TO BLOG ΤΟΥ ΙΩΝΑ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗ
Facebook Twitter

Κάνε μου λίγη παρέα

Ιδού εγώ, ιδού εγώ, here I am.

Μια τυχαία συνάντηση με την Λούλα Αναγνωστάκη και τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, Κυριακή βράδυ μέσα στο σπίτι. Καύσωνας. 

Το όνομα σου Facebook Twitter
Larry Sultan, απο την σειρά "Swimmers" 1978-1982

KYΡΙΑΚΗ ΒΡΑΔΥ με καύσωνα, η Ελλάδα καίγεται, οι φίλοι μου σκορπισμένοι σε νησιά, άλλοι στην Γαύδο, άλλοι στην Αστυπάλαια, άλλοι στην Ανάφη, μέχρι κι ένα παιδί που μου αρέσει λίγο γύρισε για το Σ/Κ στο πατρικό του, κι εγώ τελευταίος ινδιάνος σε μια Αθήνα φλεγόμενο τόπι. Κάνε μου λίγη παρέα λέω στο YouTube και ο αλγόριθμος του με οδηγεί μπροστά σε μια ηχογράφηση της Λούλας Αναγνωστάκη, από κάποια ραδιοφωνική εκπομπή όπου διαβάζει τον μονόλογό της: "Ουρανός Κατακόκκινος". Έχω ξαναδεί το βίντεο αλλά ο αλγόριθμος είναι φίλος μου, με ξέρει, με ξέρει καλά, αναγνωρίζει ότι αυτό το βράδυ είμαι μόνος και αναζητώ την ασφάλεια της επανάληψης.

Τον ευχαριστώ βλέποντας ολόκληρη την διαφήμιση που μου πετάει και αφήνω το βίντεο να παίξει στα ακουστικά μου. 

Η ραδιοφωνική παραγωγός λέει: Στριμωχτείτε γύρω από το ραδιόφωνο, κάντε λίγη ησυχία, είναι σπουδαίο αυτό που ακούμε. Σκάω - και μετά από ώρες ακούω ή βλέπω κάτι στην ολότητα του, χωρίς να στρίψω λεπτό το μάτι στην οθόνη του κινητού μου. 


Ουρανός Κατακόκκινος

Αποσπάσματα από το θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη που σημειώνω εδώ βιαστικά καθώς την ακούω να διαβάζει. 

ΕΓΩ Η ΣΟΦΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, του Ιωάννου και της Ευγενίας καθηγήτρια γαλλικής στο δημόσιο με ανώτερες σπουδές στην φιλολογία, κάτοχος επίσης της αγγλικής και της ρωσικής, πρώην καθηγήτρια, απολυθείσα λόγω αλκοολισμού, αλκοολισμού. Έπινα. Έπινα και μέσα στην τάξη, όταν ήμουν απογευματινή. Γιατί έπρεπε να γίνω αλκοολική; Πως μου ήρθε να το αρχίσω, εγώ, που δεν έβαζα σταγόνα στο στόμα μου (…)

Κάθομαι και σκέφτομαι την ζωή μου και τους γονείς μου και τους παλιούς μου γνωστούς και όσους τυχαία είδα να περνούν, και καμμιά, καμμιά ζωή δεν ζηλεύω. Αντίθετα. Είμαι περήφανη για την ζωή μου, εγώ η καθηγήτρια των γαλλικών που ο πατέρας μου με προόριζε για το πανεπιστήμιο. Δεν θέλω να είμαι σαν αυτούς. Κάποτε ο Γιάννης μου είχε πει, μάνα έτσι όπως προχωράει η κοινωνία ή είσαι από τους πολύ δυνατούς ή γίνεσαι παράνομος. Μέσος όρος δεν υπάρχει. Είναι αυτοί που ξεγελιούνται πως είναι κάτι ενώ δεν είναι τίποτα.

Φυτά, που έλεγε η Μαίρη. Κι εγώ δεν θέλω να είμαι μέσος όρος. Τίποτα από ότι έχουν αυτοί δεν με συγκινεί, νεκροί είναι όλοι, αυτό είναι. Με τους ανδρες τους με τις γυναίκες τους, με τα παιδιά τους στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, και τις ηλίθιες εκδρομές τους στα νησιά τα σαββατοκύριακα, με τα αστραφτερά τους μπάνια και τις πολυτελείς κουζίνες τους, εγώ νιώθω πως ξεχωρίζω. Πηγαίνω κάθε δυο μήνες και βλέπω στην φυλακή τον άσχημο και ηλίθιο γιο μου, παρέα με τους Αλβανούς και τους πρεζάκηδες. 

Εγώ… εγώ… εγώ δεν βολεύομαι. Τ’ακους Χρηστάκη; (…) Δεν είμαι μέσος όρος, δεν είμαι από αυτούς που ρίχνουν νερό στο μύλο τον ισχυρών και νομίζουν πως είναι κάτι ενώ δεν είναι τίποτα, δεν έχω καν αλυσίδες για να τις χάσω. Εγώ κάνω την δική μου επανάστασή.

Εμπρός της γης οι κολασμένοι, της πείνας σκλάβοι εμπρός εμπρός. Να να να να να… Στον αγώνα ενωμένοι ας μη λείψει κανείς…

Ακούστε το απόσπασμα της ραδιοφωνικής εκπομπής εδώ.


Τυχαία βρίσκω παρατημένη σε ένα ράφι την νουβέλα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη με τίτλο: «Το όνομά σου» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ροδακιό. Την είχα αγοράσει πριν καιρό και θυμάμαι βλέποντας το βιβλίο πως χρωστάω ακόμα στην κυρία του βιβλιοπωλείου μερικά ευρώ, η γραφή του ΒΧ μου θυμίζει το παραμιλητό του θεατρικού, από την μεριά όμως αυτή την φορά του γιού που γράφει σε έναν γονιό, πατέρα. Μου αρέσει πολύ χωρίς να καταλαβαίνω γιατί. Την διαβάζω ολόκληρη σε μια ώρα με μάτια πρησμένα από τις οθόνες. Πίσω κι πάνω από το πόσο άρρωστα μπορεί να φαίνονται όλα όσα γράφει, βρίσκω κάτι τρομακτικά τρυφερό και στα δύο έργα, στην γλυκιά συντριβή των δύο αυτών οικογενειών πάνω στα βράχια μιας καθωσπρέπει μικροαστικής ζωής. Αλλά και σε αυτήν την πολύτιμη και κάπως απρόσμενη περηφάνεια τους που αναδύεται σαν λουλούδι μέσα από την ολοκληρωτική ταπείνωση.

Το όνομα σου Facebook Twitter
Marlene Dumas, "Wet Dreams", 2013

Το όνομά σου 

Οι πρώτες τρεις σελίδες της νουβέλας:

ΜΕ ΕΙΧΕΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙ. Η μαλλον φρόντισες να ένημερωθώ. Κι αυτο βέβαια ήταν μια πράξη μεγαλοψυχίας άπο μεριας σου — ακόμα μια. Ως συνήθως είχες μάθει τα πάντα πριν απ όλους και αμέσως φρόντισες να ενημερωθώ, να ξέρω τι με περιμένει. Ήταν πολύ χρήσιμος εκείνος ο λίγος χρόνος πού είχα στη διάθεση μου, οχι για να προετοιμαστώ με δικηγόρους και τα σχετικά, μα για να μπορέσω να συγκεντρώσω όση δύναμη βρισκόταν κρυμμένη μέσα μου. Ηξερα πώς θα τη χρειαζόμουν. Σ' εκείνον τον λίγο χρόνο σχεδίασα ψύχραιμα μία προς μία τίς κινήσεις μου, ακόμα και τις φράσεις, τα λόγια πού θα έλεγα στους αστυνομικούς, στον ανακριτή, στο δικαστήριο πιο ύστερα. Όταν μου χτύπησαν το κουδούνι ήμουν πιά σχεδον έτοιμος. Είχα κάνει δυό-τρία απαραίτητα τηλεφωνήματα, είχα φροντίσει για τη γάτα. Είχα πλύνει τα δόντια μου. Δεν ήξερα πότε θα επέστρεφα, αν θα επέστρεφα. Όλα τότε μοιάζανε ακόμη θολά. Ήταν ένας άντρας με στολή και δύο με πολιτικά. Μόλις τους είδα να στέκονται στην πόρτα, είπα μέσα μου αυτό: «ήρθανε να με συλλάβουν ένας άντρας με στολή και δύο με πολιτικά». Σκέφτηκα ότι στο μέλλον πολλές φορές θα διηγούμουν αύτη τη σκηνή καί πάντα θα επαναλάμβανα ακριβώς τις ίδιες λέξεις: «ήταν ένας άντρας με στολή και δύο με πολιτικά». Έτσι και έγινε, επανέλαβα τη φράση πολλές φορές.

"Το όνομα σου"
Αγοράστε το βιβλίο εδώ. 

Ίσως βέβαια κάποτε να πάψω να μιλώ για αυτά, δεν αποκλείεται. Όταν θα έχουν περάσει πολλά-πολλά χρόνια καί το παρελθον θα ‘χει σβήσει. Ελπίζω μιά μέρα να εχω ξεχάσει, ότι ήρθαν κάποτε να με συλλάβουν ένας άντρας με στολή καί δύο άλλοι με πολιτικά. Μπορεί να θυμαμαι μόνο τα πολύ βασικά- το γραφείο του ανακριτή, το κελί της φυλακης. Μερικές φάτσες, ίσως, αλλά κι αυτές δίχως όνομα πια. 

Η γενναιόκαρδη όμως εκείνη πράξη σου —να φροντίσεις δηλαδή να ενημερωθώ πώς από στιγμή σε στιγμή θα έρχονταν να με πάρουν— έκτος από την πολυτέλεια του χρόνου μου έδωσε ένα ακόμα σήμα, ότι δε με είχες ξεγράψει. Μπορεί να ήσουν θυμωμένος, απογοητευμένος, ή και αηδιασμένος μαζί μου (και πώς θα γινόταν διαφορετικά;) αλλά ήξερα πώς δε με είχες ξεγράψει. Κι ας είχα κηλιδώσει το όνομα σου. θυμήθηκα τώρα το σκουριασμένο πέταλο. Άραγε το θυμάσαι κι εσύ το σκουριασμένο πέταλο; Ήταν τέλος καλοκαιριού. Σε λίγες μέρες, μπορεί και την αμέσως επόμενη, θα φεύγαμε από το λατρεμένο σου σπιτάκι στην άκρη του λόφου, θα γυρνούσαμε πίσω στην έδρα μας, το βραχνό γρανάζι του σχολείου θα έπαιρνε μπρος ξανά. Τότε λοιπόν, σε μια απο τις τελευταίες μου βόλτες στα απέναντι ξεροχώραφα, εκείνες τις βόλτες πού δεν καλόβλεπες καθόλου και πού αν ήσουν λίγο πιο αυστηρός θα μου τις είχες απαγορεύσει, πρωτίστως για το φόβο των φιδιών, βρήκα εγώ το σκουριασμένο πέταλο. 

Ήξερα πώς το πέταλο είναι γούρι και δεν υπηρχε περίπτωση να μην το πάρω μαζί μου. Σηκώνοντας το είδα ένα πλήθος ζωύφια λουφαγμένα άποκάτω, άλλα ψόφια, άλλα ημιθανή. Υστερα έκανα κάτι,πού μου φάνηκε ακόμα και την ίδια εκείνη στιγμή άδιανόητο, έβγαλα τη γλώσσα κι έγλειψα την άκρη του, θέλησα να δοκιμάσω τη γεύση της σκουριάς. Λίγο μου θύμισε αίμα, έφτυσα αμέσως, ξανά και ξανά, πολλές φορές, με έπιασε πανικός ξαφνικά ότι μπορεί να πάθω τέτανο, φρόντισα λοιπόν να βεβαιωθώ ότι δεν είχα αφήσει ίχνος της ουσίας στο στόμα μου. Μετά άρχισα να τρίβω το μέταλλο με τα δάχτυλα μου, την αδρή του επιφάνεια, αφαιρώντας κομμάτια ξεραμένης κρούστας. Έψαξα μέσα στα στάχυα μήπως έβρισκα κι άλλα πέταλα πεταμένα, κι άλλα γούρια, σκέφτηκα ότι κάλλιστα θα μπορούσα να εντοπίσω άλλα τρία, όμως όχι, κανένα. Έφερα στο σπίτι αυτο το ένα καί μοναδικό, θα ήταν σαν φυλαχτό, σκέφτηκα, το γούρι του εξοχικού μας για ολόκληρο τον χειμώνα. Ή και για πάντα. Έχωσα το πέταλο κάτω από μια πολυθρόνα, αναθέτοντας του νοερά το Ιερό του καθήκον — και χωρίς να πω τίποτα σε κανέναν. Φύγαμε και σφραγίσαμε το σπίτι. Όταν επιστρέψαμε το άλλο πια καλοκαίρι... θυμάσαι; Στο πρώτο κιόλας σφουγγάρισμα αποκαλύφθηκε ο ημικυκλικός λεκές στο χρώμα της κανέλας, φαρδύς-πλατύς πάνω στο λευκό μαρμάρινο δάπεδο· λεκές πού αντιστάθηκε ηρωικά σε κάθε επίθεση με χημικά πού δέχτηκε. Η πράξη μου δεν εκτιμήθηκε από κανέναν, αλλά δεν το μετάνιωσα καθόλου, το τυχερό πέταλο είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στο κύτταρο του σπιτιου, αιώνιος προστάτης του.

Συνοψίζοντας: μικρός είχα κηλιδώσει το μαρμάρινό σου δάπεδο, μεγάλος κηλίδωσα το όνομα σου. 


Καληνύχτα.

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ