Μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες του παγκόσμιου και εγχώριου θεάτρου με συνεργασίες από τον Ελία Καζάν, την Τζέιν Φόντα, τον Μελ Μπρουκς μέχρι τον Λάκη Λαζόπουλο και την Ειρήνη Παπά. Μαθητής και δάσκαλος στο περίφημο Actors Studio, προσπάθησε να περάσει στην ελληνική πραγματικότητα πως το θέατρο δεν είναι ιδεολόγημα αλλά μόνο μια σκληρή και επίπονη δουλειά.
Σ' ολόκληρη τη ζωή του κουβαλούσε το δόγμα Στράσμπεργκ: ένας ηθοποιός μπορεί να κρατήσει τη δική του ταυτότητα χωρίς να είναι βεντέτα, χωρίς να ντρέπεται να αποτύχει, ότι είναι προνόμιο να κάνεις κάτι που το διάλεξες, το αγαπάς και ζεις από αυτό.
Ευφυολόγος, χιουμορίστας, εμπρηστικός στις δηλώσεις του, παραδοξολόγος, ανθρώπινος, σοφός αλλά και πληθωρικός και θεατρίνος σε όλες του τις εκφάνσεις, είτε όταν δίδασκε έναν ρόλο, είτε όταν έδινε συνέντευξη. Σαρωτικός! Υπήρξε μια εποχή που δεν υπήρχε μέσο που να μην τον φιλοξενούσε. Από τα πλέον ευτελή μέχρι τα μεγαλύτερα lifestyle περιοδικά, από τις εγκυρότερες εφημερίδες μέχρι τα πρωινάδικα, κυριαρχούσε παντού. Ένας διάττοντας αστέρας που πέρασε από τον μικρό μας γαλαξία, έλαμψε και φώτισε τον σκοτεινό ουρανό, σιγά σιγά εξασθένησε και στο τέλος χάθηκε οριστικά. Γιατί, όταν ο Ανδρέας Βουτσινάς έκανε την εμφάνισή του στο ελληνικό θέατρο, τέλη '70 αρχές '80, τα στεγανά, τα όρια μεταξύ «ποιοτικού» και «εμπορικού», ήταν περίπου απροσπέλαστα. Χαρακώματα. Κι ήρθε εκείνος από το Παρίσι, κουβαλώντας και μια θεατρική Νέα Υόρκη στις αποσκευές του, και είπε, μα είστε τρελοί, το θέατρο δεν είναι ιδεολόγημα, για στρωθείτε στη δουλειά. Και συσπείρωσε γύρω του τους πάντες: σοβαρούς και ελαφριούς, διανοούμενους και εμπορικούς, σταρ και άσημους, ταλαντούχους κι ατάλαντους! Γιατί για εκείνον δεν υπήρχαν ατάλαντοι, εκτός βέβαια από σνομπ και ανόητους, που τους απεχθανόταν. Οι υπόλοιποι ήταν καλοδεχούμενοι, αρκεί να είχαν όρεξη για δουλειά και μυσταγωγία. Γιατί σ' ολόκληρη τη ζωή του κουβαλούσε το δόγμα Στράσμπεργκ: ένας ηθοποιός μπορεί να κρατήσει τη δική του ταυτότητα χωρίς να είναι βεντέτα, χωρίς να ντρέπεται να αποτύχει, ότι είναι προνόμιο να κάνεις κάτι που το διάλεξες, το αγαπάς και ζεις από αυτό.
Γεννημένος στο Χαρτούμ του Σουδάν το 1932, μεγαλώνει στην Αθήνα, πάντα κακός μαθητής αλλά ονειροπόλος, περνάει στην σχολή του Old Vic του Λονδίνου χωρίς να ξέρει αγγλικά, με τον μονόλογο του Ριχάρδου ΙΙ δασκαλεμένο φωνητικά από τον Κάρολο Κουν. Με το που τελειώνει τις σπουδές του, ακολουθεί τον θίασο του Τάιρον Γκάθρι παίζοντας τον αγγελιαφόρο στον Οιδίποδα με τον Τζέιμς Μέισον, στο Φεστιβάλ του Οντάριο. Από εκεί, στη Νέα Υόρκη βρίσκει τον Ελία Καζάν, ο οποίος τον στέλνει στα μαθήματα του Λι Στράσμπεργκ. Μα, τι μπορούσε να του μάθει ένα «γελοίο, μικροκαμωμένο ανθρωπάκι με γυαλάκια»; Σε τρεις εβδομάδες εξαργυρώνει το εισιτήριο της επιστροφής για Ελλάδα και γίνεται ο πιο αφοσιωμένος του μαθητής, ανάμεσα στους Μέριλιν Μονρό, Τζέιμς Ντιν, Μπράντο, Νιούμαν. Το 1957 περνάει τις εξετάσεις ανάμεσα σε 1.500 άτομα και αναγορεύεται σε lifetime member του Actor's Studio. Παρών κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή, να «γυμνάζεται» με τα κορυφαία ταλέντα όπου ο ένας ασκεί γόνιμη κριτική στον άλλον, υπηρετώντας όλοι τις αρχές του method acting. Λίγο τον νοιάζει που ζει σ' ένα δωματιάκι στη West 46th Street που όταν ανοίγει τα χέρια του αγγίζει τους τοίχους, που δουλεύει ως delivery boy, αφού συγχρόνως παίρνει τους πρώτους του ρόλους και ο Καζάν τον κάνει βοηθό του. Κάθε καλοκαίρι τρέχει από πόλη σε πόλη να εργαστεί στα summer stock theater.
Συνδέεται ερωτικά με την Τζέιν Φόντα, προκαλώντας την μήνι του πατέρα της, και μαζί της κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1962 στο Μπρόντγουεϊ, με το Fun Couple. Παταγώδης αποτυχία! Κατεβαίνει σε τέσσερις μέρες. Την ακολουθεί στο Χόλιγουντ, όπου γίνεται ο coach της στις πρώτες της ταινίες. Έτσι, αυτός που ονειρευόταν μεγάλη καριέρα και Όσκαρ, βρίσκεται στη σκιά των σταρ, «προθερμαίνοντάς» τους. Ανάμεσα σε άλλους και τον Γουόρεν Μπίτι και τη Φαίη Ντάναγουεϊ στο Μπόνι και Κλάιντ, την καλή του φίλη Άνν Μπάνκροφτ στο Θαύμα της Αλαμπάμα, με το οποίο πήρε και Όσκαρ. Χάρη στη σχέση της με τον Μελ Μπρουκς, παίζει το '68 στους Παραγωγούς, ο οποίος του ζητάει να δημιουργήσει μια γκέι περσόνα, κάτι μεταξύ Ρασπούτιν και Μονρό. Έτσι γεννιέται η «Κάρμεν Γκία», που έκτοτε στις θεατρικές εκδοχές, όταν ξαναπαίζεται, τον Βουτσινά αντιγράφουν. Για τον Μπρουκς θα ξαναπαίξει το '70 στις Δώδεκα Καρέκλες και το '81 στην Ιστορία του Κόσμου, Μέρος 1ον ως Bearnaise αυλικός με περούκα και το χαρακτηριστικό μυτερό γκρι μουσάκι του, μέσα σε άμαξα και φόντο τις Βερσαλλίες στο Παρίσι, όπου και πλέον ζει μόνιμα.
Το 1967, ακολουθώντας τον Στράσμπεργκ σε μια σειρά σεμιναρίων και με αφορμή την Μπαρμπαρέλα του Ροζέ Βαντίμ, στο οποίο κοουτσάρει τη Φόντα, με την οποία πια έχουν χωρίσει, αποφασίζει να ιδρύσει στη Γαλλία ένα εργαστήριο στα πρότυπα του Actor's Studio. Το ονομάζει Theatre de Cinquante, γιατί την πρώτη μέρα μετράει 50 ηθοποιούς. Είναι η εποχή του Μάη του '68 και το γαλλικό θέατρο τείνει να αποδεσμευτεί από τις αγκυλώσεις του ακαδημαϊσμού. Το Cinquante γίνεται η νέα μόδα και από εκεί περνάει όλη η αφρόκρεμα του θεάτρου. Από τον Ζαν Μαρέ, τη Ζαν Μορώ και τον Τρεντινιάν, μέχρι το νέο αίμα: Ατζανί, Ιπέρ, Αρντάν, Μπινός, Ρενό. Σκηνοθετεί σε μικρά θεατράκια, σε μεγάλες εμπορικές σκηνές, στην Commedie Francaise, στο Bouffes du Nord του Πίτερ Μπρουκ. Συνδέεται με ιδιοφυΐες όπως ο Ζενέ και ο Πατρίς Σερώ, που θαυμάζει απεριόριστα, κι ο Φελίνι τον αγκαζάρει ως coach στον Καζανόβα.
Στην Αθήνα τον φέρνει η παλιά του φίλη Νόνικα Γαληνέα το '75 για το Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, κι ο Ντασέν το '78 του ζητάει να υποδυθεί τον σκηνοθέτη στην Κραυγή Γυναικών, δίπλα στη Μελίνα. Παρατάει τα πάντα για να παίξει δίπλα της. Ο Τσαρούχης, κάτω από το πορτρέτο που του χαρίζει, γράφει: «... στη μόνη ελπίδα του θεάτρου του κόσμου τούτου.»
Κάπως έτσι ξεκινάει και η ελληνική του καριέρα. Η Δέσπω Διαμαντίδου τον επιβάλει το '81 στο ΚΘΒΕ για την Τρελή του Σαγιώ -αργότερα κάνουν μαζί την τεράστια επιτυχία τους Χάρολντ και Μοντ-, αναστατώνει κριτικούς και κατεστημένο με την ελευθεριότητα, τα βεγγαλικά, τα νερά και το γυμνό στην ευριπίδεια Ελένη, στην Επίδαυρο το '82. Το ΚΘΒΕ τού χαρίζει το «ταξίδι» όπως έλεγε, έναν προσωπικό θίασο με τον οποίο μεγαλουργεί, μια σκηνή που στήνει επικά θεάματα. Όλα box office hits. Τρωάδες με φόντο ένα νεκροταφείο αυτοκινήτων, μια γηραιά Λυσιστράτη με την Παΐζη, μια νεότατη Μήδεια με τη Φωτοπούλου, μαγικά ανεβάσματα έργων του Τενεσί Ουίλιαμς. Στην Αθήνα θριαμβεύει με την Ελεύθερη Σκηνή στο Σώσε, με τους Κραουνάκη-Νικολακοπούλου-Λαζόπουλο μετατρέπουν τη Λυσιστράτη σε μιούζικαλ, σκηνοθετεί δις τη Βουγιουκλάκη, μεταφέρει τους Χτίστες του Χειμωνά στο Ρωμαϊκό Ωδείο της Πάτρας, την Αποκάλυψη του Ιωάννη στην Πάτμο με την Παπά. Η αθηναϊκή νύχτα, μετά τις περίφημες μουσικές παραστάσεις «Λεωφόρος» με την Πρωτοψάλτη, αλλάζει πρόσωπο. Ακούραστος κι αεικίνητος, μέχρι που τον χτυπάει βαρύ εγκεφαλικό. Κι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, υγείας και καριέρας. Απομονώνεται στη Θεσσαλονίκη, διδάσκει και σκηνοθετεί σποραδικά. Οι φίλοι αραιώνουν...
Tον χειμώνα πριν το θάνατό του σκηνοθετεί μετά από πολλά χρόνια στην Αθήνα το Επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν. Μια μόλυνση τον οδηγεί στο νοσοκομείο. Μετά από χρόνια ρήξης, ξαναβρίσκει το νήμα της μακρόχρονα περίπλοκης σχέσης του με τον γιο του Μάριο, καρπό ενός νεανικού του έρωτα. Στο πλευρό του ο θίασος της παράστασης και οι αγαπημένες του Φιλαρέτη και Λυδία. Ελάχιστοι σε σχέση με τους πάμπολλους που ευνοήθηκαν από αυτόν. Σαν να τον ακούω: «Η αχαριστία στην Ελλάδα θα έπρεπε να διώκεται ποινικά. Θα ήταν το μεγαλύτερο δώρο στις επόμενες γενιές». Φεύγει στις 8 Ιουνίου 2010, 11:00 το πρωί.
σχόλια