Βγαίνοντας από ένα μπούνκερ του Azovstal μέσα στην κόλαση της Μαριούπολης
Pierre Alonso
Libération - 05.05.2022
Αναδημοσίευση από το σάιτ A l' Encontre
Η Τατιάνα Παβλόφσκα κάνει στην αρχή μια μεγάλη παύση, κοιτώντας τον ουρανό. Στο λόμπι του ξενοδοχείου της Ζαπορίζια, όπου η επιζήσασα αυτή από τη Μαριούπολη κοιμάται εδώ και μια μέρα μαζί με τη μητέρα και την κόρη της, αντηχεί το γάβγισμα ενός σκύλου. Η 47χρονη μητέρα έφτασε εδώ την Τρίτη χάρη σε μία οχηματοπομπή εκκένωσης που οργανώθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη, μετά από μια αναπάντεχη συμφωνία μεταξύ των ουκρανικών και ρωσικών αρχών. Η Τατιάνα είναι έτοιμη να πει την ιστορία της. Για σχεδόν δύο ώρες, περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια αυτές τις 65 ημέρες που πέρασε στην κόλαση της πολιορκημένης Μαριούπολης, 55 από τις οποίες κάτω από τη γη σε ένα μπούνκερ στο βιομηχανικό συγκρότημα Azovstal.
"Ο πρώτος πύραυλος"
Όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι της Μαριούπολης, της πόλης-λιμάνι στις ακτές της Αζοφικής Θάλασσας, η Τατιάνα Παβλόφσκα, υπάλληλος ανθρώπινου δυναμικού, έζησε τη σύγκρουση του 2014, έναν πόλεμο που παρέμεινε μακριά από την πόλη. Η Μαριούπολη χρησίμευσε ακόμη και ως καταφύγιο για τους κατοίκους του Ντονέτσκ που διέφευγαν από τις μάχες ή τους φιλορώσους αυτονομιστές. Στις 24 Φεβρουαρίου, όταν άκουσε τις πρώτες εκρήξεις της "ειδικής επιχείρησης" που εξαπέλυσε ο Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας, η Τατιάνα αρχικά σκέφτηκε ότι θα επαναλαμβανόταν το ίδιο σενάριο.
Η ίδια και η 10χρονη κόρη της Πωλίνα έμεναν στον πέμπτο όροφο ενός κτιρίου στην αριστερή όχθη, στο ανατολικότερο τμήμα της Μαριούπολης. Θυμάται ότι "ο πρώτος πύραυλος χτύπησε ένα σημείο 20 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι της στις 25 Φεβρουαρίου". "Στις 26 του μηνός, ένα άλλο έπεσε σε απόσταση περίπου επτά λεπτών με τα πόδια", υπολογίζει. Την επόμενη ημέρα, η 73χρονη μητέρα της, που έμενε ακόμη πιο ανατολικά, πήγε να τις συναντήσει. Οι μάχες πλησίαζαν τόσο κοντά στο σπίτι της που οι δύο γυναίκες αποφάσισαν να καταφύγουν με το παιδί στο Παλάτι του Πολιτισμού, σε ένα υπόγειο, 15 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι της. "Είχε μόλις ανακαινιστεί και βαφτεί, οπότε οι συνθήκες ήταν πολύ καλές όταν φτάσαμε. Κοιμηθήκαμε ξαπλωμένες πάνω σε στρώματα γιόγκα." Ως παιδί, η Τατιάνα πήγαινε εκεί για να χορέψει. Στις 26 Φεβρουαρίου και για μια εβδομάδα, κρύφτηκε εκεί με την οικογένειά της.
Σύμφωνα με την καταμέτρηση της επόμενης ημέρας, υπήρχαν μέσα 250 άτομα. "Οι εκρήξεις γίνονταν έξω όλο και πιο δυνατές, πύραυλοι έπεφταν τριγύρω. Όλη η γειτονιά ήρθε, η διευθύντρια τους άφησε να μπουν. Στους δρόμους βλέπαμε τις ουκρανικές δυνάμεις να πολεμούν". Οι άνθρωποι στο καταφύγιο διπλασιάστηκαν από την Τετάρτη και την Πέμπτη και μετά, υποβαθμίζοντας τις συνθήκες διαβίωσης. Έπρεπε να περιοριστούν τα τρόφιμα. Το πόσιμο νερό προοριζόταν για τα παιδιά, ενώ οι ενήλικες μοιράζονταν το νερό από μια μεγάλη δεξαμενή που χρησιμοποιείται σε καιρό ειρήνης για το νοικοκυριό. "Σκέφτηκα ότι θα κρυβόμουν εκεί τη νύχτα και θα μπορούσα να επιστρέψω στο σπίτι μου κατά τη διάρκεια της ημέρας", λέει η Τατιάνα. Αλλά θα επιστρέψει μόνο μία φορά, χωρίς να γνωρίζει ότι θα είναι και η τελευταία. Η σκέψη αυτή εξακολουθεί να την πονάει αφάνταστα. "Αν ήξερα ότι θα έφευγα για πάντα, θα είχα πάρει τα μετάλλια του παππού μου, ο οποίος ήταν στρατιώτης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και τις φωτογραφίες του μεγαλύτερου γιου μου όταν ήταν παιδί", λέει με έναν λυγμό, που παραμορφώνει το στρογγυλό της πρόσωπο και τα απαλά της μάτια. Αποτινάσσει τη θλίψη και συνεχίζει την ιστορία της με ήρεμη φωνή.
Ψάχνοντας για ένα μπούνκερ
Το Σάββατο 5 Μαρτίου, Ουκρανοί στρατιώτες εμφανίστηκαν στο Παλάτι του Πολιτισμού. Ο αριθμός των αμάχων τους εκπλήσσει και προσφέρονται να εκκενώσουν περίπου είκοσι από αυτούς. Η Τατιάνα διστάζει. Το να μπεις σε ένα στρατιωτικό όχημα σημαίνει ότι γίνεσαι στόχος, σκέφτεται. Αποφασίζει να φύγει με την κόρη της και τη μητέρα της, χωρίς τη βοήθεια των στρατιωτών. Την πρώτη νύχτα, κοιμούνται στο σπίτι της φίλης του μεγαλύτερου γιου της, λίγο πιο δυτικά. Χωρίς φυσικό αέριο ή ηλεκτρικό ρεύμα, κάνει εκεί πολύ κρύο. "Οι τρεις μας κοιμηθήκαμε στον καναπέ κάτω από όσες κουβέρτες μπορέσαμε να βρούμε. Την επόμενη ημέρα, προκύπτει ένα νέο δίλημμα: επιστροφή στο ασφυκτικά γεμάτο Παλάτι του Πολιτισμού ή να συνεχίσουν δυτικά προς το συγκρότημα Azovstal. Η Τατιάνα επιλέγει τη δεύτερη λύση.
Γνωρίζει το δαιδαλώδες μέρος. Οι γονείς της εργάζονταν εκεί για σαράντα χρόνια. Η ίδια εργάστηκε εκεί για δεκαπέντε χρόνια μετά τις σπουδές της. Την Κυριακή 6 Μαρτίου, η Τατιάνα, η κόρη της και η μητέρα της ξεκίνησαν να βρουν ένα από τα καταφύγια για τα οποία της είχε μιλήσει ένας γείτονας. Βρίσκουν ένα: "Οι άνθρωποι δεν μας άφηναν να μπούμε. Μας είπαν ότι δεν περίσσευε χώρος και για μας", διηγείται χωρίς καμία μνησικακία.
Δέχονται στο τέλος να της υποδείξουν τη θέση ενός άλλου καταφυγίου. "Φοβόμουν να μπω στο εσωτερικό του συγκροτήματος, υπήρχαν στρατιώτες εκεί και συνήθως απαγορευόταν! Αλλά δεν είχαμε άλλη επιλογή και κάποιοι στρατιώτες μας είπαν να πάμε". Κάποιος της αναφέρει ότι έχουν διατεθεί λεωφορεία εκκένωσης προς τη Ζαπορίζια, αλλά δεν υπάρχουν πουθενά στον λαβύρινθο των εργοστασίων και των αποθηκών. Και κυρίως, η Τατιάνα δεν φαντάζεται ούτε στιγμή ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει την πόλη της για μια άλλη, όπου δεν έχει "τίποτα και κανέναν".
Καθώς η μέρα περνούσε και δεν ήξερε ακόμα πού θα κοιμόταν εκείνη τη νύχτα, συνάντησε έναν υπάλληλο των βιομηχανικών εγκαταστάσεων που προσφέρθηκε να βοηθήσει. Τις οδήγησε με το αυτοκίνητό του, κάνοντας ζιγκ ζαγκ, σε ένα άλλο καταφύγιο κοντά σε ένα εργοστάσιο παραγωγής οξυγόνου. "Ο κόσμος μας βοήθησε αμέσως. Πήραν τις τσάντες μας και μας έδειξαν το δρόμο. Ήταν τόσο εύκολο μαζί τους. Φώτισαν το δρόμο ακόμη και με τα τηλέφωνά τους." 'Ενα σπάνιο χαμόγελο έρχεται στα χείλη της.
Φέρνουν ξύλινες παλέτες και πολυστυρένιο για τη μόνωση του δαπέδου. Πιο κάτω, περίπου ενάμιση όροφο κάτω από την επιφάνεια της γης, οι άνθρωποι του καταφυγίου δίνουν στην Πωλίνα, την κόρη της, λίγη σούπα. "Υπήρχε ακόμα και κρέας μέσα! Ήταν μόνο για τα παιδιά, αλλά τάισαν και τη μητέρα μου και ακόμη και εμένα". Μετά από μια εβδομάδα χωρίς πόσιμο νερό στο Παλάτι του Πολιτισμού, ανακαλύπτει με μεγάλη της έκπληξη και τα αποθέματα με τα εμφιαλωμένα νερά. "Μπορούσες να πάρεις χωρίς να το ζητήσεις. Ρώτησα πόσα υπήρχαν, πόσο θα μπορούσαμε να αντέξουμε; Δεν καταλάβαιναν πολύ καλά την ερώτησή μου. "Θα μείνουμε εδώ για αρκετό καιρό", απάντησαν. Είχα μείνει άφωνη, νόμιζαν ότι ήμουν λίγο τρελή." Θα παραμείνει σε αυτό το υπόγειο καταφύγιο μέχρι τις 30 Απριλίου.
Στο μπούνκερ, ναυαγοί αποκομμένοι από τον κόσμο
Στο καταφύγιο, κύριο μέλημα είναι η επιβίωση. "100 με 103 άτομα" διαμένουν εκεί στην αρχή. Οι άνδρες "πάνε για κυνήγι", περιγράφει η Τατιάνα: βγαίνουν έξω για να ψάξουν για φαγητό και διάφορα χρήσιμα πράγματα. "Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν υπάλληλοι της Azovstal που είχαν φέρει εκεί τις οικογένειές τους, γνώριζαν καλά τα εργοστάσια. Παρά τους βομβαρδισμούς, έβγαιναν έξω. Οι γυναίκες μαγείρευαν, έπλεναν τα πιάτα, καθάριζαν", συνεχίζει η Τατιάνα.
Εν μέσω του ανελέητου βομβαρδισμού της πόλης, οι πρώτες μέρες στο καταφύγιο περνούν αρκετά καλά. Δεν έχει ούτε πολλή υγρασία ούτε πολύ κρύο, αν και η θερμοκρασία πέφτει αρκετά τη νύχτα. "Στην αρχή είχαμε τρία γεύματα την ημέρα, μετά δύο, αλλά τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι μπορούσαν να φάνε κάτι και το πρωί. Προσπαθούσαμε πάντα να ταΐζουμε τα παιδιά τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα", λέει. Μια γεννήτρια κοντά στο καταφύγιό τους παρέχει κατά διαστήματα ηλεκτρικό ρεύμα, όταν οι βομβαρδισμοί υποχωρούν και οι άνδρες βρίσκουν πετρέλαιο στην περιοχή.
Ένα από τα πλήγματα αποδεικνύεται παραδόξως σωτήριο: προκάλεσε ζημιά στην πόρτα ενός αποδυτηρίου κοντά στο καταφύγιο, στο ισόγειο, η οποία μέχρι τότε ήταν κλειδωμένη. Μέσα υπήρχαν τα ρούχα των εργατών του εργοστασίου. Ζεστά παντελόνια και μπουφάν. "Δεν μου αρέσει να παίρνω τα πράγματα των άλλων, αλλά σκέφτηκα ότι ήταν θέμα επιβίωσης. Βρήκα ακόμη και ρούχα XXS για την κόρη μου", εξηγεί η Τατιάνα, η οποία φοράει ακόμη το παντελόνι με τα ενισχυμένα γόνατα την Τετάρτη στο ξενοδοχείο στη Ζαπορίγια.
Κάτω από τη γη, οι ναυαγοί είναι εντελώς αποκομμένοι από τον κόσμο. Η τελευταία τους σύνδεση στο Διαδίκτυο έγινε στις 2 Μαρτίου. Τα καταφύγια δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, τουλάχιστον όχι το δικό τους. Στις 17 Απριλίου, ένας Ουκρανός στρατιώτης κατεβαίνει για να τους δει. Ο καθένας μπορεί να στείλει ένα πολύ σύντομο μήνυμα σε έναν οικείο του. Για παράδειγμα, "Τάνια [αντί για "Τατιάνα"] Πωλίνα ζωντανές", σημειώνοντας τον αριθμό τηλεφώνου. Το απευθύνει στην αδελφή της. Εκείνο το βράδυ, ο μαχητής τους φέρνει 15 με 20 κιλά δημητριακά, αποθέματα που τελείωναν το Σάββατο όταν εγκατέλειπαν το καταφύγιό τους.
Την επόμενη μέρα, ο στρατιώτης αγγελιοφόρος επιστρέφει με την αλληλογραφία. Η συγκίνηση την κατακλύζει πάλι. "Δεν ξέρω πώς το έκανε, αλλά ο γιος μου ο Νικήτα, ο δεύτερος, είχε καταφέρει να του στείλει ένα μήνυμα. Μας είχε δει σε ένα βίντεο που μεταδόθηκε από το Αζόφ [το υπερεθνικιστικό τάγμα που συμμετείχε στην άμυνα της Μαριούπολης]. Ρώτησε αν είμαστε ακόμα ζωντανές. Ο 17χρονος νέος, μαθητής στο Χάρκοβο, βρισκόταν τότε στο Λβιβ στα δυτικά της χώρας. "Μας είπε ότι το σπίτι μας δεν υπήρχε πια και ότι έπρεπε να έρθουμε στο Λβιβ το συντομότερο δυνατό. Του απάντησα ότι ήμουν χωρίς νέα από τον μεγαλύτερο αδελφό του τον Ιβάν από τις 6 Μαρτίου και ότι τον αγαπάμε πολύ. Δεν μπορούσα να γράψω τίποτα άλλο: οι βομβαρδισμοί ήταν τόσο έντονοι που δεν ξέραμε αν θα επιβιώναμε".
Επιστροφή στον έξω κόσμο
Μαζί με άλλους 100 διασωθέντες, η Τατιάνα άφησε πίσω της την κόλαση του Azovstal στις 30 Απριλίου. Η έξοδος αποδείχθηκε επικίνδυνη λόγω της φθοράς του κτιρίου. Οι κεκλιμένες προσβάσεις είναι καλυμμένες με συντρίμμια. "Οι Ουκρανοί στρατιώτες μας βοήθησαν να βγούμε έξω, οι άνδρες είχαν χρησιμοποιήσει σκάλες για να φτιάξουν κάποιου είδους σκαλοπάτια", συνεχίζει να περιγράφει. Όλοι τους ήταν εξασθενημένοι, αδυνατισμένοι. Έχει χάσει 10 κιλά και μοιάζει δέκα χρόνια μεγαλύτερη από την ηλικία της, με το πρόσωπό της χαρακωμένο από τη θλίψη. Η Τατιάνα νιώθει τυχερή που είχε καλά παπούτσια εκείνη την ημέρα. Έξω, ανακάλυψε "το πράσινο γρασίδι". Ο χειμώνας είχε τελειώσει.
Η επιστροφή στον έξω κόσμο φέρνει φρικτά νέα: ο γιος της Ιβάν δεν θα γίνει ποτέ 23 ετών, πέθανε στις 15 Μαρτίου σε έναν βομβαρδισμό ενώ βρισκόταν στο διαμέρισμα της φίλης του. Η ίδια τραυματίστηκε σοβαρά στο σαγόνι. "Νοσηλεύεται στη Ρωσία", λέει η Τατιάνα, η οποία είχε μιλήσει μαζί της την ημέρα που συναντηθήκαμε. Στο τηλέφωνό της δείχνει φωτογραφίες του νεαρού άνδρα με τα μαύρα μαλλιά και το πολύ λευκό δέρμα.
Από τότε που βγήκε από την κόλαση, ξαναβρίσκει τη σειρά των γεγονότων. "Χθες ρώτησα τον Νικήτα, τον δεύτερο γιο μου, από πότε ήξερε για τον Ιβάν. Το ήξερε από τις 17 Απριλίου. Δεν μου το είπε στο μήνυμά του γιατί ήθελε να βγω από το καταφύγιο με καθαρό μυαλό."