμαρτωλή» εποχή της βιντεοκασέτας συμμετείχε σε αρκετές, καθώς αυτό που τον ενδιέφερε πάντα ήταν να δουλεύει, αδιαφορώντας για την ποιότητα των σεναρίων και το επίπεδο της παραγωγής. Άλλωστε, πολλοί παλιοί του συνάδελφοι από τη Φίνος Φιλμ βρήκαν απασχόληση στο είδος, συμπεριλαμβανομένου του Δαλιανίδη, που χρησιμοποίησε ψευδώνυμο όμως.
Ήταν από τους ελάχιστους της παλιάς σχολής που τους πλησίασαν σκηνοθέτες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Κάπως έτσι προέκυψε η ταινία «Ο έρωτας του Οδυσσέα» του Βασίλη Βαφέα, χάρη στην οποία κέρδισε το 1984 το Βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Όσο ωρίμαζε, τολμούσε όλο και περισσότερες συμμετοχές σε κλασικά έργα στο θέατρο. Έτσι, το 1992 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη μετά από πρόταση του ΚΘΒΕ να πρωταγωνιστήσει στον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου. Ο Κώστας Βουτσάς, όμως, έπαιξε και σε έργα του μεγάλου κωμωδιογράφου της αρχαιότητας, Αριστοφάνη, στις «Θεσμοφοριάζουσες», στους «Σφήκες» και στους «Όρνιθες», σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο, όπου σημειώθηκε κοσμοσυρροή.
Τα τελευταία χρόνια συμμετείχε σε μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Μπαμπά, μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή» του Αλέξανδρου Ρήγα, ή σε υπερπαραγωγές όπως το «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση, αλλά και σε παιδικές παραστάσεις.
Γλεντζές και κοσμοπολίτης, δεν πέρασε νύχτα που να μην κυκλοφορήσει στις κοσμικές πιάτσες, από νέος και δημοφιλής σταρ της Φίνος Φιλμ μέχρι πρόσφατα, σκορπώντας γέλια και χαρά σε φίλους και γνωστούς. Σημαντικός συλλέκτης έργων τέχνης, εξέπληττε ευχάριστα με τις γνώσεις του στον εικαστικό τομέα, ενώ μεγάλη του καλλιτεχνική επιθυμία ήταν να πάρει τα δικαιώματα του «Αmour» του Μίκαελ Χάνεκε για να γυρίσει το ελληνικό remake.
Ακάματος «κυνηγός» και εραστής, συνδέθηκε με πολλές γυναίκες περισσότερο ή λιγότερο γνωστές, όπως η ντίβα της επιθεώρησης Σπεράντζα Βρανά, ενώ έχει στο ενεργητικό του τέσσερις γάμους και τέσσερα παιδιά. Από τον πρώτο γάμο του με την Έρρικα Μπρόγιερ απέκτησε μια κόρη, τη Σάντρα, από τον δεύτερο γάμο του με τη Θεανώ Παπασπύρου δύο κόρες, τη Θεοδώρα και τη Νικολέτα.
Δικό του παιδί θεωρούσε τον ηθοποιό Άνθιμο Ανανιάδη, παιδί της τρίτης του γυναίκας, Εύης Καραγιάννη, αλλά έπρεπε να περάσει το κατώφλι των 80 ετών για να αποκτήσει ένα αγοράκι, τον Φοίβο, από τον τέταρτο γάμο του με την κατά 39 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό και θεατρική παραγωγό Αλίκη Κατσαβού.
Σκηνή από το εξαιρετικό «Ανθρωπάκι»
Φσσστ, μπόινγκ! (Κάτι να καίει, 1963)
Κορίτσια για φίλημα, 1965
σχόλια