Συνηθισμένη τουριστική σκηνή
Valentine Fell
lundimatin - 24.02.2025
Όλα τα τραπέζια είναι στρωμένα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου με θέα την πόλη Mirleft. Ωστόσο, υπάρχουν μόνο 6 πελάτες: τέσσερις φίλοι που μόλις έφτασαν και ένα ζευγάρι τακτικών πελατών που έχουν γευματίσει εδώ κι άλλες φορές. Μια λάμπα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο καναπέδες πάνω σε ένα μικρό τραπέζι με κεραμική επιφάνεια. 'Εχει σαν βάση ένα πήλινο μιναρέ σε μικρογραφία, στο οποίο στηρίζεται ένα ανοιχτόχρωμο λινό αμπαζούρ. Ένα είδος bobo [bourgeois-bohème -σ.σ.]. -βλασφημίας, σκέφτομαι, καθώς καθόμαι με τους άλλους τρεις της παρέας. Το μέρος είναι ένα πρώην στρατιωτικό φρούριο που έχει ανακαινιστεί πλήρως από έναν Γάλλο εγκαταστημένο στο Μαρόκο τα τελευταία είκοσι χρόνια. Μακριά από τη φασαρία της πόλης, μόνο τα πουλιά τυραννούν τα αυτιά.
Ο Λάρσεν, ο οικοδεσπότης, αφήνει μπροστά μας πολύχρωμα πιάτα: αρακά από τον κήπο, μαριναρισμένες πιπεριές, φάβα, κολοκυθάκια γεμιστά με ντομάτες, μελιτζάνες ψημένες με ραζ ελ χανούτ [μείγμα μπαχαρικών -σ.σ.]. Περιχύνουμε το θολό λάδι πάνω στο μπαμπούτ [μαροκινή πίτα -σ.σ.] που μόλις έβγαλε η μαγείρισσα από το φούρνο. Η μυρωδιά της πολτοποιημένης ελιάς πάνω στο ζεστό ψωμί μας παρηγορεί μετά από πολυήμερη πεζοπορία στα βουνά του Αντιάτλαντα. Το παλιό φρούριο είναι ένα καταφύγιο γαλήνης. Η αρχιτεκτονική του μάς τυλίγει σαν κουβέρτα και μας ξεκουράζει από τις μικρές δυσχέρειες κάθε ταξιδιού. Στην άλλη πλευρά της αίθουσας, το ζευγάρι των πενηντάρηδων ζητάει ένα δεύτερο μπουκάλι κόκκινο κρασί, το οποίο ο Λάρσεν σπεύδει να πάει να φέρει. Εργάζεται εδώ 17 χρόνια, αλλά έχει περάσει και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εδώ. Πριν γίνει ξενοδοχείο, το φρούριο ήταν στην αρχή φυλακή και μετά δημοτικό σχολείο. Ο Λάρσεν είχε μάθει να μετράει σ' αυτό και ο πατέρας του, νεαρός ακόμα, είχε κρατηθεί εκεί. Όταν επέστρεψε με το μπουκάλι αλκοόλ, το ζευγάρι έπιασε μαζί μας κουβέντα. "Α, είναι η πρώτη σας φορά εδώ; Θα δείτε, όλα είναι άψογα, η εξυπηρέτηση, τα δωμάτια... Σας αρέσει το σερφ;" ρωτάει ο ελαφρώς μεθυσμένος άνδρας. Χωρίς να περιμένει απάντηση, προσθέτει: "Εκτός από τα σπορ στη φύση, τον αιωροπτερισμό, την ιππασία, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνει κανείς εδώ. Υπάρχει και η παραλία με τις καμάρες. Πάει πολύς κόσμος. Κατά μήκος της παραλίας υπάρχουν φτηνά μικρά cafoutchs (καταλαβαίνω ότι εννοεί καφέ). 'Ερχονται και οι ντόπιοι εδώ και κάθονται σε πλαστικές καρέκλες για να φάνε ψητά ψάρια. Πρέπει να είναι ψάρια εκτροφής, αλλά και πάλι συμπαθητικά είναι". Ο Λάρσεν γεμίζει το ποτήρι του υπό το βλέμμα της γυναίκας του, η οποία με μια διακριτική χειρονομία τον σταματά στη μέση. Έχει ένα πολύ όμορφο πρόσωπο, κατάμαυρα ανακατεμένα μαλλιά και γυαλιά με χοντρό σκελετό που τα φοράει στην άκρη της μύτης της. Μας λέει ότι έρχονται και οι δύο στο Μαρόκο για διακοπές εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια και ότι γνωρίζουν τη χώρα "πολύ καλά". Φυσικά, υπάρχουν ακόμη πόλεις που δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ. "Για την ακρίβεια, σήμερα πήγαμε για πρώτη φορά στο Tiznit. Δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Ένας φίλος μάς είχε πει ότι υπήρχε ένα καταπληκτικό κατάστημα με χαλιά και ότι με 20 ευρώ μπορούσες να τα στείλεις στη Γαλλία. Αλλά ήταν όλα άσχημα." Ευτυχώς, ο Λάρσεν, που κατάγεται από αυτή την πόλη, επέστρεψε στην κουζίνα", είπα έντρομη στον εαυτό μου. "Εμάς μας άρεσε πολύ", ανταπαντά ο φίλος μου. "Περισσότερο ακόμα κι από τις προηγούμενες στάσεις μας", προσθέτει.
- Πού είχατε πάει;
- Στο Taroudant.
- Μα το Taroudant είναι φανταστικό! Δεν έχει καμία σχέση με το Tiznit", ενθουσιάζεται η διπλανή μας.
Το Tiznit και το Taroudant είναι δύο πόλεις στην περιοχή Souss-Massa, με πληθυσμό κυρίως βερβερικό, που ανέρχεται σε 85.000 κατοίκους. Και οι δύο προστατεύονται στο κέντρο τους από μαυριτανικά τείχη των οποίων το χρώμα ποικίλλει κατά τη διάρκεια της μέρας από κίτρινο σε κοκκινωπό πορτοκαλί. Στο Taroudant, στην κεντρική πλατεία, συναντάς έναν γητευτή φιδιών, έναν παίκτη λαούτου και έναν ακροβάτη. Στο Tiznit, απαραίτητες τουριστικές επισκέψεις είναι μια πηγή πράσινου νερού, αποκαλούμενη "μπλε πηγή", και ένας συνεταιρισμός αργυροχοΐας όπου κατασκευάζονται κοσμήματα. Και στις δύο αυτές πόλεις, οι δυτικές μας φάτσες τραβάνε τους κράχτες, οι οποίοι σπεύδουν να μας οδηγήσουν στο ένα ή το άλλο κατάστημα ή να φάμε στο ένα ή το άλλο εστιατόριο, προκειμένου να τσεπώσουν μερικές δεκάρες από το πέρασμά μας. Only fair.
- Επίσης, δεν είχαμε και πολύ καλή διάθεση εκείνο το πρωί", συνεχίζει ο τύπος. Είχα παρκάρει όπως να'ναι στην πλατεία και μόλις βγήκαμε από το αυτοκίνητο, μας διπλάρωσε ένας για να μας σύρει σε ένα άχαρο cafoutch. Το Taroudant είναι άλλο πράγμα!
- Το Taroudant είναι η πρώτη πόλη που επισκεφτήκαμε, αγάπη μου, στο πρώτο μας ταξίδι στη χώρα", προσθέτει πιο διαλλακτικά η σύζυγός του. Και σαν να μονολογεί: "Μόλις είχαμε γνωριστεί. Ήμασταν νέοι, ο αέρας ήταν γλυκός, τα δέντρα καταπράσινα...
Ξαναγεμίζει το ποτήρι της με έναν νοσταλγικό αναστεναγμό, ενώ ο σύζυγός της έχει απλωθεί στον καναπέ δίπλα της και δείχνει κουρασμένος. Είναι 8.40 μ.μ. και από μακριά ο μουεζίνης καλεί για την τελευταία προσευχή της ημέρας. "Πάντως εδώ το τραγούδι είναι πιο ευχάριστο από ό,τι στο Taroudant! Μάλλον επειδή είμαστε λίγο μακριά", γελάει, σαν να θέλει να πάρει λίγη απόσταση από τις αναμνήσεις της, πριν συνεχίσει:
- Αλλά αυτό είναι ίσως το μόνο μισητό πράγμα που θυμάμαι απ' αυτή την πόλη. Αυτός που καλούσε δίπλα στο ριάντ μας [παραδοσιακή κατοικία με αίθριο -σ.σ.] γκάριζε παρά τραγουδούσε. Και μάλιστα τόσο έντονα! Ένιωθα σαν να με μαλώνουν από το πρωί ως το βράδυ.
- Ενώ υπάρχουν και κάποιοι που θα τους περνούσες για χελιδόνια", παραδέχεται ο σύντροφός του.
- Ε λοιπόν, όχι αυτός που ήταν δίπλα μας, θυμήσου! Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να ζεις σε μια χώρα όπου κάθε μέρα του Θεού σου επιβάλλουν να πας να προσευχηθείς", καταλήγει.
'Ορθιος στην είσοδο της αίθουσας, ο Λάρσεν στέκεται σιωπηλός, με το ένα μάτι στη φωτιά, την οποία πότε πότε αναζωπυρώνει ρίχνοντας μέσα λίγο ξερό φλοιό από φοίνικα. Προσπαθώ να πιάσω το βλέμμα του, αλλά ο σαραντάρης άνδρας παραμένει απαθής. Το φως από τις φλόγες γλύφει το πρόσωπό του, που έχει γεμίσει ρυτίδες από τον χρόνο και την κούραση. 'Εχει σταυρώσει τα χέρια του πίσω από την πλάτη του κι όταν γυρίζει προς το μέρος μας, βλέπω ότι φοράει τρία δαχτυλίδια σε κάθε χέρι. "Τι είναι αυτό που εκπέμπουμε ώστε το ζευγάρι αυτό να μας φέρεται με τέτοια ευκολία τόσο συγκαταβατικά", αναρωτιόμουν. "Μήπως και μόνο η παρουσία μας σε αυτό το απομονωμένο ξενοδοχείο της πόλης δηλώνει μια κάποια συνενοχή μεταξύ μας; Μια κοινή περιφρόνηση για το περιβάλλον γύρω μας; Ή βρισκόμαστε απλώς σε ένα άντρο για μαλάκες;" Μαζεύω τα πιάτα μας και τα δίνω στον Αγιούμπ, έναν νεαρό στην ηλικία μου που βοηθάει με το βραδινό σερβίρισμα.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Larsen επιστρέφει, βαστώντας μια τεράστια ταγκίνα, την οποία αποθέτει στο διπλανό τραπέζι, μπροστά στο ζευγάρι. "Αυτή την εβδομάδα", εξηγεί, "έχουμε μπει στον μήνα πριν το Ραμαζάνι. Εμείς οι μουσουλμάνοι πρέπει να είμαστε ακόμη πιο γενναιόδωροι και φιλόξενοι. Καλώς ήρθατε λοιπόν, νιώστε σαν στο σπίτι σας και ενημερώστε με αν χρειαστείτε κάτι", λέει καθώς σηκώνει το πήλινο καπάκι. Με τον καπνό έρχεται η μυρωδιά της σταφίδας και των καραμελωμένων κρεμμυδιών. Με το που διαλύεται, πιάνω το βλέμμα του καρφωμένο στο δικό μου και ένα διακριτικό χαμόγελο στα χείλη του. Στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, η γυναίκα λέει: "Μμμμ, αυτό φαίνεται ΘΕ Ι ΚΟ". Και αστραπιαία με φαντάζομαι να τη κοπανάω με τη λάμπα του μιναρέ.