Κλοσάρ και ρακοσυλλέκτες
στο Παρίσι του Eugène Atget
1898 - 1913
Στους πίνακες του Raffaëlli, στα βιβλία του Vallès ή στις φωτογραφίες του Eugène Atget, ο ρακοσυλλέκτης ασκεί το έργο του πέρα από τα όρια της πόλης, μακριά από την οδό Mouffetard. Η εποχή του πέρασε - ωστόσο ο Stéphane Mallarmé, ο Tristan Corbière ή ο Lautréamont εξακολουθούν να ταυτίζονται μαζί του. Είναι σκόπιμο να ξεχωρίζουμε τον ρακοσυλλέκτη από τους γείτονές του, τον συλλέκτη, τον πωλητή μεταχειρισμένων ειδών, τον κυνηγό ευκαιριών, τον έμπορο ρούχων, και να μην διαλύουμε αυτή τη φιγούρα σε μια αισθητική της καθολικής ανάκτησης. Σήμερα, οι ρακοσυλλέκτες μας ενδιαφέρουν επειδή έχουμε επιστρέψει σε μια "κυκλική οικονομία" της ανακύκλωσης. Στο Les Glaneurs et la Glaneuse, η Agnès Varda χρησιμοποιεί την εξαφανισμένη μεταφορά για να προσδιορίσει τον ίδιο της τον εαυτό. Στις αρχές αυτού του 21ου αιώνα, όπου ξεδιαλέγουμε τα πάντα, έχουμε γίνει όλοι ρακοσυλλέκτες.
Antoine Compagnon
Καθηγητής στο Collège de France
Νεότερη και σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία: ιστορία, κριτική, θεωρία
Μάθημα 1 – Ο Μπωντλαίρ και το έργο του ρακοσυλλέκτη
5 Ιανουαρίου 2016
Ο ρακοσυλλέκτης υπάρχει παντού στην τεράστια λογοτεχνία του 19ου αιώνα που ο Walter Benjamin αποκαλεί "πανοραμική" (φυσιολογίες και "ταμπλό" του Παρισιού). Η ποιητική δραστηριότητα του Μπωντλαίρ, από την Ιουλιανή Μοναρχία έως τη Δεύτερη Αυτοκρατορία, αντιστοιχεί στη χρυσή εποχή του ρακοσυλλέκτη στο Παρίσι, ανάμεσα στη βιομηχανική επανάσταση και την ανάπτυξη της οργανικής χημείας. Πάντα συνοδευόμενος από τα τρία εμβλήματά του - το κολωνάκι, το κοφίνι και τον γάντζο - ο ρακοσυλλέκτης είναι ένας οικουμενικός ανακυκλωτής, όπως τον περιγράφει ο Pierre Larousse. Τα κουρέλια και τα μεταχειρισμένα χαρτιά είναι απαραίτητα για να παραχθεί εκ νέου το χαρτί και το χαρτόνι. Τα πάντα ανακτώνται: τα κόκαλα για τη ζάχαρη και τα σπίρτα, το γυαλί, τα καρφιά, οι νεκροί σκύλοι και οι γάτες, οι τρίχες... Στο Paris-Guide του 1867, ο Edmond Texier παίζει με τη διπλή σημασία της λέξης "chiffon" [κουρέλι -σ.σ.], αντικείμενο γυναικείας κοκεταρίας και ταυτόχρονα κομμάτι από παλιό πανί. Η δραστηριότητα των ρακοσυλλεκτών έγινε αρκετά επικερδής ώστε να τους εξασφαλίσει μία ικανοποιητική ζωή, αν όχι μερικές φορές και μια περιουσία. Το 1875, ο Maxime Du Camp μέτρησε 5.952 επιβραβευμένους με μετάλλια ρακοσυλλέκτες στο Παρίσι (εγγεγραμμένους στη Διεύθυνση της Αστυνομίας)· είχαν το "χρηματιστήριό" τους στην οδό Mouffetard. Όλος αυτός ο λόγος περί ανακύκλωσης συνοψίζεται στον τίτλο μιας καρτέλας του Leçon de choses illustrées, στις αρχές της δεκαετίας του 1880: "Τίποτα δεν πεθαίνει στη γη, όλα μετασχηματίζονται". Ωστόσο, ήδη από την εποχή εκείνη, ο πολτός ξύλου αρχίζει να αντικαθιστά τον πολτό από κουρέλια στην παραγωγή χαρτιού και η συλλογή των οικιακών απορριμμάτων οργανώνεται διαφορετικά, χάρη στα διατάγματα του νομάρχη Poubelle [χάρισε το ονομά του στον σκουπιδοντενεκέ -σ.σ.], το 1883-1884. Ο ρακοσυλλέκτης δεν θα επιβιώσει πλέον παρά μόνο ως γραφικός παριζιάνικος τύπος.
Στo δεύτερo Spleen, ο Μπωντλαίρ απαριθμεί φθαρμένα από τη χρήση οικεία αντικείμενα. Ο Francesco Orlando συνδέει τη μελαγχολία αυτού του ποιήματος με την εκμηδένιση κάθε οικείας εμπειρίας των πραγμάτων από τη νεωτερικότητα· τα αντικείμενα χάνουν τη λειτουργία τους και γίνονται κειμήλια, όπως στον Κύκνο ή στο Φιαλίδιο. Ωστόσο, η εποχή δεν άφηνε απομεινάρια: αν τα υλικά του Spleen είχαν αφεθεί στο δρόμο, θα τα είχαν αμέσως μαζέψει και θα τα είχαν μεταπωλήσει. Αυτή είναι η στιγμή που η λέξη "ευκαιρία" αλλάζει σημασία για να προσδιορίσει μεταχειρισμένα αγαθά που προσφέρονται ξανά προς πώληση (οι πρώτες αναφορές αφορούν το κασμίρ). Στο Ο νεκρός Γαϊδαρος και η αποκεφαλισμένη Γυναίκα του Jules Janin, 1829 (μυθιστόρημα που σημάδεψε τον Μπωντλαίρ), κλέβουν το πτώμα της εκτελεσμένης νεαρής γυναίκας την επομένη της ταφής της για την ιατρική σχολή. Η μελαγχολία του Μπωντλαίρ συνδέεται σίγουρα με τα αντικείμενα περασμένης μόδας, αλλά εντείνεται και από το γεγονός ότι αυτά έχουν πάντα μία αξία επαναχρησιμοποίησης. Chiffonnier ["αυτός που μαζεύει κουρέλια"- στη γαλλική γλώσσα -σ.σ.] λέγεται και το έπιπλο με συρτάρια [σιφονιέρα - σ.σ.] όπου οι γυναίκες φυλάνε τις αναμνήσεις τους- είναι το έπιπλο του Spleen. Το παιχνίδι με τις διπλές έννοιες είναι ευρέως διαδεδομένο, όπως για παράδειγμα στον Ερημίτη της Chaussée d'Antin του Étienne de Jouy, ο οποίος το 1811 περιγράφει μια μόδα που έρχεται από την Αγγλία, και την οποία ακολουθούν γυναίκες που συλλέγουν τα αναμνηστικά των αγαπημένων τους σε ένα "συναισθηματικό chiffonnier", κατά το πρότυπο του "άλμπουμ" του προηγούμενου αιώνα.