TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Αποχαιρετισμός



Αποχαιρετισμός

 

Από τον Σπύρο Στάβερη.

 

Αποχαιρετισμός Facebook Twitter

 

Xωρίς γυαλιά που πάω;

Πριν στρίψει στη γωνία γύρισε να τα πάρει. Άλλη μία μικροκαθυστέρηση, το είχε σύστημα. Το λεωφορείο το έπαιξε κορώνα γράμματα, ήθελε να προκαλέσει την τύχη του, κι εξ' άλλου με τα δρομολόγια κάθε φορά έπεφτε έξω. Είχε έμπνευση, περίμενε ελάχιστα. "Σας τα πήρα όλα", είπε στον οδηγό που του μετρούσε μια ώρα τα ρέστα. Μέχρι τη Γλυφάδα έβαζε κι έβγαζε το κινητό του, μετά το λεωφορείο πήγαινε σαν τρένο. Στις τρεις, του είχε πει ο πατέρας του. Στις τρεις θα ήταν κι αυτός οπωσδήποτε εκεί, και πιο νωρίς ακόμη. "Μακάρι όχι όπως στην κηδεία της γιαγιάς μου ". Είχε πάρει και τότε τη συγκοινωνία, έχοντας όμως υπολογίσει τελείως λάθος τη διάρκεια της διαδρομής μέχρι τον Κόκκινο Μήλο, είχε φτάσει στο νεκροταφείο όταν πια είχαν φύγει όλοι. Ντράπηκε πολύ, έψαχνε μετά έναν έναν τους τάφους για να βρει που είχαν βάλει την αγαπημένη του γιαγιά.

Στο αεροδρόμιο κοίταξε καλά γύρω του αλλά μάλλον είχε φτάσει ανέλπιστα πρώτος. Έμεναν και δέκα λεπτά. Στις τρεις ακριβώς -μα πως το έκαναν;- τους είδε να πλησιάζουν τις γυάλινες πόρτες. Ο πατέρας του μπροστά σπρώχνοντας το καρότσι με τα πράγματα, και λίγα βήματα πιο πίσω η μητέρα του, με τα χέρια ελεύθερα, σαν κοριτσάκι λίγο χαμένο. Ένα τσουλούφι του πατέρα του πρόδιδε μόνο το έκτακτο της αναχώρησης, αλλά κατά τα άλλα ήταν ντυμένοι και οι δύο όπως ντύνονταν πάντα, είτε το ταξίδι τους ήταν προγραμματισμένο δυο μήνες πριν, είτε είχε αποφασιστεί μέσα σε μια μέρα όπως συνέβαινε τώρα, μόνο που τα ρούχα του πατέρα του του έπεφταν πια πολύ φαρδιά. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες είχε αδυνατίσει τόσο πολύ! Εκείνος επέμενε όμως να κάνει μόνος τους όλες τις δουλειές και τις προετοιμασίες στο σπίτι και του είχε δηλώσει ρητά πως δεν υπήρχε λόγος να μείνει μαζί τους την προηγούμενη νύχτα γιατί η παρουσία του θα τον άγχωνε και δεν θα τον άφηνε να συγκεντρωθεί και να φροντίσει τις εκκρεμότητες. Η μόνη χάρη που του ζητούσε ήταν να περάσει από τον παλιό του φίλο και συναγωνιστή από την Αντίσταση, τον Θύμιο, και να του δώσει τα 100 ευρώ που του όφειλε για μια συνδρομή.

Πριν φτάσουν στις πόρτες, έτρεξε να τους συναντήσει και να τους αγκαλιάσει. Ο πατέρας του δεν τον άφησε να πάρει το καροτσάκι. "'Έτσι στηρίζομαι", του εξήγησε. Στο τσεκίν ζήτησε από μια υπάλληλο με στολή να τους βοηθήσει. "Δεν έχω τα κατάλληλα γυαλιά", προφασίστηκε, αλλά ήθελε κυρίως να τελειώνουν γρήγορα και να μη γίνει κανένα λάθος. Η κοπέλα του εξήγησε με πολύ παιδαγωγικό τρόπο σαν να ήταν η πρώτη του φορά, "ένα όνομα κι ένας κωδικός χρειάζεται, μπορείτε να το κάνετε κι από το σπίτι σας, να διαλέξετε και τις θέσεις". Την ευχαρίστησε, είχε ήδη βρει μια δικαιολογία, δεν χρειαζόταν άλλη. Στο λαβύρινθο είχε σχηματιστεί μεγάλη ουρά, η μεγάλη επιστροφή των καλοκαιρινών διακοπών. Τους καθησύχασε : "Δεν θ' αργήσουμε, βλέπετε υπάρχουν πολλά γκισέ". Έδωσε τις γαλλικές ταυτότητές τους και πήρε τις κάρτες επιβίβασης. Αφού αποχωρίστηκαν τις δύο μικρές μαύρες πανομοιότυπες και πανάλαφρες βαλίτσες και απομακρύνθηκαν λίγο από την ουρά, ο πατέρας του ζήτησε λίγο νερό. Είχε φροντίσει η μητέρα του να πάρει μαζί της. Για να τη βοηθήσει, της πήρε από τα χέρια την πάνινη τσάντα, άνοιξε ένα φερμουάρ, και μετά άλλο ένα. Τίποτα. Έπιασε με τρόμο κάτι παγωμένες μελιτζάνες, τυριά τυλιγμένα σε νάιλον, πουθενά όμως το νερό. Όσο βαθιά κι αν έψαξε, δεν βρήκε τίποτα.

Καθ' οδόν προς την έξοδο Β-1, σταμάτησαν σε ένα Γρηγόρη για να πάρει δύο νερά. Για εφημερίδες είχε ήδη φροντίσει ο πατέρας του και για φαγητό δεν ήθελαν τίποτα. Ζήτησε και δύο ποτήρια. Κάθισαν όπως μπόρεσαν στα ψηλά σκαμνιά. Για το χατίρι του πατέρα του πήρε το ένα πλαστικό ποτήρι και το γέμισε ενώ δεν διψούσε καθόλου. "Εμείς με τη μάνα σου πίνουμε από το ίδιο ποτήρι". Η πτήση ήταν στις 17.20 κι είχαν πολύ χρόνο μπροστά τους, αλλά ο πατέρας του μετά από λίγο τους σήκωσε. Είχε ήδη πάρει το καρότσι και προχωρούσε. "Που πάμε ;" ρώτησε η μητέρα του. "Στο Παρίσι μαμά". "Α, εγώ νόμιζα πως πηγαίναμε στην Ελλάδα". Στον έλεγχο τους γύρισαν πίσω. Ήταν πολύ νωρίς ακόμη, θα έπρεπε να ξανάρθουν σε σαράντα λεπτά. Ευτυχώς βρήκαν πάλι να καθίσουν στο ίδιο σημείο, όλες οι άλλες θέσεις ήταν πιασμένες. Πήρε πάλι δυο νερά με δύο πλαστικά ποτήρια. "Δεν κάθεσαι αναπαυτικά" παρατήρησε ο πατέρας του, προσπαθώντας και ο ίδιος να βολευτεί καλύτερα για να μην πονάει. Τσούγκρισαν πάλι με το πλαστικά τους ποτήρια κι αναγκάστηκε να πιεί κι αυτή τη φορά όλο το νερό. Πότε πότε ο πατέρας του έκανε κάποιο σχόλιο, αλλά και η φωνή του είχε εξασθενίσει τόσο που δεν τον καταλάβαινε. Συμφωνούσε μαζί του και του χαμογελούσε συνωμοτικά.

Πριν περάσει το σαραντάλεπτο, ξαναπαρουσιάστηκαν στον έλεγχο. "Έχει κανείς νερά, αρώματα...; "Ως να περίμενε αυτό το σύνθημα, η μητέρα του έψαξε στην άλλη πάνινη τσάντα και έβγαλε δύο κρύα νερά. Της τα πήρε. Θα μπορούσε να είχε ζητήσει μια εξαίρεση για τους γονείς του που θα περίμεναν τόση ώρα στην αίθουσα αναμονής, σκέφτηκε αργότερα, αλλά εκείνη τη στιγμή τα είχε κι αυτός λίγο χαμένα. Φιληθήκαν σα να ήταν ένας ακόμη συνηθισμένος αποχαιρετισμός. Τους είδε να μπαίνουν στην ουρά και να του κάνουν νόημα να μην περιμένει άλλο. Ένα τελευταίο φιλί από μακριά, και γύρισε να φύγει. Δεν είχε ξαναδεί τον πατέρα του να χαιρετάει με τον τρόπο της μητέρας του, βάζοντας μερικά δάχτυλα μπροστά στο στόμα.

Οι μελιτζάνες, πράγμα απίθανο, έφτασαν στον προορισμό τους. Το ίδιο κι ένα πεπόνι, το οποίο δεν είχε ανακαλύψει όσο έψαχνε την τσάντα. Περιφανής νίκη της μητέρας του! Την άλλη μέρα, ο πατέρας του πήρε μόνος του το μετρό και πήγε κατευθείαν στα Επείγοντα του νοσοκομείου.

Αποχαιρετισμός Facebook Twitter
Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ