Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, σύμβολο μιας καθεστωτικής κρίσης
Το 65% των Γάλλων θέλουν τη συνέχιση των απεργιών κατά της μεταρρύθμισης
Η βιαιότητα, η αδιαλλαξία και η ελαφρότητα της εκτελεστικής εξουσίας εκθέτουν τη χώρα σε μεγάλους δημοκρατικούς κινδύνους. Μόνο ένας συνδυασμός πολιτικής δημοκρατίας και οικονομικής δημοκρατίας θα μπορούσε να εγγυηθεί μία εναλλακτική λύση απέναντι στην αποσύνθεση του συστήματος της 5ης Δημοκρατίας.
Fabien Escalona και Romaric Godin
Mediapart - 6 Μαρτίου 2023
Προκλήσεις, περιφρόνηση, ψέματα και εχέγγυα αξιοπρέπειας στην ακροδεξιά. Αυτό είναι το ιδιαίτερο κοκτέιλ που χρησιμοποίησε η εκτελεστική εξουσία ενόψει των κινητοποιήσεων της 7 Μαρτίου κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Ο Εμανουέλ Μακρόν, ο υπουργός Εργασίας του Olivier Dussopt και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Olivier Véran προέβησαν σε μια σειρά δηλώσεων ικανών να εξοργίσουν όσους κατάλαβαν ότι το νομοσχέδιό τους ήταν περιττό, οπισθοδρομικό και άδικο.
Αυτές οι ντροπιαστικές, πρόχειρες ή εντελώς ανούσιες δηλώσεις αποτελούν την προσωρινή αποθέωση μιας καταστροφικής διαχείρισης αυτής της μεταρρύθμισης σε δημοκρατικό επίπεδο. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ψήφισή της, το κοινοβουλευτικό σύστημα φιμώθηκε μέσω της αμφισβητήσιμης χρήσης του άρθρου 47-1 του Συντάγματος. Και η εκτελεστική εξουσία δεν έπαψε να αρνείται κάθε νομιμοποίηση στα πλήθη που διαδήλωναν και στους διαμεσολαβητικούς φορείς, τα συνδικάτα, οι κινητοποιήσεις των οποίων επιβεβαίωσαν όλες τις έρευνες που καταδεικνύουν τη μαζική απόρριψη από την κοινή γνώμη.
Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε μια τέτοια πεισματική βία από τη μεριά της εκτελεστικής εξουσίας; Τι νόημα θα μπορούσε να δοθεί στην άνεση με την οποία αντιμετωπίζει τις συνέπειες ενός τέτοιου επεισοδίου; Κατά τη γνώμη μας, η απάντηση είναι διπλή.
Υπάρχουν από τη μία πλευρά οικονομικοί λόγοι, που σχετίζοναι με τις τεράστιες αντιφάσεις που αναπτύσσει ο σύγχρονος καπιταλισμός, βυθισμένος σε μια ύστερη νεοφιλελεύθερη φάση. Κι από την άλλη, υπάρχουν πολιτικοί λόγοι που έχουν να κάνουν με τη σχέση της "Μακρονίας" με την εξουσία και με το "τοτέμ της εκλογικής ασυλίας" που πιστεύει ότι κατέχει. Όλα αυτά συνδυάζονται για να φανερώσουν και να επιταχύνουν μια επικίνδυνη καθεστωτική κρίση, μια γαλλική εκδοχή των δυσκολιών που πλήττουν όλες τις δυτικές δημοκρατίες.
Αποθέματα νομιμοποίησης που σπανίζουν
Με τον όρο "κρίση του καθεστώτος", δεν υπονοούμε ότι κινδυνεύει βραχυπρόθεσμα η επιβίωση της Πέμπτης Δημοκρατίας. Απλώς, οι άρχουσες ελίτ της υφίστανται μια υφέρπουσα κρίση νομιμοποίησης, η οποία διαιωνίζεται, παγιώνεται, βαθαίνει και διαχέεται σε ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα έναν ριζικό διαχωρισμό - "εν πνεύματι και εν σώματι", θα μπορούσε να πει κανείς - μεταξύ της κοινότητας των πολιτών και της πολιτικής της τάξης, ενώ τροφοδοτεί αυταρχικούς πειρασμούς και καθυστερεί τη συλλογική προετοιμασία της χώρας για τους κλυδωνισμούς των καιρών.
Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος εντάσσεται πλήρως σε αυτό το αρνητικό σπιράλ και στις αιτίες του, από την άποψη πριν από όλα τoυ "πριγκιπικού προνομίου". Οι εξουσίες του αρχηγού του κράτους στο πλαίσιο της Πέμπτης Δημοκρατίας είναι υπέρογκες και η πρακτική των διαδοχικών κυβερνήσεων έχει ενισχύσει αυτή την προεδρική πρωτοκαθεδρία. Ενώ έχει επικριθεί από τις απαρχές του καθεστώτος, η πρωτοκαθεδρία αυτή έχει γίνει όλο και πιο ασυμβίβαστη με μια κοινωνία με αυξημένες δημοκρατικές απαιτήσεις, και η οποία σε κάθε περίπτωση εκφράζει πλέον σταθερά την απαίτηση να ακούγεται και να συμμετέχει.
Ο Εμανουέλ Μακρόν αγνόησε αυτό το κενό, επαναλαμβάνοντας μέχρι αηδίας ότι διέθετε μια εκλογική νομιμοποίηση και ότι αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τη μεταρρύθμιση αποδεκτή. Ξεχνάει βέβαια ότι, όπως και το 2017, υπήρξε ο ίδιος η μόνη διαθέσιμη επιλογή για να αποτραπεί μια νίκη της ακροδεξιάς, μετά από μια αρκούντως άτονη προεκλογική εκστρατεία, κατά τη διάρκεια της οποίας απουσίασε ο ίδιος από τα ντιμπέιτ. Ξεχνά επίσης ότι το εκλογικό σώμα των βουλευτικών εκλογών, τον περασμένο Ιούνιο, του στέρησε την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνική Συνέλευση.
Ακόμη και αν είχε κερδίσει με ευκολία μια λιγότερο στρεβλή εκλογή, μια υψηλή αντίληψη της δημοκρατίας θα έπρεπε να την καθιστά μια συνεχή άσκηση, χωρίς να την περιορίζει σε εκλογικές προθεσμίες που μετατρέπονται σε "λευκές επιταγές" για όσους τις κερδίζουν. Όμως, όπως διαπιστώνουμε για άλλη μια φορά, ο πρόεδρος παραμένει εμποτισμένος με την μονοπωλιακή κουλτούρα της εξουσίας που ευδοκίμησε σε όλη την Πέμπτη και με την οποία δεν είχε ποτέ την πρόθεση να έρθει σε ρήξη.
Σε συνδυασμό με αυτόν τον θεσμικό αρχαϊσμό, ο οποίος ήταν ήδη πασιφανής κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ένας άλλος παράγοντας τροφοδότησε το διαζύγιο μεταξύ της εθνικής εκπροσώπησης και του λαού, το οποίο η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος καταδεικνύει απόλυτα. Είναι ο μετασχηματισμός του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου της χώρας σε μια νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Οι ιδιωτικοποιήσεις, η εμπορευματοποίηση και ο ανταγωνισμός έχουν επισκιάσει τον κοινό ορίζοντα, έχουν τροφοδοτήσει μια άνιση δυναμική και έχουν κάνει τις ζωές πιο επισφαλείς.
Οι αντιστάσεις σε αυτή την αδυσώπητη πορεία υπήρξαν αλλεπάλληλες και μαζικές, αλλά πάντοτε παρακάμπτονταν από τις μεγάλες κυβερνητικές δυνάμεις που ενσάρκωναν παλαιότερα οι σοσιαλιστές και οι κληρονόμοι του γκωλισμού. Το γεγονός ότι αυτά τα κόμματα έχουν καταντήσει χαοτικές και αφαιμαγμένες συνάξεις που έχασαν την παλιά κομματική τους υπόσταση μέσα σε πέντε σύντομα χρόνια, μαρτυρά την καθεστωτική κρίση για την οποία μιλάμε.
Από την άποψη αυτή, χαρακτηριστική είναι μια σκηνή από την κοινοβουλευτική συζήτηση σχετικά με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Ήταν η στιγμή που ο πρώην σοσιαλιστής Olivier Dussopt δέχθηκε την ίδια ερώτηση που είχε κάνει το 2010 στον δεξιό υπουργό Éric Woerth, διαμαρτυρόμενος τότε για την αύξηση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης στα 62 έτη. Δεκατρία χρόνια αργότερα, βρίσκονται και οι δύο στην ίδια πλειοψηφία, ένα είδος γαλλικού "μεγάλου συνασπισμού", για να προωθήσουν το πέρασμα στα 64.
Αν το επεισόδιο με τις συντάξεις απεικονίζει τόσο καλά μία εξουθενωμένη Πέμπτη Δημοκρατία, είναι επειδή αναδεικνύει την ύπαρξη μιας νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης, που συσσωματώνει πρώιμους υποστηρικτές του πολιτικού entrepreneur Μακρόν και καιροσκόπους, και αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει όλη την καθετότητα που προσφέρει το καθεστώς για να επιβάλει τη δραστική ατζέντα της σε μια κοινωνία που δεν τη θέλει.
Γιατί η κυβέρνηση είναι τόσο μοχθηρή;
Εν ολίγοις, η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2023 εμφανίζεται σαν την πεμπτουσία όλων όσων προσβάλλουν το πνεύμα της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης στο σημερινό καθεστώς. Διαπιστώνοντας αυτό, πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχει ξεπεραστεί ένα όριο, το οποίο πρέπει να εξηγηθεί. Παλαιότερα, οι φόβοι για κοινωνικές εκρήξεις ή για μια τιμωρία από την κάλπη έπαιζαν ρυθμιστικό ρόλο, ο οποίος φαίνεται να έχει εξαφανιστεί από τον ορίζοντα της εκτελεστικής εξουσίας.
Αν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιβλήθηκαν πράγματι στη Γαλλία, αυτό δεν έγινε χωρίς να ληφθεί υπόψη η αντίθεση της κοινής γνώμης. Το 1986, το σχέδιο αναθεώρησης του ειδικού καθεστώτος των ασφαλισμένων εγκαταλείφθηκε μετά τη μεγάλη απεργία της SNCF [Εθνική Εταιρεία Σιδηροδρόμων -σ.σ.]. Το 1994, μπροστά στις διαδηλώσεις των φοιτητών, ο Édouard Balladur εγκατέλειψε το σχέδιο του "κατώτατου μισθού των νέων". Τα κοινωνικά κινήματα είχαν επίσης αρνητικό αντίκτυπο στη μεταρρύθμιση του Juppé για τις συντάξεις το 1995 και στη "σύμβαση πρώτης πρόσληψης" του Dominique de Villepin το 2006.
Οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν άλλους δρόμους που ευνοούσαν λιγότερο τις μαζικές διαμαρτυρίες, όπως τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη μείωση των εισφορών ή τη μεταρρύθμιση της ασφάλισης υγείας. Ορισμένες μάλιστα επέλεξαν να "αντισταθμίσουν" τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση των πολιτικών τους με μέτρα όπως το ελάχιστο εισόδημα ένταξης, τη διατήρηση ενός αρκετά προστατευτικού συστήματος ασφάλισης ανεργίας ή τη μείωση των ωρών εργασίας.
Αυτές οι στρατηγικές, πάντως, διαφέρουν πολύ από την αδιαλλαξία που η κυβέρνηση επιδεικνύει σήμερα μέσω μιας άμεσης αντιπαράθεσης. Ο Εμανουέλ Μακρόν είχε βέβαια προειδοποιήσει. Στο βιβλίο-πρόγραμμά του Επανάσταση (XO éditions, 2016), παρουσιαζόταν ως εκ διαμέτρου αντίθετος με τον γαλλικό αυτον τρόπο, ο οποίος υποτίθεται πως θα εμπόδιζε τη χώρα "να προσαρμοστεί στην πορεία του κόσμου". Υπάρχουν όμως τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους πέρασε τόσο εύκολα από τα λόγια στις πράξεις.
Υποστήριξη των απειλούμενων κερδών
Η πρώτη αιτία είναι οικονομική και οφείλεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική κρίση έχει βαθύνει από το 2020. Τα συνεχώς μειωμένα κέρδη παραγωγικότητας και η εξάρτηση του ιδιωτικού τομέα από τη διαρκή στήριξη της δημόσιας αρχής είναι δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης.
Μια διπλή ανάγκη προκύπτει έτσι ως αποτέλεσμα για το κεφάλαιο και τους συμμάχους του: επιβάλλεται αφενός να διατηρήσουν την πίεση πάνω στη μισθωτή εργασία προκειμένου να καταστήσουν τη λιγότερο παραγωγική εργασία κερδοφόρα για τις επιχειρήσεις και, αφετέρου, να μειώσουν το κοινωνικό κράτος προκειμένου να μεταφέρουν τους πόρους του στον ιδιωτικό τομέα.
Με άλλα λόγια, τίθεται σε προτεραιότητα η πειθάρχηση των εργαζομένων ώστε να αποδεχθούν την υποβαθμισμένη και κακοπληρωμένη εργασία μαζί με τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, ώστε να χρηματοδοτηθούν οι μειώσεις φόρων και οι επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις. Για τις οικονομικές ελίτ, αυτές είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορούν να συνεχίσουν να αυξάνονται τα κέρδη και η συσσώρευση κεφαλαίου.
Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού που παρουσίασε η κυβέρνηση Borne [η σημερινή πρωθυπουργός -σ.σ.] πληροί ακριβώς αυτές τις δύο προϋποθέσεις, οι οποίες είναι επίσης πολιτικά ανομολόγητες. Θα ασκήσει μία πίεση σε ολόκληρο τον κόσμο της εργασίας που θα προστεθεί στη μεταρρύθμιση της ασφάλισης ανεργίας, ενώ ταυτόχρονα θα απελευθερώσει πόρους για τη χρηματοδότηση των πρόσθετων φοροαπαλλαγών που έχουν υποσχεθεί στους εργοδότες.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η εκτελεστική εξουσία έχει μεταστραφεί, μέσα σε τρία χρόνια, σε μια "παραμετρική" μεταρρύθμιση που παίζει με τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης, η οποία θα ήταν πιο αποτελεσματική για την επίτευξη αυτών των αποτελεσμάτων, παρόλο που ο αρχηγός του κράτους στηλίτευε κάποτε την "υποκρισία" αυτού του μοχλού.
Προστασία του δογματικού πυρήνα του Μακρονισμού
Υπό αυτές τις συνθήκες, η θέση μιας κυβέρνησης αφοσιωμένης στα συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου δεν μπορεί παρά μόνο να σκληρύνει. Πόσο μάλλον που αγγίζουμε εδώ τον πυρήνα της ταυτότητας αυτής της εξουσίας. Από τότε που αφίχθηκε στο Élysée [η επίσημη κατοικία του προέδρου -σ.σ.], αλλά και πριν ακόμα, ο Εμανουέλ Μακρόν έχει αλλάξει γνώμη για πολλά θέματα. Αλλά έχει παραμείνει σταθερός και συνεπής σε ένα σημείο: αυτό της ακλόνητης υποστήριξης της κερδοφορίας του ιδιωτικού τομέα.
Γι' αυτό και ποτέ δεν σκέφτηκε να αμφισβητήσει ούτε τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας ούτε τη μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου, παρόλο που οι μελέτες αξιολόγησης αμφέβαλαν για την αποτελεσματικότητά τους. Αν θεωρήσουμε τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού ως συνέχεια αυτής της πολιτικής, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον ακραίο προσανατολισμό της εκτελεστικής εξουσίας: η εγκατάλειψή της θα σήμαινε ότι θα θιγόταν αυτή η ταυτότητα, με άλλα λόγια, η μόνη πραγματική πολιτική της λειτουργία.
Υπάρχει επομένως για τον Μακρονισμό ένα υπαρξιακό διακύβευμα στην τρέχουσα μεταρρύθμιση. Σε αυτό το πλαίσιο, η ταπείνωση και η απονομιμοποίηση του κοινωνικού κινήματος αποτελούν αναπόσπαστες μορφές αυτού του πολιτικού ρεύματος. Οι αναφορές του εδώ είναι προφανώς η καταστολή των απεργιών των ανθρακωρύχων από τη Μάργκαρετ Θάτσερ το 1984-1985 και η καθυπόταξη της Ελλάδας μεταξύ 2010 και 2015.
Στόχος είναι να μειωθούν με κάθε μέσο οι αντιστάσεις στις ευνοϊκές για το κεφάλαιο πολιτικές, οι οποίες πρόκειται να ενισχυθούν ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια.
Το τοτέμ της εκλογικής ασυλίας
Υπάρχουν πολιτικές συνθήκες που ευνοούν αυτή την αδιάλλακτη συμπεριφορά απέναντι στο κοινωνικό κίνημα. Με απλά λόγια, η εξουσία είναι πεπεισμένη ότι μπορεί να αποφύγει την εκλογική τιμωρία. Αυτό που μετρίασε την ζέση των κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1990 και του 2000 στη Γαλλία δεν ήταν ίσως τόσο θέμα πεποίθησης όσο ο φόβος μήπως εκδιωχθούν από την εξουσία - και πράγματι, η κυβερνητική αυτή εναλλαγή υλοποιήθηκε αρκετές φορές.
Όμως η κατάσταση έχει αλλάξει. Το πολιτικό τοπίο έχει γίνει τριπολικό, και η αριστερά είναι το αποκλεισμένο τρίτο κόμμα σε μια τελική μονομαχία μεταξύ μιας νεοφιλελεύθερης δεξιάς και μιας "ταυτοτικής" δεξιάς. Δύο φορές, ο Εμανουέλ Μακρόν έχει εκλεγεί μετά από μια αναμέτρηση με μια λεπενιστική ακροδεξιά που απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του γαλλικού λαού και η οποία διακρίνεται εξάλλου από την εξόφθαλμη ανικανότητά της.
'Όλα γίνονται σαν να αρκεί στο στρατόπεδο των Μακρονιστών να εξασφαλίσει την πρόσβαση στον δεύτερο γύρο με την κινητοποίηση μιας κοινωνικής βάσης που αποτελείται από εύπορες τάξεις και συνταξιούχους, η οποία είναι μεν μικρή αλλά με επιρροή και μεγάλη συμμετοχή σε σύγκριση με τους νέους και τους εργαζόμενους. Μόλις ολοκληρωθεί αυτό το στάδιο, η εξουσία πέφτει στα χέρια του σαν ώριμο φρούτο, χάρη στους πολίτες που θέλουν να αποφύγουν μια ανοιχτά αυταρχική και ξενοφοβική εμπειρία.
Εξοπλισμένος με έκτακτους θεσμούς και ένα τοτέμ εκλογικής ασυλίας, που βοηθούν στην εξυπηρέτηση των κοινωνικών συμφερόντων και της οικονομικής λογικής που συνθέτουν την ταυτότητά του, ο Μακρονισμός έχει όλα όσα χρειάζεται για να διολισθήσει σε ακραίες συμπεριφορές - αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν "ύβρη", έχοντας δηλαδή το αίσθημα ότι μπορεί να αψηφήσει τους θεούς υπερεκτιμώντας την ίδια του τη δύναμη.
Ένα επικίνδυνο παιχνίδι με την ακροδεξιά
Ακόμη και στις κρίσεις παντοδυναμίας της, ωστόσο, η εξουσία γνωρίζει ότι αυτή η ισορροπία είναι επισφαλής. Το γεγονός ότι απέκτησε μόνο μια σχετική πλειοψηφία τον περασμένο Ιούνιο, με μια ενωμένη αριστερά που ισοψήφησε στον πρώτο γύρο σε εθνικό επίπεδο, ήταν μια ανησυχητική ένδειξη.
Αυτό παρέχει στην εκτελεστική εξουσία έναν στρατηγικό λόγο για να συμβάλει ενεργά στη διατήρηση του τοτέμ της ασυλίας, στο οποίο πρέπει να προστεθεί μια υποβαθμισμένη πολιτική κουλτούρα, μιας γενιάς και ενός κοινωνικού στρατοπέδου που δεν είχαν τίποτα να κατακτήσουν σε δημοκρατικό επίπεδο. Η κατάσταση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα επεισόδια της υπόθεσης Ντρέιφους ή του Λαϊκού Μετώπου, όταν η δημοκρατική αστική τάξη είχε καταφέρει να βρει ένα πεδίο συνεννόησης με την αριστερά (η οποία ήταν σαφώς κολεκτιβιστική εκείνη την εποχή!) προκειμένου να αποτρέψει το αντιδραστικό στρατόπεδο από το να καταλάβει την εξουσία.
Αυτή η ιστορική συνείδηση φαίνεται να έχει σχεδόν ολοκληρωτικά εγκαταλείψει τις τάξεις του Μακρονισμού. Από εδώ και στο εξής, αντίθετα, η Αριστερά δαιμονοποιείται συνεχώς ως "ακραία", με τον ίδιο τρόπο, και ίσως και περισσότερο, που δαιμονοποιείται και το υποτιθέμενο αντίστοιχό της στη δεξιά. Κάθε μέσο είναι χρήσιμο για να μην μπορέσει ποτέ να αποτελέσει μια αξιόπιστη και αποδεκτή εναλλακτική λύση, με τον κίνδυνο η ταυτοτική δεξιά να οικειοποιηθεί αυτό το καθεστώς.
Το επικίνδυνο αυτό παιχνίδι ήταν ήδη ορατό στην προεκλογική καμπάνια, όταν ενεργοποιήθηκε η ρητορική του "κόκκινου κινδύνου". Συνεχίστηκε στη Βουλή, με την πρωτοφανή νομιμοποίηση του Rassemblement National (RN) και των 89 βουλευτών του. Και εμφανίζεται με μεγαλύτερη έμφαση από ποτέ κατά τη διάρκεια της μάχης για τις συντάξεις, η οποία αποδεικνύεται το απόσταγμα των πιο ανησυχητικών τάσεων στην πολιτική μας ζωή.
Οι ανταλλαγές φιλοφρονήσεων στην Εθνική Συνέλευση αποτέλεσαν έτσι μια ευκαιρία για να αναδειχθεί μια μορφή "μετώπου ευπρέπειας", όπου οι Μακρονιστές τα βρήκαν με το RN. Για παράδειγμα, όταν ένας βουλευτής των Insoumis [Ανυπότακτων -σ.σ.] κατηγόρησε τον Olivier Dussopt για "δολοφόνο", ο τελευταίος συγκινήθηκε, σύμφωνα με τη Le Monde, από την έντονη υπεράσπιση της Marine Le Pen. "Σας ευχαριστώ για τα λόγια σας", φέρεται να της ψιθύρισε ο υπουργός, προτού δηλώσει ευθέως και δημόσια ότι "ήταν πολύ πιο δημοκρατική από πολλούς άλλους εκείνη τη στιγμή".
Το επεισόδιο αυτό απεικονίζει μια γενικευμένη στρατηγική που αναπτύσσεται και σε άλλους τομείς, για παράδειγμα στο θέμα του "wokism". Με τον τρόπο αυτό, η Μακρονία προσπαθεί να εγκαθιδρύσει μια μορφή πολιτικού δυϊσμού που πιστεύει ότι μπορεί να ελέγξει προς όφελός της, αλλά θέτει σε απερίσκεπτους κινδύνους ολόκληρη τη χώρα. Αυτό που συνέβη στην Ιταλία, με την άφιξη μιας μεταφασίστριας ηγέτιδας στην εξουσία, κατέδειξε την ευθύνη των "mainstream" πολιτικών ρευμάτων στην νομιμοποίηση της ακροδεξιάς.
Αν αυτό το παιχνίδι είναι τόσο επικίνδυνο, είναι επειδή υπονομεύει τις ίδιες τις συνθήκες διαιώνισής του: πώς μπορούμε να καλούμε κάθε πέντε χρόνια για "δημοκρατική εγρήγορση", αν σ' αυτούς που θεωρούνται "εκτός δημοκρατικού πεδίου" περιλαμβάνονται οι ψηφοφόροι που ταυτίζονται με την Αριστερά και καλούνται να ψηφίσουν τον νεοφιλελεύθερο υποψήφιο;
Ο Εμανουέλ Μακρόν φέρει την ευθύνη, πολύ περισσότερο από την Αριστερά, μιας ενδεχόμενης νίκης της ακροδεξιάς.
Στην πραγματικότητα, η στρατηγική του Εμανουέλ Μακρόν αποδυναμώνεται καθώς ξεδιπλώνεται. Έτσι, ίσως θα πρέπει να ερμηνευτεί με έναν ακόμη πιο τρομερό τρόπο. Αν η προτεραιότητα της προεδρικής πλειοψηφίας είναι να επιβάλει μια πολιτική ευνοϊκή για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, τότε είναι ευνόητο ότι αυτό συνεπάγεται την υποταγή του κοινωνικού κινήματος και ακόμη και την περιθωριοποίηση της πολιτικής αριστεράς, ρισκάροντας συνειδητά μία εναλλαγή με την ακροδεξιά.
Εξάλλου, η τελευταία δεν θα απειλήσει τις μεταρρυθμίσεις, αφού αποδέχεται απόλυτα το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, ειδικά αν το κοινωνικό κίνημα αποδυναμώνεται συνεχώς. Η ύβρις του οικοδεσπότη του Μεγάρου των Ηλυσίων φαίνεται να βασίζεται στη βεβαιότητα ότι "κερδίζει" πάντα: είτε το τοτέμ της εκλογικής ασυλίας του λειτουργεί, είτε χάνει στην κάλπη, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του διαιωνίζονται.
Ο Εμανουέλ Μακρόν φαίνεται να υιοθετεί de facto την παλιά νεοφιλελεύθερη ιδέα της "εξουδετέρωσης" της δημοκρατίας που συναντάμε στον Χάγιεκ ή τον Φρίντμαν. Αλλά είναι επομένως πολύ περισσότερο υπεύθυνος από την αριστερά για τον κίνδυνο που παρουσιάζει μία νίκη της ακροδεξιάς. Ο κίνδυνος αυτός αυξάνεται, στο βαθμό που η τελευταία συσσωρεύει κέρδη στην καρδιά των θεσμών και θα μπορέσει να παρουσιαστεί ως διέξοδος απέναντι στην κρίση νομιμοποίησης που αναπαράγουν όλες οι κυβερνήσεις από τη δεκαετία του 1980 και μετά.
Πώς μπορούμε να βγούμε από την παγίδα στην οποία παρασύρει τη χώρα ο Μακρονισμός; Κατ' αρχήν, με την αντίστασή μας ενάντια στη μεταρρύθμιση, η οποία αποκτά επομένως έναν πολιτικό χαρακτήρα που είναι ζωτικής σημασίας για τη δημοκρατία μας. Και συντηρώντας έπειτα αυτό το κίνημα, πέρα από ένα πιθανό πείσμα της κυβέρνησης, προκειμένου να απαιτήσουμε στα επόμενα χρόνια τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας.
Στην πραγματικότητα, τα τρωτά σημεία της χώρας είναι πολλά απέναντι στην κλιματική αλλαγή ή στις επιθέσεις κατά των πλουραλιστικών πολιτικών μοντέλων που διαπράττουν συνεχώς τα αυταρχικά καθεστώτα, είτε στον τομέα της πληροφόρησης είτε εκμεταλλευόμενα τις αλληλεξαρτήσεις που έχουν προκύψει στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Για το λόγο αυτό, υπάρχει ανάγκη για ένα σχέδιο, αν όχι κατευναστικό, τουλάχιστον περιεκτικό και δίκαιο, το οποίο θα επαναφέρει τις μεγάλες παραγωγικές και επενδυτικές αποφάσεις στη δικαιοδοσία του γενικού συμφέροντος.
Η πολιτική αριστερά και το κοινωνικό κίνημα έχουν επομένως συνδέσει τη μοίρα τους, καθορίζοντας ταυτόχρονα και τη μοίρα ενός δημοκρατικού μέλλοντος του καθεστώτος, σε αυτή τη μάχη ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, η οποία παίρνει τη μορφή μιας μείζονος πολιτικής μάχης.