Η φετινή θεατρική σεζόν που σταδιακά οδεύει προς το τέλος της ήταν μάλλον περίεργη για τον Μιχάλη Οικονόμου. Ξεκίνησε με τον ρόλο του σε μια ηχηρή παραγωγή, τις «Ιδιωτικές Ζωές», δίπλα σε ονόματα του mainstream θεάματος όπως η Ζέτα Μακρυπούλια και ο Αποστόλης Τότσικας, η οποία, ενώ αρχικά ήταν προγραμματισμένη να διαρκέσει μέχρι το Πάσχα, τελικά κατέβηκε κακήν-κακώς μέσα σε έναν μήνα.
Ενώ λοιπόν οι οιωνοί δεν ήταν οι καλύτεροι, τελικά η σεζόν καταλήγει με τον καλύτερο τρόπο για τον Μιχάλη: Παράλληλα με τη συμμετοχή του στο ανέβασμα του «Ξένου» του Αλμπέρ Καμί στο Από Μηχανής Θέατρο, που μόλις ολοκλήρωσε τις παραστάσεις του, παίζει στο έργο που σταδιακά αναδεικνύεται στο «sleeper hit» της χρονιάς.
Ο «Αρίστος» στο Θέατρο Νέου Κόσμου ήδη έχει πάρει την πρώτη του παράταση μέχρι τα τέλη Μαΐου (και επέκταση από Δευτερότριτα σε καθημερινές), έπειτα από αλλεπάλληλα sold-outs – και δικαίως αφού, κατά τη γνώμη μου, είναι από τις πραγματικά αξιόλογες φετινές δουλειές.
Η αλήθεια πάντα φαίνεται, όσο κι αν προσπαθείς να την κουκουλώσεις. Το βιβλίο του Κοροβίνη σου τα εξηγεί όλα, αλλά ταυτόχρονα έχει τον ρομαντισμό και το μέλι του λούμπεν και του παράνομου. Για να σ' το πω όπως το ένιωσα, αυτό το βιβλίο είναι «σπέρμα, δάκρυα, ιδρώτας και γη». Σαν να τα ανακάτεψε και σ' τα πέταξε στα μούτρα – αλλά σου άρεσε που σ' τα πέταξε.
Είναι το πρώτο θέμα που επιχειρώ να συζητήσουμε, όταν βρισκόμαστε τη Μεγάλη Τετάρτη. Ο ίδιος δεν έχει να πει και πολλά επ' αυτού. «Φοβήθηκα. Με τις "Ιδιωτικές Ζωές" στο μυαλό μου είχα κλείσει μέχρι τον Απρίλιο. Καμιά φορά δεν έχουν νόημα και οι λόγοι, κάποια παράσταση πιάνει χωρίς να καταλάβεις πώς και γιατί έπιασε –καθώς δεν σημαίνει πως ό,τι πιάνει είναι πάντα καλό–, και κάποιες δεν πιάνουν. Αποδείχθηκε ότι καμία πόρτα δεν κλείνει χωρίς να ανοίξει μια άλλη, αν δεν πιέζεις τα πράγματα και δεν τα τραβάς από τα μαλλιά.
»Ο "Αρίστος" είχε δώσει δείγματα ότι θα πάει καλά από πριν ανέβει, όχι μόνο από την προπώληση, αλλά κι επειδή σε όποιον έλεγα ότι δουλεύουμε αυτό το θέμα, είχε να μου πει μια γνώμη πάνω στην υπόθεση του Δράκου του Σέιχ Σου».
Ο «Αρίστος» βασίζεται στο βραβευμένο λογοτεχνικό έργο του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του θανάτου» (εκδ. Άγρα, 2010) και πραγματεύεται την πολύκροτη υπόθεση που στοίχειωνε για χρόνια τη Θεσσαλονίκη και άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της, τόσο στην ελληνική δικαιοσύνη όσο και στη μεταπολεμική πολιτική ζωή του τόπου.
Πρόκειται για μια υπόθεση που έχει λάβει διαστάσεις αστικού θρύλου και για την οποία όντως όλοι οι «παλιοί» Θεσσαλονικείς έχουν κάτι να πουν, αλλά και οι νεότερες γενιές την έχουν ζήσει μέσα από αφηγήσεις. Ταυτόχρονα ασκεί μια τόσο απόκοσμη γοητεία, που όσο την ψαχουλεύεις βιβλιογραφικά, τόσο περισσότερο «κολλάς».
«Είναι και η ίδια η λέξη, "δράκος". Δεν είναι δολοφόνος, εγκληματίας, μαχαιροβγάλτης» προσθέτει ο Μιχάλης. «Ο δράκος δεν έχει πρόσωπο, φαντάζεσαι ένα πλάσμα με μια παραμυθένια χρυσόσκονη από πάνω, που ταυτόχρονα συνδέεται με αποτρόπαια εγκλήματα ερωτικής και σεξουαλικής φύσης. Και όλο αυτό έγινε μέσα σε ένα δάσος.
»Πολλοί άνθρωποι ήρθαν και μας είπαν τις εμπειρίες τους, ότι όταν ήταν μικροί οι γονείς τους δεν τους άφηναν να πάνε να παίξουν έξω, ότι κοιμόντουσαν με τσεκούρια κάτω από τα κρεβάτια».
Ο Μιχάλης δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη Θεσσαλονίκη, πέρα από μια παλαιότερη τρίμηνη παραμονή του εκεί, όταν η «Κατσαρίδα» –στην οποία έπαιζε με τον συμφοιτητή του από τη σχολή του Εθνικού, Γιώργο Παπαγεωργίου, που τώρα τον σκηνοθετεί στον «Αρίστο»– είχε ανέβει για παραστάσεις στη συμπρωτεύουσα.
Για να μπει στο πετσί του έργου, βέβαια, όφειλε να αφουγκραστεί με κάποιο τρόπο την πόλη, τις γωνιές της, τη βρομιά και τη λάμψη της, να έχει μια χωροταξική κατανόηση για όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν μοναδική.
«Ο Γιώργος τότε μου γνώρισε πολλά σημεία της Θεσσαλονίκης που περιγράφονται στον "Αρίστο". Είχα καθαρή εικόνα για το πού βρίσκεται το καθετί, ανατολικά, δυτικά, πάνω, κάτω. Περισσότερο δεν είχα ασχοληθεί με την υπόθεση μέχρι που μου έκανε ο Γιώργος την πρόταση και έπαθα πλάκα με το βιβλίο. Η επιτυχία της παράστασης είναι που έχει μεταφέρει όλη την εσάνς του βιβλίου».
Το βιβλίο του Κοροβίνη αποτελείται από μονολόγους ανθρώπων που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, γνώρισαν σε κάποια φάση της ζωής του, από την παιδική του ηλικία μέχρι την εκτέλεσή του, τον Αριστείδη Παγκρατίδη, τον άνθρωπο που η ελληνική δικαιοσύνη αποφάνθηκε ότι ήταν ο περιώνυμος Δράκος – τον άνθρωπο στον οποίο, κατά πολλούς, η ελληνική δικαιοσύνη «φόρτωσε» τα εγκλήματα του αληθινού Δράκου για να λύσει κακήν κακώς την ανεξιχνίαστη επί πενταετία υπόθεση και να στρέψει την κοινή γνώμη αλλού, την περίοδο δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.
Η εκτέλεσή του το 1968 ήταν μία από τις τελευταίες φορές που εφαρμόστηκε η θανατική ποινή στη χώρα μας και ακόμα και σήμερα θεωρείται από πολλούς εγκληματολόγους μία από τις πιο ξεκάθαρες υποθέσεις κακοδικίας στα χρονικά της ελληνικής δικαιοσύνης.
Ανάμεσα σε άλλους, δύο αμιγώς κωμικοί μονόλογοι του έργου –μέσα στην όποια τραγικότητά τους–, που δεν χρειάζεται να αποκαλύψουμε ποιοι είναι ακριβώς, ερμηνεύονται από τον Μιχάλη. «Ο καθένας από τους μονολόγους θα μπορούσε από μόνος του να γίνει μια αυτόνομη παράσταση» θεωρεί.
«Με ταξίδεψε τόσο πολύ αυτό το πράγμα. Αυτός είναι ο στόχος της παράστασης, να αποδοθεί η μνήμη του Αρίστου και να φανεί ο μηχανισμός που διαχρονικά υπάρχει σε αυτό το κράτος, αυτή η πατριωτίλα, η εθνικιστίλα, που ελίσσονται και προσαρμόζονται σε κάθε εποχή.
»Η Ελλάδα οφείλει τις σημερινές μας δυσκολίες στις εποχές που ξεκίνησε ο αλληλοσπαραγμός, οι έριδες μεταξύ των ίδιων των Ελλήνων, δεξιών, αριστερών, χαφιέδων, παρακράτους. Σήμερα; Σκάνδαλο Novartis! Τι θα κάνουμε; Ας βγάλουμε μπροστά το μακεδονικό, ας κάνουμε κι ένα συλλαλητήριο να πάει όλος ο κόσμος εκεί.
»Η αλήθεια ωστόσο πάντα φαίνεται, όσο κι αν προσπαθείς να την κουκουλώσεις και όλα τα εξιλαστήρια θύματα τελικά γίνονται οι "διάσημοι" της ιστορίας, από τον Χριστό μέχρι τον Ξένο του Καμί. Το βιβλίο του Κοροβίνη σου τα εξηγεί όλα, αλλά ταυτόχρονα έχει τον ρομαντισμό και το μέλι του λούμπεν και του παράνομου. Για να σ' το πω όπως το ένιωσα, είπα του Γιώργου ότι αυτό το βιβλίο είναι "σπέρμα, δάκρυα, ιδρώτας και γη". Σαν να τα ανακάτεψε και σ' τα πέταξε στα μούτρα – αλλά σου άρεσε που σ' τα πέταξε.
»Γι' αυτό χρησιμοποιούμε στην παράσταση τα τέσσερα στοιχεία, φωτιά, χώμα, νερό, αέρα, τις μυρωδιές από τον καφέ στο γκαζάκι, το άρωμα, το τσιγάρο.
»Αυτή νομίζω είναι η μαγκιά στο καλό θέατρο, να μην τα περιγράφεις όλα όπως είναι, αλλά να αφήνεις ρεφενέ από το δικό σου κομμάτι στο κοινό, ώστε να το παίρνει και να το πολλαπλασιάζει, ως καταλύτης».
Το έργο, όπως και το βιβλίο άλλωστε, παίρνει θέση υπέρ του Παγκρατίδη, χωρίς ωστόσο να τον ηρωοποιεί, καταφέρνοντας να κρατήσει τις ισορροπίες.
Τελικά, είναι αδύνατον να ασχοληθείς με τον Δράκο και να είσαι αποστασιοποιημένος; «Στις πρόβες είχαμε περάσει μια περίοδο που θέλαμε να είμαστε ουδέτεροι. Μέσα από αυτές όμως τα πράγματα σηκώνονται και παίρνουν σάρκα και οστά» θυμάται ο Μιχάλης. «Ήταν αδύνατο να μην πάρουμε θέση. Σαν να μας οδήγησε μια αόρατη δύναμη να δικαιώσουμε αυτό τον άνθρωπο.
»Γενικά έγιναν κάποια πράγματα, αν όχι μεταφυσικά, τυχαία, στην περίοδο των προβών και πριν, πολλές συμπτώσεις. Ο Γιώργος ήθελε εδώ και χρόνια να ανεβάσει αυτό το έργο αλλά κάτι συνέβαινε πάντα και σταματούσε. Όλα έκατσαν τη σωστή στιγμή. Φέτος κλείνουν 50 χρόνια από την εκτέλεσή του. 16 Φεβρουαρίου, 7:06 τα χαράματα εκτελέστηκε. Εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα και ήθελα να δω πώς χαράζει ο ήλιος, πώς μπορεί να ήταν η θερμοκρασία. Βέβαια, άλλο Αθήνα και άλλο Θεσσαλονίκη, αλλά εγώ ξαγρύπνησα. Πιστεύω λίγο σε αυτά».
Γνωρίζω από τα social media ότι ο Μιχάλης πιστεύει στον Θεό και ασχολείται με το τελετουργικό της ορθοδοξίας. Παραγγέλνουμε καφέ και ζητά γάλα σόγιας. «Καμιά φορά έκοβα το κρέας τη Μεγάλη Σαρακοστή, φέτος δοκιμάζω να νηστέψω και τα γαλακτοκομικά. Νιώθεις το μυαλό σου ξεθολωμένο, πιο διαυγές, πώς να σ' το πω, και το σώμα σου πιο ελαφρύ. Εντάξει, δεν καταπιέστηκα, δύο μέρες που πήγα στα Καλάβρυτα έφαγα παϊδάκια.
»Πιστεύω στον Θεό και θέλω να είμαι ζωντανό μέλος της Εκκλησίας, αλλά όχι αυτού που καταλαβαίνει κανείς και σφίγγει τα δόντια. Η σχέση μου με την Εκκλησία είναι η έξοδος από τον εαυτό και την εγωπάθειά μου, είναι μοίρασμα με τους άλλους και παράδοση σε μια δύναμη πάνω από μένα που με φροντίζει και με αποδέχεται ολοκληρωτικά.
»Πρώτα με γοήτευσε η τέχνη της εκκλησίας, η αγιογραφία. Πάω φέτος για δίπλωμα βυζαντινής μουσικής και είμαι στο ψαλτήρι της Αγίας Βαρβάρας Αργυρούπολης. Είμαστε όλοι νέα παιδιά εκεί και ερευνούμε τις τάσεις και τις σχολές της βυζαντινής μουσικής, αλλά με πολύ ζωντανό και σύγχρονο τρόπο. Για τον Θεό μόνο μέσα από την ποίηση μπορείς να μιλήσεις και όχι μέσα από την πίεση, όπως κάνουν κάποιοι ιεράρχες».
Σε κάποιο σημείο της συζήτησής μας, με αφορμή την ανάμνηση μιας παλιότερης θεατρικής περιόδου, ο Μιχάλης μου εκμυστηρεύεται ότι τότε βίωνε μια πολύ αυτοκαταστροφική περίοδο.
Σήμερα, ωστόσο, 8 χρόνια μετά το μεγάλο «μπαμ» του με τα «Άγρια Παιδιά», μία από τις τελευταίες καλές σειρές της χρυσής εποχής της ελληνικής τηλεόρασης, την οποία δυστυχώς πρόλαβε και «έγλειψε» η κρίση, ο ίδιος παραμένει ένας από τους προνομιούχους ηθοποιούς που καταφέρνουν να έχουν αφήσει διακριτό στίγμα τόσο στο θέατρο, όσο και σε τηλεόραση και κινηματογράφο.
«Εγώ πάντα αναζητώ το "Πρόσωπο", και στη δουλειά μου και στη ζωή μου, σε μια Ελλάδα που όλοι θέλουν πάντα να βάζουν τους ανθρώπους σε κουτάκια» περιγράφει.
«Έχω μια σχέση συζυγίας με το θέατρο, το έχω παντρευτεί, με ζει και με εξελίσσει καλλιτεχνικά. Ο έρωτάς μου όμως είναι ο κινηματογράφος. Κατ' αρχάς γιατί δεν κάνω συχνά. Δεν ξέρω, με μαγεύει ως διαδικασία αυτό το κολλάζ, που από τη μια στιγμή στην άλλη ξεκινά το μοτέρ και πρέπει να είσαι 100% εκεί, η επαφή με την κάμερα, το πέρασμα στην ιστορία – γιατί είμαστε και λίγο ματαιόδοξοι. Το θέατρο εξαϋλώνεται τη στιγμή που το κάνεις.
»Γι' αυτό θέλω να παίζω συχνά, έστω σε μικρού μήκους, και αν μου αρέσει λίγο το σενάριο, λέω συνήθως ναι, για να ανανεώνω τη σχέση μου με την κάμερα, που δεν είναι απλή.
»Από την άλλη, η τηλεόραση μπορεί να τονώσει και το θέατρο και τον κινηματογράφο, αν γίνονται καλές δουλειές, που δυστυχώς είναι πια λίγες. Η λύση πια πάει σε κάτι όπως το Netflix, αν καταφέρει να μπει και η Ελλάδα στην παραγωγή του».
Την επόμενη εβδομάδα βγαίνει στις αίθουσες η «Μπλε Βασίλισσα» του Αλέξανδρου Σιπσίδη, ένα φιλμ δράσης και ο δεύτερος πρωταγωνιστικός ρόλος του Μιχάλη σε μεγάλου μήκους ταινία, όπου υποδύεται έναν «φλώρο μαφιόζο».
«Τέσσερις μαφιόζοι κλέβουν ένα διαμάντι και βλέπουμε τέσσερις φορές την ίδια ιστορία από διαφορετική οπτική γωνία. Το καλοκαίρι θα είμαι και σε μια διεθνή μίνι σειρά, για την οποία ακόμα δεν μπορώ να πω πολλά, αλλά είμαι πολύ χαρούμενος!».
Μπλε Βασίλισσα - Trailer
Παράλληλα, πριν από μερικές μέρες, είδαμε το υπέροχο «Χρυσόψαρο», την ευαίσθητη μικρού μήκους του Γιώργου Αγγελόπουλου που επιλέχθηκε από το BFI Flare, το φεστιβάλ LGBT ταινιών του Βρετανικού Ινστιτούτου, ως μία από τις 5 ταινίες που διανεμήθηκε online για να τη δουν θεατές από όλο τον κόσμο.
Κόντρα ρόλος κι εκεί για τον Μιχάλη, καθώς υποδύεται έναν πατέρα που φρικάρει επειδή ο πιτσιρικάς γιος του πιστεύει ότι το χρυσόψαρό του είναι γκέι. «Πήρα στοιχεία από το πώς νόμιζα ότι με αντιμετώπιζε ο πατέρας μου, παρ' όλο που δεν έχω βιώσει ποτέ κάτι τέτοιο».
Ο ίδιος είναι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες ηθοποιούς που έχουν επιχειρήσει θαρραλέο coming out και μάλιστα, στα social media του, έχει αναφερθεί πλέον και στη συντροφική του σχέση.
Όταν τον ρωτώ πόσο δύσκολη ήταν μια τέτοια απόφαση σε μια Ελλάδα που οι ανοιχτά ομοφυλόφιλοι γνωστοί καλλιτέχνες είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, ο ίδιος επιστρέφει σε εκείνη την αυτοκαταστροφική περίοδο της ζωής του που «τον είχε καταναλώσει».
«Κάθε καλλιτέχνης έχει μέσα του έναν δαίμονα. Καμία εμπειρία δεν πετάω, τις κρατάω όλες στη βαλίτσα μου» εξηγεί. «Ωρίμασα και τελικά με αποδέχτηκα. Το πρώτο βήμα ήταν να μιλήσω στους γονείς μου. Σε μεγάλη ηλικία, αφού δεν το είχα κάνει νωρίτερα. Κουβαλάς αυτό το βάρος και γίνεται πέτρα και κοτρόνα στο κεφάλι σου, που μαθαίνει να πολλαπλασιάζει τα βάρη. Μίλησα και μου είπαν "ΟΚ, ε και; Σ' αγαπάμε". Αφού λοιπόν οι γονείς μου δεν είχαν πρόβλημα...
»Ο καθένας κάνει το δικό του coming out όταν νιώσει έτοιμος. Απλά τα πράγματα γίνονται πιο μεγάλα στο κεφάλι μας όταν δεν λέγονται, παρά όταν τα πούμε και φύγει η τοξίνη από μέσα μας.
»Όταν ασχολήθηκα με το θέατρο, αισθάνθηκα ότι βρίσκομαι σε έναν χώρο που ειδικά αυτό το θέμα είναι αποδεκτό. Γενικά δεν έχω νιώσει αντιπάθεια και ανταγωνισμό στο θέατρο ή υπάρχουν και για κάποιο λόγο το μάτι μου, που θα έπρεπε να τα βλέπει, δεν κοιτάει προς τα εκεί».
Πώς όμως νιώθει για το θεωρητικά «ασυμβίβαστο» του σεξουαλικού του προσανατολισμού και της πίστης του στον Θεό, στην Ελλάδα του Αμβρόσιου και του κάθε Αμβρόσιου; «Αυτό μπορεί να προκαλεί και μου αρέσει, αν προκαλεί. Αν είμαστε υπέρ της διαφορετικότητας, ας αποδεχτούμε και τη διαφορετικότητα που μας φαίνεται παράξενη, όχι μόνο εκείνη που πρέπει να υποστηρίξουμε και μας βολεύει.
»Δεν νιώθω πάντα άνετα και ευπρόσδεκτος μέσα στην εκκλησία, αλλά γι' αυτό φταίει ο άνθρωπος, τα "κουτάκια" που λέγαμε, όχι ο Θεός. Ο Αμβρόσιος λέει στερεοτυπικά τη λέξη "ομοφυλόφιλος" και νομίζει ότι ξεμπερδεύει με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Αν σταθεί μπροστά σε έναν ομοφυλόφιλο και του μιλήσει κοιτάζοντάς τον στα μάτια, νομίζω ότι και ο ίδιος θα συγκλονιστεί».
Info
Παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου»
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Παίζουν: Ελένη Ουζουνίδου, Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Χριστοδούλου
Άλλοι Συντελεστές: Διασκευή: Θεοδώρα Καπράλου
Μουσική επιμέλεια: Θωμάς Κοροβίνης
Θέατρο του Νέου Κόσμου - Κεντρική Σκηνή (Αντισθένους 7 & Θαρύπου, 210 9212900)
Δευτ.-Τρίτη 21:15, Κυρ. 19:00, από 10/10 εως 8/1
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 13.4.2018