Ένας αποικιοκράτης κάνει business στο διπλανό τραπέζι στην Πλάκα. Ξένοι στην Αθήνα. Revisited.
ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ ΝΑ ΚΑΘΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ. Έρχεται η σερβιτόρα, του μιλά ελληνικά. Δεν λέει καν «sorry, I don't speak Greek» ή κάτι τέτοιο. Της απαντά αυστηρά «I wait for a lady». Όχι κάποιον, όχι ένα φίλο, όχι με συγχωρείτε, αλλά κοφτά, «περιμένω μια κυρία». Τύπου, στρίβε, όταν σε χρειαστώ, θα καταλάβεις. Στο τηλέφωνο, οργανώνει πράγματα. Μπίζνες! Μιλά με διάφορους ανθρώπους. Τον ακούω να αλλάζει γλώσσες.
Η κυρία φτάνει.
Εκείνη βλέμμα πονηρό. Ανοιχτό ντεκολτέ. Από υστεροβουλία; Ή διαβάζω την κατάσταση περισσότερο άρρωστα από όσο πρέπει. Μήπως και λίγο σεξιστικό, το ότι το σκέφτομαι; Δεν ξέρω... Είναι τόσο παλιακό και κάπως ντεμοντέ το όλον, που ανασύρω μια σκέψη απευθείας από την κουλτούρα με την οποία συνορεύω.
Σε δευτερόλεπτα, σηκώνεται και φέρνει τη σερβιτόρα. Του τύπου, έφτασε η κυρία, δεν μας βλέπεις; Ξέρει τα καλύτερα μέρη. Ξέρει τις γειτονιές. Ένα μέρος εδώ, ένα εκεί. Της εξηγεί. «Α ναι. Εκεί, δουλεύει ο spyroz, είναι πολύ φίλος. Και εδώ έρχομαι κάθε μέρα. Beautiful place, good prices. There’s a guy named Petros across the street, eh great guy! You come meet with me and next time I’ll show you». Η σερβιτόρα φτάνει.
Προς έκπληξή μου η γυναίκα μιλά και ελληνικά. Διστακτικά. Σαν να ντρέπεται, από την προφορά όμως δεν μοιάζει να είναι κι εκείνη ξένη. Λέει κάτι ντροπαλά στη σερβιτόρα, σχεδόν με ενοχή που κάθεται μαζί του.
Εκείνος της μιλά για όλο τον κόσμο, δουλεύει σε όλο τον κόσμο. New York. Brazil. Δίνει στη γυναίκα συμβουλές. «Έτσι πάει αν θες να αγοράσεις». Είναι επαγγελματικό ραντεβού. Της προτείνει κάποιου είδους συνεργασία. Οι άνθρωποι για τους οποίους μιλά –τους παρουσιάζει ως συνεργάτες ή εργοδότες του– κάνουν σοβαρές business. Θέλουν 80 δωμάτια. Όχι για τουρίστες, ε! Για businessmen, από αυτούς που έρχονται εδώ για δουλειές και θέλουν κάτι πιο φτηνό και πιο ωραίο από ένα ξενοδοχείο. Η γυναίκα θα βοηθήσει να τα βρουν.
Φέτος ένας φίλος πιάνει δουλειά σε μια αντίστοιχη εταιρεία, ξένοι που διαχειρίζονται μέσω Airbnb μερικές δεκάδες σπίτια στο κέντρο. Ενθουσιασμένοι υποτίθεται με τα μικρά στοιχεία ελληνικότητας που βρίσκουν στον τόπο. Λένε λέξεις όπως filoxenia, meraki, xara κι αρχίζουν να μπραντάρουν με δαύτα εαυτούς και τέκνα, TOPOS, και να ένα δικό τους λάδι. Να ένα δικό τους νερό. Μια πλατφόρμα για κρατήσεις...
«Γιατί μας ενοχλούν τόσο;», ρωτάω τον Χ.
Με τη σερβιτόρα στο καφέ στην Πλάκα μοιραζόμαστε το ίδιο κάπως αλληλέγγυο βλέμμα αγανάκτησης με τα όσα λένε. Γιατί θυμώνουμε; Υπάρχουν πολλοί λόγοι, θες ότι όλες αυτές οι επιχειρήσεις μειώνουν ακόμη περισσότερο τα ελεύθερα σπίτια στην αγορά· θες ότι αλλάζουν και εξευγενίζουν (περαιτέρω) τις γειτονιές μας. Αλλά πιο πολύ από όλα είναι νομίζω ότι πολλοί expats αυτού του είδους μοιράζονται μια κοινή αίσθηση ιδιοκτησίας, δικαιώματος: ένα είδος entitlement, πάνω σε χώρο, τόπο και ανθρώπους. Η φιλοξενία είναι υποχρέωση. Αλλά μπορεί ακόμη και να μην πληρώνουν φόρους (ίσως;) και τα λεφτά τους έρχονται συχνά από αλλού και πάνε αλλού, ενώ όταν η συνθήκη πάψει να τους συμφέρει εννοείται ότι είναι έτοιμοι να εξαφανιστούν. Στον Χ., παρά την αρχική τους συμφωνία, παρά τη γενικευμένη γκρίνια τους για τις δυσλειτουργίες και τις γραφειοκρατίες του ελληνικού συστήματος, ζητάνε να δουλεύει τις διπλές ώρες από αυτές που θα είναι δηλωμένος. «Τους είπε ο λογιστής τους ότι αυτό τους συμφέρει...»
Σώπα, ρε μάγκα. Ναι;
1-2 χρόνια πριν, ένα πρακτορείο επικοινωνίας –που το τρέχουν ξένοι– μου ζητά να κάνω πρακτική εκεί τζάμπα. «Γιατί, σόρι, δεν έχουμε το μπάτζετ να σου δίνουμε τα νόμιμα». Άρα, αδέλφια, δεν έχετε το μπάτζετ να έχετε πρακτικάριο, μπορείτε να κάνετε φυσικά τη δουλειά μόνοι σας. Όπως κι ένας παλιός εργοδότης μου, με καταγωγή από το εξωτερικό, αφού εκμεταλλεύτηκε την Αθήνα και έφτιαξε το brand του, μου έλεγε τις προάλλες πως έχει γίνει πολύ gentrified και χίπστερ, ουφφφφ! Και τώρα θα πάει μάλλον στο Σάο Πάολο. Σε ανύποπτο χρόνο του λέω, Χ., τα λες όλα αυτά γιατί είσαι ένας ψηφιακός νομάς και μπορείς.
Δεν είναι κάποια σπάνια περίπτωση. Τα λεφτά του έρχονται απ' έξω, αλλά ζει εδώ ένα σωρό χρόνια, δεν έμαθε ποτέ τη γλώσσα, αλλά πουλά μια χαρά τη γνώση και τη σοφία που του φέρνει το να κατοικεί σε αυτήν τη μεταιχμιακή χώρα, μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Και δεν του το λέω αλλά το ξέρει, όπως και πολλοί από αυτούς, «είσαι εδώ γιατί είναι ευκολότερο. Είσαι εδώ γιατί απλούστατα δεν τα κατάφερες στη χώρα σου». Και σε αυτό τον περίεργο τόπο, η έξωθεν καταγωγή λειτουργεί ως free pass, μας έρχεσαι από μακριά και αυτομάτως ανοίγουμε πόρτες. Όχι από καλοσύνη απαραίτητα, ίσως από υστεροβουλία, ή και λιγάκι από κόμπλεξ;
Και μου απαντά: «Δεν είμαι ψηφιακός νομάς, είμαι διεθνής καλλιτέχνης».
Δεν του το λέω, αλλά το γράφω τώρα, δεν είσαι τίποτα από τα δύο, εσύ πηδάς απλώς από τη μια χώρα στην άλλη, γιατί δεν μπορείς να επιβιώσεις στις σκληρές ευρωπαϊκές αγορές. Το κάνεις, πρώτα απ' όλα, από τυχοδιωκτισμό, ένα μείγμα φιλοδοξίας και πονηριάς, και όλη η queer και post-colonial σκέψη του κόσμου δεν μπορεί να συρθεί σαν κουβέρτα για να καλύψει την αλήθεια για εσένα κι όσους σου μοιάζουν, πως είστε στην ουσία άνθρωποι αποτυχημένοι που πουλάνε ιστορία γιατί έχουν 1 στη χώρα του 0.
Συγχαρητήρια!