Όταν τον βλέπεις έτσι χαμηλών τόνων και σχεδόν ντροπαλό δύσκολα φαντάζεσαι ότι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες φωτογράφους της τελευταίας εικοσαετίας. Ο Σπύρος Στάβερης έχει καταγράψει με το φακό του σχεδόν κάθε πτυχή της ελληνικής πραγματικότητας κι έχει φωτογραφίσει όπως κανείς άλλος το ελληνικό περιθώριο. Ωμά, με σκηνές του δρόμου που σοκάρουν, κάτι σαν μια πιο σύγχρονη και πιο βαλκανική έκδοση της Nan Goldin. Γεννημένος στην Ελλάδα αλλά μεγαλωμένος στο Παρίσι και με γαλλική παιδεία -σπούδασε Ιστορία-, ασχολήθηκε με τη φωτογραφία κατά τύχη, αλλά κατάφερε να τον κερδίσει ολοκληρωτικά. Ξεκίνησε ως φωτορεπόρτερ το’85 με συνεργασίες σε γαλλικά έντυπα όπως τη «Liberation», το «Paris Match» και την «Courrier International» και ελληνικά ειδησεογραφικά περιοδικά («ΕΝΑ», «Ταχυδρόμος»). Μέσα από τις σελίδες του πιο θρυλικού ελληνικού περιοδικού των ‘90s, του «01», κατέγραψε την κουλτούρα του δρόμου φωτογραφίζοντας τζάνκι, πόρνες και τραβεστί σε πολύ προσωπικές στιγμές, τη ζωή της νύχτας και το nightclubbing. Τα επόμενα χρόνια φωτογράφισε σχεδόν ολόκληρη την κοσμική ζωή της Αθήνας και celebrities σε μια σειρά σαρκαστικών πορτρέτων για το «Symbol», ενώ συνεργάστηκε και εξακολουθεί να συνεργάζεται με μερικά από τα μεγαλύτερα περιοδικά της Ελλάδας: «ΚΛΙΚ», «Έψιλον», «Κάπα», «Βημαgazino», «Βημαdonna», «Εικόνες», «Ταχυδρόμος». Tο 2006 συμμετείχε στο ελληνικό περίπτερο στην Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας. Αυτή είναι η πρώτη του συνέντευξη.
Δίνεις την εντύπωση ότι είσαι πολύ ντροπαλός, πώς λειτουργεί αυτό στα πρόσωπα που φωτογραφίζεις; Ανοίγονται πιο εύκολα;
Κοίτα, όταν φωτογραφίζω δεν είμαι και τόσο ντροπαλός. Ίσα-ίσα που είμαι αρκετά θρασύς όταν έχω τη μηχανή στα χέρια μου. Βγαίνει ένας διάολος από μέσα μου και μπορώ να κάνω πράγματα που είναι έξω από την κανονική μου φύση. Γίνομαι άλλος άνθρωπος με τη μηχανή.
Πώς το εξηγείς αυτό; Σου δίνει πρόσβαση;
Ίσως είναι η έξαψη από το κυνήγι του τυχαίου, το κυνήγι της ομορφιάς.
Μα στις φωτογραφίες που έχουμε μπροστά μας οι πιο πολλοί δεν θα έβλεπαν τίποτα ωραίο…
Όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, βλέπω ότι αποτυπώνεται σ’ αυτές μια άγρια ομορφιά. Η φωτογραφία είναι ένας τρόπος έκφρασης που γίνεται ένα με τη ζωή σου. Δημιουργείς τις συμπτώσεις και οικειοποιείσαι την ομορφιά όπου μπορείς να τη διακρίνεις. Τη στιγμή που νιώθεις να σχηματίζεται μια εικόνα, είσαι σαν μαγεμένος...
Δηλαδή βλέπεις κάποιες σκηνές από την Ομόνοια και λες ότι για σένα είναι ωραίες.
Είναι ωραίες, γιατί αποκαλύπτουν μια κρυφή ποιότητα. Εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν μόνο πτώση, εγώ αναγνωρίζω την αξιοπρέπεια, την περηφάνια και το πείσμα.
Πώς δεν έχεις μπλεχτεί ποτέ με αυτά που φωτογραφίζεις; Πως έχεις μείνει τελείως έξω απ’ το περιθώριο;
Αυτό είναι ένα ζήτημα. Κάποτε, εξαιτίας αυτών των φωτογραφιών, αρκετοί με θεωρούσαν «φρικιό». Δεν χρειάστηκε να ταυτιστώ ούτε με το περιθώριο ούτε με τα σαλόνια. Είμαι ένας πολύ άχρωμος παρατηρητής. Δεν βιογραφούμαι ο ίδιος και δεν ανήκω καν στην κατηγορία των φωτογράφων που βυθίζονται μέσα στη ζωή του άλλου. Έχεις δει μήπως πρόσφατα την υπέροχη δουλειά της Αμερικανίδας Jessica Dimmock; Για τρία ολόκληρα χρόνια μοιράστηκε τη ζωή ενός μικρού κοινοβίου ναρκομανών που είχαν καταλάβει ένα διαμέρισμα στον ένατο όροφο (Τhe Ninth Floor είναι κι ο τίτλος του βιβλίου της) μιας σικάτης πολυκατοικίας του Μανχάταν.
Έγινε τζάνκι και αυτή;
Δεν ξέρω πώς προσέγγισε ακριβώς το θέμα της. Εκεί μέσα πάντως είναι καταγραμμένη όλη η ζωή τους. Μια κοπέλα περιμένει παιδί... Μετά το γεννάει... Μετά το κρατάει αγκαλιά... Εγώ αυτό δεν μπορώ να το κάνω, να μπω τόσο πολύ μέσα στη ζωή των ανθρώπων.
Δεν θες να μπεις;
Όσο κι αν με ενθουσιάζει η ιδέα να γνωρίσω έναν συγκεκριμένο μικρόκοσμο από κοντά, δεν αντέχω να αποτελώ μέρος του για πολύ. Ενστικτωδώς, έχω επιλέξει μια πιο επιδερμική προσέγγιση των καταστάσεων που μ’ ενδιαφέρουν.
Δεν νομίζω πως είναι επιδερμική. Θέλεις να αποστασιοποιείσαι. Έχεις τον δικό σου κόσμο και μόνο καταγράφεις, ενώ αυτοί που μπαίνουν θέλουν να ζήσουν πιο εμπειρικά τα πράγματα.
Μα κι εγώ έχω την ίδια περιέργεια για τα πράγματα. Ίσως χρειάζομαι όμως να βάζω νωρίτερα ένα συναισθηματικό όριο.
Το περιθώριο πώς σε άφηνε να το πλησιάζεις;
Τότε, την εποχή του «01», ήταν εύκολο, γιατί μας επηρέαζε άμεσα ο περίγυρος των γραφείων που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από την Αγορά. Δεν ήταν το γκέτο που έχει γίνει σήμερα και μπορούσες να πεις δυο κουβέντες με τα κορίτσια των ξενοδοχείων. Εξάλλου, τα κορίτσια που ανεβάζαμε για να τα φωτογραφίσουμε μπροστά σε ένα πρόχειρα στημένο λευκό σεντόνι, ή τις τραβεστί με τα αγόρια τους, τα έπειθαν φίλοι μας που δεν ήταν καν δημοσιογράφοι. Σ’ αυτούς χρωστάω το ότι γνώρισα νέους κόσμους, τα «άνθη του κακού της Αθήνας».
Και μετά ασχολήθηκες με τους κοσμικούς…
Ήθελα πολύ να γνωρίσω από μέσα αυτό τον κόσμο που μου ήταν τελείως ξένος. Από την αρχή όμως δεν τον είδα μόνο σαν ένα «καρναβάλι της ματαιότητας» που προσφέρεται για διακωμώδηση. Άξιος σχολιασμού είναι και ο τρόπος με τον οποίο στην Ελλάδα η βαριά πολιτική και οικονομική εξουσία συγχρωτίζεται με την ελαφρότητα των κάθε λογής κοσμικών. Επίσης, στην πορεία, νομίζω πως απέφυγα την εύκολη καρικατούρα προς όφελος μιας πιο «υπαρξιακής» αντιμετώπισης. Όλα τέλειωσαν όταν σταμάτησα να περνάω απαρατήρητος.
Στο Παρίσι έχεις γεννηθεί;
Στο Παρίσι πήγαμε όταν ήμουν δυο χρονών, από μια παρόρμηση του πατέρα μου που ζήτησε από έναν γνωστό του Κεφαλλονίτη εφοπλιστή ένα εισιτήριο για τη Γαλλία. Έμεινα μέχρι που σπούδασα και πήγα φαντάρος.
Πού πήγες φαντάρος;
Με έστειλαν κάπου στον Ατλαντικό, σε μια λέσχη ιστιοπλοΐας. Ήμασταν δέκα ναύτες και δυο αξιωματικοί που με κοιτούσαν με μεγάλη καχυποψία επειδή δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την παρουσία μου εκεί. Μάλλον υποψιάζονταν κάποιο φοβερό βύσμα. Εγώ απλώς την απέδιδα στο φακέλωμα. Εκείνη την εποχή υπήρχε αναβρασμός στο στρατό με επιτροπές στρατιωτών που ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί, ακόμη και διαδηλώσεις με στολή. Το club de Lupin ήταν ένα καλό μέρος για να ξεφορτωθείς κάποιον ύποπτο.
Θυμάσαι γιατί ξεκίνησες να τραβάς φωτογραφίες;
Ναι, θυμάμαι. Δεν ήθελα ποτέ να γίνω φωτογράφος, δεν ήταν ποτέ το όνειρό μου αυτό όταν ήμουν μικρός. Μια μηχανή pocket που έπεσε στα χέρια μου τη χρησιμοποιούσαμε στο σχολείο για να φωτογραφίζουμε τους φασίστες και να τους τρομοκρατούμε. Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο.
Δηλαδή;
Ήταν λίγο πριν το Μάη του ‘68 και το σχολείο μας πρωτοστατούσε σε καταλήψεις και διαδηλώσεις. Είχαμε όμως και μια μικρή παρέα ακροδεξιών που θέλαμε να τους φοβίσουμε για να τους περιορίσουμε. Έτσι, σε μια συνάντησή τους, πήγαμε και τους φωτογραφίσαμε. Δεν κρατούσα όμως εγώ τη μηχανή. Υπήρχαν πιο θαρραλέοι. Στο ίδιο φιλμ υπάρχουν φωτογραφίες που τραβούσα από την ασπρόμαυρη τηλεόραση: Χοντρός Λιγνός, Τσάρλι Τσάπλιν και... Τρότσκι. Το ενδιαφέρον μου ήταν πάντα για τον κινηματογράφο, καθόλου για τη φωτογραφία, γι’ αυτό και λέω τώρα ότι στη Γαλλική Ταινιοθήκη έμαθα όλα όσα μου χρειάστηκαν για να γίνω αργότερα φωτογράφος. Πάντως, ένα σημαδιακό εύρημα της μητέρας μου άλλαξε τον προσανατολισμό μου. Μια μέρα την περίμενε μια μηχανή στα σκαλιά του μετρό...
Τι μηχανή ήταν;
Ήταν μια γερμανική Leicaflex με 21mm φακό! Μπορεί να την είχε χάσει και ο Καρτιέ-Μπρεσόν. Τότε δεν ξέραμε την αξία της, φρόντισα όμως να μάθω. Τη θεωρήσαμε κάτι σαν αποζημίωση, γιατί γερμανική ήταν και μια μηχανή του πατέρα μου που του την έκλεψαν μέσα σε ένα λεωφορείο της Αθήνας, λίγο μετά τον πόλεμο. Ήταν το λάφυρό του γιατί οι Γερμανοί τον είχαν πάρει όμηρο, λόγω της συμμετοχής του στο αντάρτικο.
Την έχεις;
Ναι. Μ’ αυτήν έμαθα να φωτογραφίζω. Ό, τι πιο δύσκολο, λόγω της παραμόρφωσης του φακού. Στο τέλος έμαθα να την ελέγχω, κι έτσι από αυτή την πρώιμη εποχή έχω αρκετές αγαπημένες φωτογραφίες.
Επαγγελματικά πότε ασχολήθηκες;
Σπούδασα ιστορία και όταν σκέφτηκα να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο είχα περάσει πια το όριο ηλικίας. Μπορούσα ακόμα όμως να γραφτώ σε μια γαλλική σχολή φωτογραφίας. Κρατική νομίζω ήταν. Και πάω με ένα ντοσιέ. Το ντοσιέ το δέχτηκαν, αλλά με απέρριψαν στα ψυχολογικά τεστ επειδή ήμουν πολύ αρνητικός με αυτή την ιστορία και απάντησα άλλα αντ’ άλλων. Μετά τα μάζεψα και ήρθα στην Αθήνα και με περιέλαβε ο Γιώργος ο Μαρίνος. Είχε ξεκινήσει τότε το εργαστήρι του, δούλεψα 2 χρόνια μαζί του.
Τύπωνες κιόλας;
Ναι, έμαθα να τυπώνω εκεί. Και μετά έκανα το πρώτο μου ταξίδι, δεν άντεχα πια τον σκοτεινό θάλαμο, είπα «καθαρό αέρα και δρόμο». Πήγα στη Τουρκία ένα ταξίδι, έκανα το γύρο της, δημοσίευσα το οδοιπορικό στο «ΕΝΑ» κι από εκεί και πέρα…
Με τον Στάθη πώς γνωρίστηκες;
Τελείως τυχαία. Είχε αναλάβει τότε στις τελευταίες σελίδες του «Ταχυδρόμου» ένα τμήμα που λεγόταν «01» - διευθυντής ήταν ο Παύλος Τσίμας. Με κάλεσε κι εμένα εκεί η Ρούλα Γεωργακοπούλου, που ήταν φίλη μου από το «ΕΝΑ», για να κάνουμε μαζί κάποια θέματα. Και μια μέρα μου λέει να κατέβω στον από κάτω όροφο γιατί ήταν κάποιος εκεί που έπρεπε να γνωρίσω. Ήταν ο Στάθης σε ένα δωματιάκι, απομονωμένος από τους υπόλοιπους. Από την πρώτη στιγμή καταλάβαμε νομίζω και οι δυο πως ήμασταν προορισμένοι ο ένας για τον άλλο, ο τρελοκεφαλλονίτης και ο μελοδραματικός Ζακυνθινός. Από τότε γίναμε αχώριστοι. Έκλεισε ο «Ταχυδρόμος» και μετά από λίγο ξεκίνησε το «01».
Πες μου για το «01».
Τι να πω για το «01»... Νομίζω ένα πράγμα μπορείς να πεις, ότι τίποτα δεν μας φαινόταν αδύνατο τότε, μπορούσαμε να κάνουμε τα πάντα. Μια μέρα μας έστειλε ο Στάθης, εμένα και τη Μερόπη, να φωτογραφίσουμε μια μαυρούλα στην Ακρόπολη, να απλώνει την μπουγάδα της. Σταθήκαμε μπροστά στον Παρθενώνα, βρήκαμε μια τουρίστρια, της είπαμε κράτα το σκοινάκι, την άλλη άκρη την κρατούσε η Μερόπη, βάλαμε μανταλάκια επάνω και τα ρούχα και τη μαυρούλα να τα απλώνει και σε 2 λεπτά είχαν έρθει οι φύλακες. Μας πιάσανε, μας πήγανε στο τμήμα και μας απειλούσαν με αυτόφωρα και τέτοια αλλά μας βρήκε ο Στάθης έναν δικηγόρο και ξεμπερδέψαμε. Μετά μας έλεγε, εγώ δεν σας είπα να πάτε στην Ακρόπολη, απλώς να φαίνεται, αλλά δεν τον πολυπιστεύω.
Έχεις φοβηθεί ποτέ;
Έχω φοβηθεί δυο τρεις φορές, χωρίς να χρειάζεται να το κάνουμε και θέμα, γιατί δεν υπήρξα ποτέ πολεμικός ανταποκριτής.
Σε τι περιπτώσεις;
Μια κάπως αστεία περίπτωση ήταν στον Λίβανο, το 1989. Με το που υπογράφτηκε η ειρήνη, μετά από 17 χρόνια εμφυλίου πολέμου, ζήτησα από το «ΕΝΑ» να με στείλει στη Βηρυτό. Είχαν σταματήσει οι μάχες, αλλά άκουγες πυροβολισμούς εδώ κι εκεί, υπήρχε μια νευρικότητα στον αέρα. Από δική μου πρωτοβουλία πήγα κι έμεινα στον μουσουλμανικό τομέα. Έπιασα ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο και έμεινα εκεί. Και ένα βράδυ που γύριζα από μια βόλτα -αρκετά ανήσυχος επειδή ακουγόντουσαν κοντά κάποιοι πυροβολισμοί-, βρίσκομαι έξω από ένα τζαμί και λέω ας πάω να δω τι γίνεται μέσα, μήπως με βοηθήσει η τύχη και τραβήξω τίποτα. Με το που πλησιάζω με αρπάζουνε και με πάνε σε ένα έρημο σοκάκι που ήταν πίσω απ’ το τζαμί. Και εκεί μου λένε «για άδειασε τα πράγματά σου να δούμε τι έχεις στην τσάντα». Ήμουν τυχερός γιατί ένας ήξερε πολύ καλά την Ελλάδα, είχε σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη. Με ρωτάει «τι γυρεύεις εδώ;», του εξηγώ ότι έχω έρθει από το «ΕΝΑ» και μου λέει «αφού το “ΕΝΑ” έχει κλείσει»! Και είχε δίκιο, γιατί το «ΕΝΑ» είχε όντως κλείσει για κάποιο διάστημα και είχε ανοίξει ξανά λίγο πριν. Τελικά με αφήσανε και γύρισα στο ξενοδοχείο. Την επόμενη μέρα, είπα να δηλώσω την παρουσία μου στην ελληνική πρεσβεία. Όταν τους είπα πού μένω, μου λένε «είσαι τρελός, καταλαβαίνεις πόσο κινδυνεύεις εκεί που μένεις;» και στείλανε αμέσως ένα αυτοκίνητο να με πάρει. Μου είπαν «μην πας ούτε καν στο ξενοδοχείο, θα πάμε εμείς να πάρουμε τα πράγματά σου».
Η άλλη φορά που πάλι από δική μου απερισκεψία έβαλα τον εαυτό μου σε περιπέτειες ήταν στη Βραζιλία. Ήμουν σε μια κεντρική πλατεία του Ρίο και βλέπω σε ένα λοφίσκο μια συμμορία παιδιών που ήταν σε επιφυλακή και λέω ας πάω προς τα εκεί για να δω αν γίνεται τίποτα. Τις μηχανές τις είχα σε μια τσάντα, αγορασμένη στο Μοναστηράκι, απ’ αυτές τις δερμάτινες, για να μη δίνω στόχο. Στα μέσα της μικρής ανηφόρας, με πλησιάζει ένα από αυτά τα παιδιά, σωστός αναγεννησιακός άγγελος, με χρυσαφένιες μπούκλες, και μου λέει «γεια, μη φοβάσαι, θα τα κανονίσω εγώ όλα». 11-12 χρονών ήταν το πολύ. Ξεθαρρεύουν δήθεν και οι άλλοι κι αρχίζουν να καταφτάνουν και τότε καταλαβαίνω ότι δεν έπρεπε να το είχα κάνει αυτό. Ο μεγαλύτερος, που φαινόταν κι ο αρχηγός, έδειξε αμέσως ότι ήταν πιο επιθετικός, αλλά ο μικρός μου κάνει νόημα να μην τον υπολογίζω, ότι δεν τρέχει τίποτα. Πάνω εκεί που έψαχνα μια ευκαιρία να αναδιπλωθώ, αισθάνομαι, ή μάλλον μαντεύω, ένα πολύ ανεπαίσθητο άγγιγμα στο χέρι μου και καταλαβαίνω ότι ο ξανθός άγγελος μόλις μου βούτηξε το ρολόι... κι αυτό από το Μοναστηράκι. Εξαφανίστηκαν στη στιγμή σαν τα σπουργίτια, κι από κάποια απόσταση περίμεναν την αντίδρασή μου. Από μέσα μου είπα «χαλάλι το ρολόι», και πήρα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα τον κατήφορο. Αδύνατο να τα βάλεις μ’ αυτά τα παιδιά.
Στο δρόμο τραβάς;
Έτσι ξεκίνησα, απ’ το δρόμο. Είμαι του δρόμου φωτογράφος.
Πώς σε έχει βοηθήσει αυτό; Γιατί για να τραβάς στο δρόμο πρέπει να είσαι λίγο αόρατος.
Είναι άλλο πράγμα. Έχεις μια άλλη εγρήγορση στο δρόμο, και μια άλλη κίνηση. Είναι σαν να δημιουργείς μια αόρατη χορογραφία. Η μηχανή που είχα όταν ξεκίνησα μου επέβαλλε μια εντελώς φυσική αναμέτρηση με τους περαστικούς, κάτι ανάμεσα σε μποξ και τανγκό, όπου μπορούσα, βάζοντας το σώμα μου μπροστά, να κάνω μέχρι και τον άλλον να παρεκκλίνει από την πορεία του και να τον οδηγήσω εκεί που ήθελα. Κέρδισα εκεί κάποια αντανακλαστικά που μου χρησίμευσαν μετά και στο πορτρέτο.
Πόσο διαφορετικά δηλαδή προσεγγίζεις ένα πορτρέτο;
Αυτό είναι άλλο. Στο πορτρέτο είμαι ειλικρινής. Γι’ αυτό και επιδιώκω μια εντελώς απλή, προσωπική και «μετωπική» επαφή με το πρόσωπο που φωτογραφίζω, χωρίς βοηθούς και βαρύ εξοπλισμό. Στο πορτρέτο εφαρμόζω μια ιδεολογική ουδετερότητα. Μπορώ να έχω τις χειρότερες εντυπώσεις για κάποιον που πρέπει να φωτογραφίσω, αλλά μπροστά στη μηχανή μου είναι όλοι ίσοι, ή σχεδόν ίσοι, γιατί στις πιο αρνητικές περιπτώσεις δέχομαι ότι το πορτρέτο ενδέχεται να «χρωματιστεί» από μια περιπαιχτική διάθεση, λίγο κρυφή έως ύπουλη. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιδεολογικής ανακωχής αφορά τη φωτογράφιση της γυναίκας του Λε Πεν που με έστειλε να κάνω το «Έψιλον», λόγω της ελληνικής της καταγωγής. Θυμάμαι πως δεν πρόβαλα ιδιαίτερες αντιρρήσεις, παρ’ όλο που είχα πάρει μέρος παλιά στη Γαλλία σε πολλές, και μάλιστα βίαιες, διαδηλώσεις ενάντια στο ακροδεξιό κίνημα που είχε καταφέρει να συσπειρώσει ο Λε Πεν. Συμπάθησα αμέσως τη γυναίκα του, που είχε διατηρήσει όντως το ελληνικό ταμπεραμέντο, αλλά κι όταν επέστρεψε ο ίδιος ο Λε Πεν απο μια συγκέντρωση δεν δυσκολεύτηκα να τον ακολουθήσω στον κήπο για να τον φωτογραφίσω κι αυτόν, μπροστά σε ένα άγαλμα του Ναπολέοντα. Δεν γινόταν να του χαλάσω το χατίρι! Μετά τον έπιασε ένας τέτοιος οίστρος που μου χάρισε ένα βιβλίο του με την πιο ενθουσιώδη και λυρική αφιέρωση που δέχτηκα ποτέ.
Τον συμπάθησες;
Ναι, δεν μπορούσα να αισθανθώ έχθρα εκείνη τη στιγμή, μίσος, πολιτικό μίσος. Ήταν αδύνατο.
Λένε ότι το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να γνωρίσεις τον εχθρό. Γιατί μετά δεν υπάρχουν άμυνες. Γίνεται ανθρώπινος.
Κάτι ανάλογο φαίνεται να συνέβη και στην Ιρανή σκηνοθέτρια Nahid Persson Sarvestani που παρουσίασε πρόσφατα την ταινία της The Queen and I. Είναι η ιστορία της συνάντησής της με τη βασίλισσα Farah, χήρα του Σάχη της Περσίας. Εξόριστες και οι δυο στη Γαλλία εδώ και τριάντα χρόνια, τις χωρίζει ωστόσο ένα διαφορετικό παρελθόν. Στην οικογένεια της σκηνοθέτριας υπάρχουν συγγενείς της δολοφονημένοι από το καθεστώς του Σάχη. Λένε πως αυτό που βγαίνει μέσα από το ντοκιμαντέρ είναι μια κάπως ένοχη συμπάθεια προς το πρόσωπο της βασίλισσας.
Σου έχει πει ποτέ κανείς μην τραβάς; Πώς το αντιμετωπίζεις;
Είναι η μόνιμη έγνοιά μου: να αποφύγω την επίπληξη. Έτσι και συμβεί, σπάνια ευτυχώς, μου κόβεται αμέσως όλη η διάθεση και τα παρατάω. Στο δρόμο λειτουργώ σαν κανονικός κλέφτης εικόνων. Και δεν με σταματά καθόλου όλη αυτή η υποκριτική φιλολογία περί δικαιώματος στην εικόνα, που ισχύει βέβαια μόνο για τη Δύση, γιατί αλλού επιτρέπεται να βιάζουμε φωτογραφικά τον καθένα. Και σαν κλέφτης εικόνων, έχω τις δικές μου πονηριές και στρατηγικές, όπως το να μην κοιτάω ποτέ στα μάτια κάποιον που μόλις έχω φωτογραφίσει, για να του σπείρω την αμφιβολία.
Αισθάνεσαι ηδονοβλεψίας, το σκέφτεσαι καμιά φορά για τον εαυτό σου;
Ναι, έχω περιέργεια για όλα, έχω μια ακόρεστη βουλιμία, θέλω να αποτυπώνω τα πάντα. Σκέφτομαι με εικόνες, όλο και περισσότερο. Αφού στα όνειρά μου καμιά φορά βλέπω καλύτερες φωτογραφίες από αυτές που βγάζω και τρελαίνομαι!… Μια φορά είδα ότι ο φίλος μου ο Φιλιππίδης είχε τραβήξει κάτι απίθανες φωτογραφίες και έλεγα γαμώτο, ο άτιμος, τι φωτισμοί είναι αυτοί; Μου πήρε ώρα για να συνειδητοποιήσω ότι αυτό το φως εγώ το είχα εφεύρει στο όνειρό μου.
Στον ξύπνιο σου τι γίνεται τώρα;
Δεν μπορώ να ασχοληθώ με τη φωτογραφία πια όπως θα ’θελα. Δεν μου δίνεται η ευκαιρία να κάνω τα επόμενα βήματα όπως τα φαντάζομαι.
Τι θα ’θελες να κάνεις;
Θα ‘θελα να είχα την άνεση να γυρίζω στην Αθήνα χωρίς πρόγραμμα, χωρίς στόχο και να φωτογραφίζω ό,τι μου τραβάει την προσοχή. Όπως έκανα όταν πρωτοξεκίνησα. Ή το ακριβώς αντίθετο, να δουλεύω μακροχρόνια σχέδια με έρευνα, με δουλειά πολύμηνη, με προσπάθεια. Ούτε αυτά μπορώ να τα κάνω, γιατί απαιτούν κάποια χρήματα. Ακόμα και με τη μόδα θα ήθελα πολύ να πειραματιστώ, μακριά από καταστήματα, διαφημιστές και σινιέ ρούχα. Ούτε αυτό είναι δυνατόν, κι ας νιώθω τώρα πια αρκετά κατασταλαγμένος. Δεν την έχω την άνεση. Είμαι καιρό τώρα σε ένα οικονομικό περιθώριο που με κρατάει πίσω.
Ούτε βιβλίο έχεις βγάλει ποτέ. Δεν σκέφτηκες να βγάλεις;
Με ποιον να το βγάλω; Μια φορά που πήγα στον Εξάντα, λόγω μιας φίλης που δούλευε εκεί, για να δείξω τα ασπρόμαυρα πορτρέτα μου, έλαβα την εξής απάντηση από την εκδότρια: «Δηλαδή εσύ θα το έβγαζες;».
1.
2.
3.
4.
5.
6.
7.
8.
9.
10.
11.
12.
13.
14.
15.
16.
17.
18.
19.
σχόλια