Ο ταξιτζής που μας μεταφέρει από το ξενοδοχείο στο μουσείο Larco μιλάει ελάχιστα αγγλικά, αλλά προσπαθεί με τις λίγες λέξεις που ξέρει να μας μεταδώσει τον ενθουσιασμό του για τα 12 συνολικά μετάλλια (τα 7 στο σερφ) που έχει κερδίσει το Περού στους Παναμερικανικούς Αγώνες, που φέτος έγιναν στη Λίμα. Μας πηγαίνει από την παραλιακή οδό, κατά μήκος της τεράστιας σε έκταση ακτής που συμπεριλαμβάνει και το Larcomar -ένα σχεδόν αόρατο σύμπλεγμα από μοδάτα μαγαζιά και εστιατόρια διεθνών αλυσίδων χτισμένο στον γκρεμό κάτω από τη Miraflores-, το οποίο είναι στην ουσία ένα mall με υπέροχη θέα τον ωκεανό. Είναι νωρίς το πρωί και στα κύματα του Ειρηνικού οι σέρφερς κάνουν προπόνηση, παρόλη την κακοκαιρία. Βρέχει και κάνει κρύο, δεν πρέπει να έχει πάνω από 10 βαθμούς και βρισκόμαστε σε κατάσταση διπλού σοκ, επειδή έχουμε χάσει μία ολόκληρη μέρα στο 15ωρο ταξίδι με το αεροπλάνο και επειδή από τους 40 βαθμούς της Αθήνας βρεθήκαμε στο καταχείμωνο. Η πρώτη εικόνα που έχουμε από την πόλη είναι καταθλιπτική και μουντή, κόντρα σε αυτό που λέγεται ότι η Λίμα είναι η πιο στεγνή πόλη του κόσμου μετά το Κάιρο. Και τις τρεις μέρες που βρεθήκαμε εκεί η μέρα ξεκίνησε με καταχνιά και βροχή.
Από τα παράθυρα του αυτοκινήτου βλέπουμε την πόλη που έχει ξυπνήσει από τα χαράματα. Η κίνηση (ένα από τα πιο μεγάλα προβλήματα της Λίμα) είναι απελπιστική, για τα δέκα χιλιόμετρα από τη Miraflores μέχρι το μουσείο το αστικό λεωφορείο χρειάζεται μιάμιση ώρα. Τα λεωφορεία είναι μικρά, παλιά και χωρίς σταθερό ωράριο στα δρομολόγια, στις κεντρικές στάσεις βγαίνει ένας εισπράκτορας και φωνάζει το σημείο προορισμού και αν έχεις τύχη διάβαινε... Το ταξί είναι ακριβό για τα δεδομένα του Περού, αλλά κάνει την ίδια απόσταση σε είκοσι λεπτά. Όσο πλησιάζουμε προς το Pueblo Libre η εικόνα αλλάζει και η διαδρομή γίνεται απολαυστική με ένα πολύ ιδιαίτερο τοπικό χρώμα, αρχίζουν να εμφανίζονται τα πολύχρωμα τρίκυκλα ταξί και τα «αποικιακά» σπίτια με τα έντονα χρώματα και τους κήπους με τους τεράστιους κάκτους. Το Pueblo Libre είναι μία από τις πιο όμορφες περιοχές της Λίμα, με ανθρώπους της μεσαίας τάξης και μαζεμένες τις περισσότερες πλατείες από κάθε άλλη περιοχή. Εκεί βρίσκεται και το πιο δημοφιλές μουσείο της πόλης, το Museo Nacional de Arqueología, Antropología.
H πόλη θεωρείται γαστρονομικός παράδεισος και το φαγητό της μαζεύει όλο και περισσότερα βραβεία, αλλά ελάχιστοι Περουβιανοί μπορούν να πάνε σε ένα καλό εστιατόριο. Δεν μπορούμε να πιούμε ούτε καν καφέ της προκοπής, γι' αυτό δεν θα δεις πολύ ντόπιο κόσμο να πίνει καφέ
Ο πορτιέρης του Larco μας διαβεβαιώνει ότι η περιοχή είναι ασφαλής για να την περπατήσουμε, αλλά τα πιο πολλά σπίτια είναι ζωσμένα με ηλεκτροφόρα καλώδια και με σιδερένιους φράκτες που καταλήγουν σε αιχμηρές άκρες. Και όλα, πόρτες-παράθυρα, έχουν σιδεριές. Το άλλο μεγάλο πρόβλημα της Λίμα είναι η εγκληματικότητα. Σύμφωνα με τον οδηγό (Lonely Planet, έκδοση Ιούλιος 2019), είναι ελάχιστες οι περιοχές όπου δεν κινδυνεύεις να σε ληστέψουν, ειδικά όταν φαίνεται ότι είσαι τουρίστας. Μάλιστα, λίγες μέρες πριν, σε ένα καλό ξενοδοχείο στον Άγιο Ισίδωρο, μπήκαν μέρα μεσημέρι ληστές και άρπαξαν από τους πελάτες τα λεφτά και τα διαβατήρια. Ο Άγιος Ισίδωρος είναι δίπλα ακριβώς στη Mirafllores, περιοχή που θεωρείται καλή και εντελώς κέντρο.
Αν πιστέψεις τον οδηγό, ταξί δεν μπορείς να πάρεις απ' το δρόμο γιατί κινδυνεύεις να σε ληστέψει ο ταξιτζής, αυτοκίνητο δεν μπορείς να νοικιάσεις γιατί κινδυνεύεις από τους πειρατές των δρόμων (τα πιο πολλά υπεραστικά λεωφορεία έχουν τουαλέτα και κάνουν ελάχιστες στάσεις στη διαδρομή), είναι μεγάλο ρίσκο να περπατήσεις σε γειτονιά εκτός κέντρου, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί η Λίμα είναι τόσο αδικημένη πόλη, παρόλο που είναι καταπληκτική, μία μεγαλούπολη που τα έχει όλα. Ο ξεναγός του μουσείου μας λέει ότι σπάνια είναι προορισμός, όλοι σχεδόν οι τουρίστες έρχονται για μία ή δύο το πολύ μέρες και μετά κατευθύνονται στο Μάτσου Πίτσου, μου θύμισε την Αθήνα μέχρι πριν από μερικά χρόνια που ήταν απλά μια στάση για τα νησιά. Βέβαια, η Λίμα είναι η γαστρονομική πρωτεύουσα της Νότιας Αμερικής, το φαγητό της είναι απίθανο και έχει επισκέπτες που έρχονται μόνο για να φάνε, αλλά κι αυτοί έρχονται και τρώνε για ένα διήμερο του σκασμού και μετά κατευθύνονται προς το νότο.
Η Ρόζα, μία Περουβιανή καλλιτέχνις που έζησε αρκετά χρόνια στην Ελλάδα και επέστρεψε στην Λίμα το 2008, όταν άρχιζε να δυσκολεύει η κατάσταση στην Αθήνα, μας συμβούλεψε να αποφεύγουμε τα τουριστικά μέρη (ειδικά την αγορά Ίνκας και όπου σε στέλνουν οι πιο πολλοί ταξιδιωτικοί οδηγοί) γιατί, γενικά στο Περού, τα πάντα έχουν δύο τιμές, μία για τους ντόπιους και μία για τους τουρίστες. Ειδικά τα ταξί, επειδή δεν έχουν ταξίμετρο, χρεώνουν σχεδόν τα διπλάσια στους ξένους. Μας είπε, επίσης, ότι λόγω της κατάστασης που δημιούργησε το καθεστώς του Σάντος στην Κολομβία, η Λίμα έχει γεμίσει με Κολομβιανούς που ανεβάζουν ακόμα περισσότερο τα ποσοστά εγκληματικότητας. Τις περιοχές όπως την La Victoria και τις παραγκουπόλεις που σκεπάζουν τους πολλούς λόφους γύρω από την πόλη τις αποφεύγουν ακόμα και οι ντόπιοι. Σε αυτές τις περιοχές, ομάδες κατοίκων που αποτελούν τους «αυτόκλητους τιμωρούς του Facebook» έχουν οργανωθεί μέσα από τα social media και προσπαθούν να καταπολεμήσουν το έγκλημα με πολύ σκληρές τακτικές, επειλές, εκφοβισμούς, ακόμα και δολοφονίες. Δημιουργούν έτσι έναν φαύλο κύκλο, γιατί δεν απέχουν και πολύ από την βία των μαφιόζων και των γκάνγκστερ -που είναι μάστιγα στις φαβέλες.
Το μουσείο Larco είναι από κάθε άποψη το πιο εντυπωσιακό από όλα τα μουσεία με προκολομβιανή τέχνη που επισκεφτήκαμε (τα άλλα δύο ήταν το εξαιρετικό τοπικό μουσείο στην Ίκα και το επίσης πολύ ενδιαφέρον μουσείο του Κούσκο). Το ιδιωτικό μουσείο που ιδρύθηκε το 1926 και στεγάζεται σε ένα πολύ όμορφο κτίριο του 18ου αιώνα, από την εποχή της αντιβασιλείας, έχει υπέροχους κήπους με παράξενους κάκτους, ντόπιες ορχιδέες και τέχνη 10.000 χρόνων, από όλους τους αρχαίους πολιτισμούς του Περού μέχρι και τους Ίνκας. Περιέχει ολόκληρη την συλλογή του Rafael Larco Herrera, με 8.000 αντικείμενα από την Roa, 6.000 από την Carranza, και πολλά και πολύ καλοδιατηρημένα αντικείμενα από την κοιλάδα Chicama, το Trujillo, το Virú, την Chimbote, αλλά και εκπληκτικά αγγεία-έργα τέχνης από την Nazca, ταξινομημένα ανά περιοχή και ανά περίοδο, καταλήγοντας στα εκθέματα από χρυσό και ασήμι και τη μεγαλύτερη συλλογή από προκολομβιανά κοσμήματα από κάθε άλλο μουσείο του Περού: φανταχτερά στολίδια για τα κεφάλια και τα σώματα ντόπιων ευγενών από κάθε εποχή, μάσκες, σκουλαρίκια, κοσμήματα μύτης, στέμματα και καλύμματα σώματος, διακοσμημένα με ημιπολύτιμους λίθους και κοχύλια. Εκτός από τα κεραμικά και τα βάζα από πολύτιμα μέταλλα που χρησιμοποιούνταν για καθημερινή χρήση, το μουσείο έχει και την μεγαλύτερη συλλογή ερωτικών κεραμικών στον κόσμο, -κάποια, μάλιστα, δείχνουν και σεξουαλικά μεταδιδόμενες αρρώστιες που ήταν γνωστές στην περιοχή πριν από την εποχή των Ίνκας. Η συλλογή με τα ερωτικά φιλοξενείται σε ξεχωριστό κτίριο στον κήπο, δίπλα στο πολύ καλό καφέ-εστιατόριο του μουσείου που είναι το μόνο αξιόλογο στην περιοχή.
Η συλλογή που «θα σε κάνει να κοκκινίσεις» -σύμφωνα με το Atlas Obscura- περιέχει ερωτικές περιπτύξεις κάθε είδους, για αναπαραγωγή αλλά και για ευχαρίστηση (αυνανισμό, σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ανδρών, στοματικό σεξ, πρωκτικό, αλλά και σεξ μεταξύ ανθρώπων και ζώων, ανθρώπων και θεών, ή μεταξύ ζωντανών και νεκρών), κι άλλα που τιμούν την γονιμότητα και την μητρότητα (κάποια έργα δείχνουν γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης, να γεννούν, ή να θηλάζουν). Τα κεραμικά που είναι πολύ τολμηρά ακόμα και με τα σημερινά στάνταρ, είναι μία απόδειξη για το πόσο ανοιχτόμυαλοι ήταν οι άνθρωποι της προκολομβιανής εποχής, με ιδιαίτερη σχέση με τη φύση και τους θεούς, χωρίς προκαταλήψεις και ταμπού με τη σεξουαλικότητά τους. Κι είχαν χιούμορ, το καταλαβαίνεις από τα σχέδια στα αγγεία και τα ερωτικά συμπλέγματα –ένα από αυτά, που είναι σαν πορνό έκδοση των Τσιπ και Ντέιλ, δείχνει δυο σκιουράκια να κάνουν σεξ. Βέβαια, έκαναν ανθρωποθυσίες, αλλά κανένας πολιτισμός δεν είναι τέλειος. Μετά ήρθαν οι Ισπανοί και ο χριστιανική θρησκεία και κατέστρεψαν μία κουλτούρα χιλιάδων χρόνων, μετατρέποντας τους ανθρώπους σε συντηρητικούς και θρησκόληπτους, εξαφανίζοντας σχεδόν κάθε ίχνος του πολιτισμού τους. Οι Περουβιανοί έζησαν για 450 χρόνια ως σκλάβοι των Ισπανών και είναι θαύμα το πώς κατάφεραν να διατηρήσουν μέχρι σήμερα συνήθειες και παραδόσεις αιώνων –κάτι που ισχύει κυρίως στα απομονωμένα χωριά των Άνδεων.
Τη Λίμα την έχτισαν οι Ισπανοί ως «πόλη των Βασιλιάδων» το 1535, ανασχεδιάζοντας το αστικό κέντρο της αρχαίας πόλης, φτιάχνοντας μπαρόκ εκκλησίες και πολυτελείς επαύλεις (casonas), ενώ την ξαναέχτισαν αρκετές φορές –επειδή καταστράφηκε από σεισμούς- στα πρότυπα ευρωπαϊκών πόλεων (κυρίως τις μεγάλες λεωφόρους του Παρισιού), γι' αυτό έχει και αρκετά ευρωπαϊκό χρώμα. Κι είναι μια ερωτική πόλη, παρόλη την «garua», την μελαγχολική ομίχλη που σκεπάζει τα πάντα τα χειμωνιάτικα πρωινά που την κάνουν «την πιο περίεργη, την πιο θλιμμένη πόλη του κόσμου» όπως γράφει και ο Herman Melville στο «Μόμπι Ντικ», «κι όταν φοράει το χειμωνιάτικο βέλο της, τότε υπάρχει τρόμος στην χλωμάδα της οδύνης της». Στη Miraflores (που σημαίνει «θέα στα λουλούδια») υπάρχει το Parque del Amor, το πάρκο της αγάπης, που εγκαινιάστηκε την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου το 1993 «για να γιορταστεί η αγάπη σε κάθε της μορφή». Το κεντρικό άγαλμα του πιο δημοφιλούς πάρκου της πόλης, το El Beso (το φιλί), που δείχνει έναν άντρα και μια γυναίκα αγκαλιασμένους να φιλιούνται με πάθος, είναι ίσως το πιο φωτογραφημένο σημείο της Λίμα, ένα σημείο προσκυνήματος για όλα τα ερωτευμένα και νιόπαντρα ζευγάρια που θα βρεθούν στην περιοχή. Κάθε χρόνο, την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου γίνεται και διαγωνισμός φιλιού: χιλιάδες instagramers απαθανατίζουν τα ζευγάρια που προσπαθούν να σπάσουν το ρεκόρ μεγαλύτερης διάρκειας γλωσσόφιλου.
Λίγο πιο πέρα βρίσκεται η γέφυρα που ήταν μέχρι πρόσφατα το στάνταρ σημείο αυτοκτονίας απελπισμένων εραστών (φούνταραν στο κενό), μέχρι που ο Δήμος αποφάσισε να ντύσει όλη την άκρη του γκρεμού με διάφανο άθραυστο πλαστικό και τώρα μπορείς να αγναντέψεις απλά τη θέα του ωκεανού. Το Πάρκο της Αγάπης είναι χτισμένο στην άκρη του γκρεμού, και όταν δεν έχει ομίχλη μπορείς να δεις από ψηλά όλη την ακτογραμμή της Λίμα, τους σέρφερς, τις βάρκες στον Ειρηνικό και τους τρελούς απέναντι, στο Parque Raimondi, που αιωρούνται στο κενό με αλεξίπτωτα πλαγιάς. Είναι όμορφο, αλλά ακόμα πιο όμορφο είναι το πάρκο με τις γάτες, το πάρκο Κένεντι στο κέντρο της Milaflores. Η πράσινη πλατεία με το αμφιθέατρο που είναι γεμάτη ζωή μέρα και νύχτα, έχει τριγύρω ένα σωρό εστιατόρια, καφέ, βιβλιοπωλεία και μπαρ, όπως και καροτσάκια με street food: περουβιανά churros (πολύ πιο μαλακά και νόστιμα από τα ισπανικά), picarones (που είναι τηγανητοί λουκουμάδες σε σχήμα κουλουριού με γλυκοπατάτα ή κολοκύθα) αλλά και απίθανες cachanga, επίπεδες τηγανίτες με σιρόπι.
Εκτός από «πάρκο Κένεντι» (προς τιμήν του Τζον Κένεντι) λέγεται και «πάρκο με τις γάτες», επειδή τα τελευταία 25 χρόνια ζουν εκεί πάνω από 100 γάτες, γάτες όμορφες και καλοζωισμένες, που τις φροντίζει μια οργάνωση εθελοντών (η Feline Protection Volunteer Group). Τις ταΐζει, τις στειρώνει, τις αποπαρασιτώνει, καθαρίζει τις ακαθαρσίες τους απ' το πάρκο, αλλά παντού βρίσκονται επιτήδειοι που τις δηλητηριάζουν, και τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί αισθητά. Ο λόγος που βρέθηκαν αδέσποτες δεν είναι γνωστός, κάποιοι λένε ότι τις έφερε η εκκλησία για να καταπολεμήσει τη μάστιγα των ποντικιών, άλλοι ότι ήταν ένας χώρος που ξεφορτώνονταν τη γάτα τους όσοι δεν την ήθελαν πλέον, σημασία έχει ότι το πάρκο κάποια στιγμή γέμισε με γάτες, που με τα χρόνια έγιναν ατραξιόν για ντόπιους και ξένους. Δυστυχώς, υπάρχει αρκετός κόσμος που τις βλέπει ως πηγή μόλυνσης ή ως απειλή για τη δημόσια υγεία, έτσι γίνονται πολλές επιθέσεις εναντίον τους, αλλά είναι αρκετές και αυτές που έχουν δοθεί τα τελευταία χρόνια για υιοθεσία, με πιστοποιητικό «γνησιότητας» από την οργάνωση που τις φροντίζει.
Γύρω από το πάρκο μπορείς να βρεις και τον καλύτερο καφέ της πόλης, στο Aromia Coffee Shop, στο Movement Surf + Cafe, στο Cafe Verde, στο Cate Tasting Room και στο Puku Puku Cafe (μεταξύ άλλων) που σερβίρουν εξαιρετικά «specialty & third wave coffee» χαρμάνια, τα οποία στη Λίμα είναι απλησίαστα για τους ντόπιους. Παρόλο που το Περού είναι η πέμπτη παραγωγός χώρα σε σπόρους Arabica παγκοσμίως, ο καφές είναι είδος πολυτελείας για τον μέσο Περουβιανό, γιατί ένας καλός καφές στοιχίζει περίπου 8 soles στις τουριστικές περιοχές, 3 ευρώ, έτσι πίνουν κυρίως Nescafe που είναι φτηνός. Σε πολλά περουβιανά χωριά αυτοχθόνων (τα pueblos), ο στιγμιαίος καφές είναι ο μόνος που υπάρχει, ακόμα και σε εστιατόρια και παντοπωλεία. Ο πραγματικός καφές είναι απαγορευτικά ακριβός, ένα τίμημα που πληρώνουν όλες οι χώρες που παράγουν εξαιρετικό καφέ από την Κένυα μέχρι το Ελ Σαλβαδόρ, επειδή δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις τιμές που πληρώνουν οι αγορές στη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη. «Είναι ειρωνικό» μας λέει ο ταξιτζής την ώρα που φεύγουμε από το μουσείο, «η πόλη θεωρείται γαστρονομικός παράδεισος και το φαγητό της μαζεύει όλο και περισσότερα βραβεία, αλλά ελάχιστοι Περουβιανοί μπορούν να πάνε σε ένα καλό εστιατόριο. Δεν μπορούμε να πιούμε ούτε καν καφέ της προκοπής, γι' αυτό δεν θα δεις πολύ ντόπιο κόσμο να πίνει καφέ, προτιμάμε τα διεθνή αναψυκτικά ή τσίτσα μοράντα (το μη αλκοολούχο ποτό από μοβ καλαμπόκι)».
Για άλλα 35 soles (περίπου 10 ευρώ) προθυμοποιείται να μας πάει στο κέντρο, στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, αλλά είναι Δευτέρα και το βρίσκουμε κλειστό, έτσι κάνουμε μια μεγάλη βόλτα στους δρόμους της Λίμα, down town, σε μία περιοχή που αργότερα μάθαμε ότι θεωρείται από τις επικίνδυνες. Στο πάρκο μπροστά από το μουσείο στηνόταν γιορτή με αφορμή τους Παναμερικανικούς αγώνες, με κιόσκια, σκηνή για live και μια τεράστια αγορά και η περιοχή είχε αποκλειστεί με κιγκλιδώματα και ένα σωρό σεκιουριτάδες.
Η περιοχή γύρω από τα δικαστήρια και μέχρι τον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, όπου μέσα στην άγνοιά μας περιπλανηθήκαμε για ώρες μας θύμισε την Πέτρου Ράλλη, με βουλκανιζατέρ, με στοές με δεκάδες μαγαζιά με φωτοτυπικά και χωματόδρομους γεμάτους καροτσάκια με κάθε είδος street food. Από σεβίτσε μέχρι καρδιές μοσχαρίσιες και ψητό κοτόπουλο με ένα σωρό σάλτσες και συνοδευτικά, λαχταριστά φαγητά και εξωτικά φρούτα που δεν τολμήσαμε να δοκιμάσουμε, γιατί μας είχαν προειδοποιήσει ότι είναι «κίνδυνος θάνατος» -ήταν και η αρχή του ταξιδιού και δεν είχαμε περιθώρια για ρίσκα. Στο Περού τα πιο πολλά φαγώσιμα από μέρη που δεν ξέρεις αν είναι εγγυημένα καθαρά είναι απαγορευμένα, όπως και το νερό που δεν είναι εμφιαλωμένο, ακόμα και αν πρόκειται να πλύνεις τα δόντια σου. Δεν πίνεις χυμούς, οτιδήποτε έχει παγάκια, δεν τρως ούτε καν φρούτα που δεν έχεις πλύνει και καθαρίσει μόνος σου, δεν βάζεις τίποτα που δεν είναι συσκευασμένο ή βρασμένο στο στόμα σου.
Τέλος πάντων, η εικόνα στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων ήταν πραγματικά πολιτισμικό σοκ για έναν ανυποψίαστο Ευρωπαίο: άνθρωποι με πολύχρωμα ρούχα έτρωγαν αυγά ορτυκιού, empanadas (κρεατόπιτες), yuquitas και arroz con pollo (ψητό κοτόπουλο) πίνοντας χυμό ζαχαροκάλαμου, και ολόκληρες οικογένειες έστηναν αυτοσχέδια τσιμπούσια στη μέση του δρόμου. Η σχέση που έχουν οι Περουβιανοί με το φαγητό είναι μοναδική και τους βλέπεις να τρώνε παντού, όρθιοι, καθιστοί, στην ουρά περιμένοντας το λεωφορείο, την ώρα που κάνουν τα ψώνια τους. Με τον τρόμο που μας είχαν προκαλέσει οι προειδοποιήσεις δεν τολμήσαμε να δοκιμάσουμε τίποτα από τους πωλητές του δρόμου, μόνο ένα λευκό καλαμπόκι με τεράστια σπόρια κι αυτό με ενοχές, γιατί «η διάρροια παραμονεύει σε κάθε σημείο του δρόμου και μπορεί να σου καταστρέψει το ταξίδι».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
σχόλια