Νύχτες στο Ερμπίλ
Πρώτη φορά στο Iράκ. Όχι η έξαψη που περίμενα. Αλλά το βράδυ έχει ένα μυστικό. Όλα μεταμορφώνονται. Εκεί που το πρωί βλέπεις να ψήνονται στον ήλιο κάτι αλάνες ασήμαντες, ρολά κατεβασμένα, υπαίθρια παζάρια – τη νύχτα, στη δροσιά της νύχτας, εμφανίζεται μια άλλη ζωή. Όλοι οι άντρες –μόνο άντρες- είναι στους δρόμους. Στην οδό Iskran, που είναι το Γκάζι τους, πλαστικές καρέκλες παρατάσσονται αντικρυστά στις δύο όχθες της ασφάλτου και με ναργιλέ, ψητό κρέας και τσάι χαζέυουν τη κίνηση –πεζοί, αυτοκίνητα, ένα χάος. Πίσω από τους φράχτες ανάβουν πολύχρωμα φώτα, δροσεροί κήποι για τους VIP (τρόπος του λέγειν), δεκάδες κουρεία φωταγωγημένα με νέον σαν υπερωκειάνεια.
Αυτό ακριβώς κάνουν σε όλη την Ανατολή, θα μου πεις. Η νύχτα όμως εδώ, όπως και η συμπεριφορά (Κούρδοι), έχει κάτι βελούδινο και πλούσιο.Υπάρχει εξωστρέφεια και πολλά γέλια και τ’ άστρα σε μεθάνε. Υπάρχει ένα άρωμα βαρύθυμο και η έκσταση της φιλίας ανάμεσα σε μια ράτσα δεμένη που πέρασε πολλά. Όλοι χαιρετιούνται.
Αν και η πόλη (χτισμένη κυκλικά γύρω από ένα κάστρο) μοιάζει με στόμα που κάποιος (ο θεός ίσως) τού πέταξε μια χούφτα δόντια κι αυτά έκατσαν όπου κάτσει, η ζωή δεν είναι έτσι χύμα ή σκόρπια. Αντιθέτως. Υπάρχει συγκρατημός και δέσιμο και μια ορμή να φτιαχτεί επιτέλους ένα κράτος ελέυθερο. Τα μέτρα ασφαλείας (λογικό) ακραία, τα checkpoints υπερβολικά. Το ξενοδοχείο μου (πεντάστερο στα λόγια), με άδειες πισίνες και σα να μισολειτουργεί, απ’ έξω είναι σαν πρεσβεία του Ισραήλ.
Στην πτήση από το Αμμάν (το εσωστρεφές, το άχαρο), δίπλα μου κάθονταν δυό Έλληνες επιχειρηματίες. Ντράπηκα από αυτά που λέγανε. Τους είπα ότι είμαι Ιταλός και απέφυγα τις οικειότητες. Αυτοί, όμως ελεύθεροι ότι δεν τους καταλαβαίνω, το τερμάτισαν.
Βλακεία που δεν πήγα στη Βαγδάτη!