TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Rib-eye love της Νίκης Κόλλια

 

 

 

Rib-eye love

 

"'Οταν εσύ το ανακάλυπτες, εμείς τυλίγαμε τα σούσια"

 

 

της Νίκης Κόλλια

 

 

 

Rib-eye love της Νίκης Κόλλια Facebook Twitter
Chaim Soutine, "La Table" (1919). Φωτ. Bass Trombone Wauchope


Στον ύπνο του είδε τα αίματά της.
Είχαν κολλήσει στο σορτς του, τα έτριβε κάτω από τη βρύση με πράσινο σαπούνι, μα δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Μετά τα έβαλε στο πλυντήριο. Έβγαλε στο πάτωμα του μπάνιου όλα τα ρούχα, έριξε σκόνη, υγρό απορρυπαντικό, μαλακτικό και καλγκόν και τ' άφησε να πλυθούν δυο ώρες. Το πρωί έμειναν ακόμη εκεί ξεραμένα.
Ήταν, λέει, σ' ένα μπαλκόνι, απέναντι από 'να μπακάλικο με ρωσική ταμπέλα, και τα φώτα στο στενό έφεγγαν βρώμικα σαν τις πολυκατοικίες. Κι αυτή στεκόταν εκεί πάνω και του έγραφε συνέχεια λέξεις -όχι καλές, ούτε απλές. Δύσκολες λέξεις κατέφθαναν εντός του και τον τρομοκρατούσε αυτή η απειλή κι ύστερα έχωσε το κεφάλι του κάτω από το μαξιλάρι, την έσπρωξε και την έριξε στο δρόμο. Μάλλον σ' αυτό οφείλονταν τα αίματά της.
Αίματα. Αυτό είδε στο κινητό της.
Πρώτα της φωτογράφισε το κρέας: κατακόκκινο, μαλακό και ωμό, μες τη λευκή σακούλα του χασάπη -μισάνοιχτη στην ίνοξ κουζίνα- κολλημένα πάνω της μικρούτσικα κομμάτια κρέας και κηλίδες από αίμα ζώου εδώ και εκεί. Η ποσότητα επαρκής για δείπνο τριών μεγάλων ατόμων.
Ύστερα της έστειλε το πρόσωπό του. Οι μύες του ήταν τεντωμένοι παράξενα, που του μίκραιναν τα μάτια και την έκαναν να βλέπει σχεδόν μόνο τα μάγουλα. Χαμογελούσε. Όχι σαν τις άλλες φορές. Χαμογελούσε γλυκά, σχεδόν συγκινημένος πίσω από τα μάγουλά του.
Έκλεισε τα πράγματά της, κλείδωσε το γραφείο, βγήκε.
Κάποια στιγμή κοίταξε το κινητό της. "Απόψε μαγειρεύω για την καλή μου. Κι εκείνη τρελαίνεται για rib eye. Θα ανάψω κεριά, θα βγάλω τα πιάτα της και θα την περιμένω. Εκείνη θα γυρίσει και θα τα βρει όλα έτοιμα. Θα μου χαιδέψει τα μαλλιά κι ύστερα θα φάμε οι δυο μας, κι όπως ο ένας θα κοιτά τον άλλον, θα περνάμε υπέροχα. Τι λες, σου αρέσει η ιδέα;". Είδε επίσης δυο φωτογραφίες. Σ' ένα τηγάνι, κρέας κείτονταν ανάμεσα στα βούτυρα και σε μια δεύτερη ήταν κάπως πιο ψημένο. Και μετά είδε το βίντεο. Εκείνος πάνω από το ωμό πλευρό να μετρά δυνατά τον χρόνο ψησίματος και σχεδόν τρομακτικά, να μιλά αργά, πάρα πολύ αργά και σοβαρά λες και εξετάζει το νεκρό ζώο. Δυνάμωσε την φωνή. "...Υπάρχει ένα πυκνό δάσος πολύ μακριά από δω γεμάτο χελώνες και άγριες φράουλες κι εκεί μέσα πολλά βράδια πάρκαρα σχεδόν τύφλα και για ώρα πολλή έβαζα τα κλάματα κι ύστερα επέστρεφα ακόμη πιο κυνικός και έτοιμος στον κόσμο".
Είδε όλο το βίντεο ανάμεσα στα γέλια της παρέας της, ένα από τα τελευταία ανοιξιάτικα βράδια κι είδε και άλλες φωτογραφίες: το στρωμένο τραπέζι, ένα μεγάλο κερί αναμμένο και δυο πιάτα σε μια άκρη, μια γυναικεία πλάτη σε μια καρέκλα κι ύστερα παιδικά παιχνίδια σκορπισμένα σε έναν τεράστιο καναπέ και μετά ξανασκέφτηκε τους μύες του άνδρα, τα δάκτυλά του και τα μικρά του μάτια -καφέ μπίλιες- να κλαίνε χαμηλά, δίπλα στα βατόμουρα, τις φράουλες και τις χελώνες.
"Σπαλομπριζόλα λέγεται κανονικά κι όταν εσύ τη μάθαινες, εγώ με τις φιλενάδες μου τυλίγαμε τα σούσια. Έτσι να του απαντήσεις του παλιομαλάκα. Μικροαστός της ραχούλας, λες και είχες ανάγκη από τέτοια" είπε μια από τις φίλες της και σκάσανε στα γέλια.
Μαλάκα. Θα μπορούσε να είχε συμπληρώσει την παραπάνω πρόταση με τη λέξη αυτή, αλλά σεβάστηκε τα δάκρυα και δεν μπόρεσε να του την ξεστομίσει.
Γέλασαν πολύ τα κορίτσια εκείνο το βράδυ, κι ήταν στ' αληθεια ωραία και ανάλαφρη αυτή της η παρέα, κι αφού τους διηγήθηκε εκτενώς για τα μοσχάρια, τα φαγητά και τα κεριά, μια, ξεκαρδισμένη της είπε "ριμπάι-λοβ! Ξεκίνα να κόβεις".
Άνοιξε πάλι το κινητό της.
Μηνύματα, κλήσεις, βίντεο και φωτογραφίες. Χωρίς αριθμό.
Διάβασε δυνατά: "Η ραχοκοκαλιά του μοσχαριού αποτελείται από 13 θωρακικούς σπονδύλους ή απλά από 13 πλευρά. Από τον 1ο έως τον 6ο με τεμαχισμό παίρνουμε τη σπάλα, από τον 7ο έως τον 13ο παίρνουμε το rib eye. Το κομμάτι αυτό αφού καθαριστεί από το κόκκαλο μας δίνει την καλύτερη ποιότητα μπριζόλας που αποτελείται από δύο διακριτούς μύες -ο ένας μάλιστα με χαρακτηριστικό σχεδόν στρογγυλό σχήμα- αλλά και εξαιρετική κατανομή λίπους. Κάθε ζώο διαθέτει δύο τέτοια κομμάτια. Δεν υπάρχει σε αφθονία, σκέψου πως ένα μέσο καλό εστιατόριο χρειάζεται συχνά ένα μικρό κοπάδι. Απόψε σε θέλω στο κοπάδι μου, αλλά εσύ δεν ανήκεις σε καμία αγέλη.".
Ύστερα άνοιξε τις φωτογραφίες: το κόψιμο του φιλέτου, ζουμιά και λίγο αίμα και πουθενά κόκαλα, τα δάκτυλά του το έβαλαν στα πιάτα, το άνοιγμα του κρασιού - κατακόκκινο κι αυτό με φελλό συλλεκτικό- εκείνος μάλλον δεν έφαγε, το άλλο πιάτο ήταν άδειο.
"Κάθομαι απέναντι-απέναντι με την καλή μου και διαλέγουμε τραγούδια, μα τα δικά μου είναι απόψε μονάχα για σένα, πολλές φορές σκέφτομαι ότι είσαι χαζή και μετά σκέφτομαι πως θέλω να είσαι χαζή και επειδή δεν είσαι, αυτό με τρελαίνει. Κι ύστερα ξέρω πως μπορείς να με κάνεις ότι θες, επειδή είσαι πανέξυπνη και σαστίζω. Είμαι πια ο γιος του πατέρα μου και πρώτη φορά το παραδέχομαι μπροστά σου, κι αν και δεν ξέρεις τους δικούς μου, ούτε και θα τους μάθεις, μπορείς να τους αγαπάς για χάρη μου και αυτό με σαστίζει περισσότερο ακόμη. Έρχομαι από ένα μέρος που δεν υπάρχει στον χάρτη πουθενά και έχω χάσει τα πάντα για τα καλά κι έτσι ανέστιος και μόνος εδώ και καιρό, σέρνω το κάρο μου στον κόσμο. Μίλα μου.
Μπορώ να σου μιλώ, μονάχα εσένα, και να σου στέλνω όλη μου τη ζωή σε τίτλους: έχω πάρει ναρκωτικά, έχω χτυπήσει και έχω χτυπηθεί, έχω κλάψει μα δεν γύρισα πίσω, έχω κρυφτεί πολύ βαθιά μέσα στο δάσος, λες και έχω χαθεί οριστικά, μα κατά βάθος ξέρω πως όλα αυτά στα λέω για να γίνω και πάλι ζωντανός και να μοιάσω σπουδαίος, γιατί θέλω να δείχνω μπροστά σου σπουδαίος και δεν αντέχω την περιφρόνησή σου. Δες.
Απόψε παίζω και ακούω μουσικές μονάχα για σένα και σε παίρνω μαζί αν και είσαι πολύ μακριά και σε βάζω κάτω από το μαξιλάρι. Χωρίς μου, δεν χρειάζονται οι αντωνυμίες στην περίπτωσή σου. Κάτω από το μαξιλάρι, λοιπόν, γιατί εκεί μέσα είναι το μόνο δικό μου μέρος και συ θέλω να είσαι δικιά μου. Οι σωστοί χασάπηδες κόβουν από τον 8ο ως τον 12ο σπόνδυλο και όταν το κρέας ψήνεται, οι μύες ορθάνοικτα ανοίγουν κι ύστερα το αίμα λάμπει στο λευκό πιάτο. Με νίκησες. Αυτό όλο είναι η καρδιά μου".
Βγήκε στο μπαλκόνι. Στη γωνία του δρόμου κάτι Πολωνοί άνοιξαν ένα μικρό μίνι-μάρκετ, φέρνει πολλά πράγματα από την πατρίδα τους και μαζεύει κόσμο. Κοίταξε τα χέρια της, έτρεμαν αν και το βράδυ ήταν ζεστό. Ήξερε πια όλη την ιστορία του. Σπόνδυλο-σπόνδυλο, κομμάτι-κομμάτι. Αρκετά. Κουρασμένη και βαθιά λυπημένη ξάπλωσε και τελικά πέρασε εκείνο το καλοκαίρι.

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ