ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ η υπερπροβολή που γίνεται τον τελευταίο καιρό στις μαύρες σαν κατράμι απόψεις των Σπαρτιατών και της Νίκης δεν οφείλεται μόνο στην έκπληξη και τον φόβο που προκαλούν. Ούτε οι πολλές φωτογραφίες του Μπιμπίλα και της τραγουδίστριας με το ντεκολτέ δημοσιεύονται ακριβώς από αγανάκτηση για το trash.
Η τόση προβολή οφείλεται και σε ένα είδος ηδονής – νοσηρή περιέργεια για το ηθικά ακραίο, τρολάρουμε και σπάμε πλάκα να κυλήσει η μέρα, εύκολα κλικ στην καταβόθρα του Google Discover (που προωθεί αποκλειστικά κίτρινη θεματολογία).
Τα φαινόμενα αυτά, που σχετίζονται με τα χαμηλά ένστικτα, «χτυπάνε» σε πολλά μαζί σκοτεινά σημεία: οι φασίστες δίνουν πρόσωπο στην εκάστοτε ορμή του θανάτου που έχει μια κοινωνία, στη λατρεία προς τα άκρα που ενδεχομένως νιώθουν μερικοί (θυμηθείτε την ερεθισμένη αλληλογραφία που παίρνουν πολλοί βιαστές και σίριαλ κίλερς στις φυλακές)· οι δε ελαφρές περσόνες γίνονται για τη μεγάλη μάζα κάτι σαν το δουλικό της μαντάμ Σουσούς: το περιφρονημένο «άλλο» που δια της συγκρίσεως ανεβάζει το στάτους της (εξίσου εξαθλιωμένης) κυράς του.
Πιστέυω ότι τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να απομονωθούν, να μην τους μιλάει κανείς, να μην αναμεταδίδει κανείς τις επίτηδες προκλητικές ανοησίες τους. Να γυρίσουν στις καταπακτές τους, με τα γελοία σύμβολα, τα παραστρατιωτικά τάγματα, τις ανελλήνιστες ελληνικούρες τους. Και να βυθιστούν στη λήθη της κιτς κόλασής τους, τα παρδαλά παιδιά του μίστερ Μπούτια, που θέλουν να σώσουν το έθνος, όταν δεν μπορούν να διασώσουν λίγα ψίχουλα σοβαρότητας.
Μερικοί λένε ότι για να εξημερωθεί αυτή η ηδονή του αλλόκοτου πρέπει το σύστημα να αφήνει αυτά τα ηθικά ή αισθητικά ζιζάνια να κηπεύονται στον φιλόξενο κήπο της δημοκρατίας και των media. Ό,τι δεν μπορείς να πολεμήσεις, το ενσωματώνεις. Kι αυτό γλυκαίνεται, ρίχνει τ' αγκάθια του σαν λέπια, η οκνή διαδικασία το αποκοιμίζει.
Έχω την αντίθετη όποψη. Θεωρώ ότι το ρητό «Διαφωνώ μαζί σου, αλλά θα υπερασπιστώ έως θανάτου το δικαίωμά σου να μιλάς» είναι η κερκόπορτα, μέσα από την οποία, ιστορικά, αυτές οι δύο δημοκρατικές νόσοι, οι Αδόλφοι και οι Τσιτσιολίνες, ανέβηκαν στο βάθρο της (ανυπεράσπιστης από την πολλή δημοκρατία) Δημοκρατίας για να τη μαγαρίσουν. Ή να τη δολοφονήσουν.
Είμαι υπέρ της αυστηρής πόρτας. Όταν οι φασίστες μιλούν, δεν θέλω να τους ακούω. Κάτι παραπάνω: Πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο τέτοιοι άνθρωποι να απομονωθούν, να μην τους μιλάει κανείς, να μην αναμεταδίδει κανείς τις επίτηδες προκλητικές ανοησίες τους. Να γυρίσουν στις καταπακτές τους, με τα γελοία σύμβολα, τα παραστρατιωτικά τάγματα, τις φαιδρές πυραμίδες, τις ανελλήνιστες ελληνικούρες τους. Και να βυθιστούν στη λήθη της κιτς κόλασής τους, τα παρδαλά παιδιά του μίστερ Μπούτια, που θέλουν να σώσουν το έθνος, όταν δεν μπορούν να διασώσουν λίγα ψίχουλα σοβαρότητας.
Για αυτό και το LIFO.gr απο δω και πέρα θα φιλτράρει πολύ προσεκτικά τι περνάει από τo φαιό ή φαιδρό προμόσιον τους. Τα media ζουν πλέον μέσα στη γουορχολική συνθήκη: ακόμη και η αρνητική δημοσιότητα ανεβάζει τις μετοχές σου, αφού για να επιπλέεις στη θάλασσα της ανωνυμίας, ξεχωρίζεις, οπότε είσαι εμπορεύσιμος, οπότε αξίζεις.
Οπότε κριτική και ανάλυση ναι, προβολή όχι.