Δημιουργός είναι εκείνος που εγκαθιστά μία καινούργια γλώσσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Και η γλώσσα του Παπαγιώργη έπεσε σαν πυκνή εωθινή ομίχλη πάνω από τα κεφάλια μας. Όσο και να τρίβεις τα μάτια, δεν μπορεί να δεις ούτε ως το απέναντι μπαλκόνι.
Τον Παπαγιώργη τον διαβάζει κανείς για τη γλώσσα. Απότοκη υστερικής μελέτης, - «διάβαζα λες και κάποιος μου είχε πει ότι θα χάσω το φώς και έπρεπε να προλάβω να διαβάσω»-, η γλώσσα που επινοεί είναι αμάλγαμα πολλών γλωσσών. Σαν μία ευρύχωρη κοίτη ορμητικού χειμάρρου, στην οποία εξέβαλαν ευάριθμες κρυστάλλινες πηγές και πολυσχιδή ρυάκια.
Ο ίδιος ήταν κάθετος. Να διαβάζετε πάντοτε τους ίδιους τους στοχαστές, ποτέ τους μελετητές ή τους κάθε είδους σχολιαστές τους. Γιατί μόνο όποιος είναι άρρωστος με αυτό που κάνει, αξίζει να διαβάζεται. Την εξαίρεση βέβαια, αξίζει να την κυνηγάς, πλην άμα υπάρχει, θα σε βρει μόνης της, αργά ή γρήγορα, και καλύτερα αργά.
Το μεγάλο στοίχημα θα ήταν πώς να θυμηθείς τον Κωστή Παπαγιώργη δίχως να χρησιμοποιήσεις ούτε μία του πρόταση, μήτε μία του φράση. Αλλά είναι χαμένο από χέρι. Στο τέλος το μειδίαμα βρίσκεται πάντα στα δικά του χείλη.
Τον Παπαγιώργη τον διαβάζει κανείς για τη γλώσσα. Απότοκη υστερική μελέτης, - «διάβαζα λες και κάποιος μου είχε πει ότι θα χάσω το φώς και έπρεπε να προλάβω να διαβάσω»-, η γλώσσα που επινοεί είναι αμάλγαμα πολλών γλωσσών. Σαν μία ευρύχωρη κοίτη ορμητικού χειμάρρου, στην οποία εξέβαλαν ευάριθμες κρυστάλλινες πηγές και πολυσχιδή ρυάκια.
Υποτελής των λεξικών, ζούσε με τα λεξικά παρά πόδας μεταγγίζει στον ανυποψίαστο αναγνώστη την αγάπη για την γλώσσα και το μεγάλο ταξίδι των λέξεων από την αρχαία στην νέα ελληνική. Γνωρίζει, ότι εφόσον ήθελε να φιλοσοφήσει, όφειλε να ξεφωνήσει. Και επιδίδεται για ακόμη μία φορά στην τυφλή αυτοδιδαχή.
«Το λέω απερίφραστα: Δεν γνωρίζω καμιά γλώσσα, ελληνική ή ξένη. Παρά τις προσπάθειες που έκανα επί χρόνια ολόκληρα, δεν κατάφερα τίποτα… Οι γλωσσομαθείς μου φαίνονται υπεράνθρωποι και λιγάκι απάνθρωποι, τους διακρίνει η δύναμη, ενώ εμένα το μόνο που με συγκινεί είναι η αδυναμία».
«Σας εξομολογούμαι πώς όταν ακούω να λένε για κάποιον ότι ξέρει καλά ελληνικά ανακατεύομαι. Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει». Για τον Παπαγιώργη, δεν υπάρχει μία ελληνική γλώσσα, υπάρχουν πολλές. Κάθε θέμα έχει την δική της. Η γλώσσα για εκείνον δεν είναι ένας φλοιός, όπως τα κάστανα και τα καρύδια, που τον αφαιρείς για να γευτείς την ψίχα τους. Η ίδια η γλώσσα είναι –γράμματα, σύνταξη, σήμανση – είναι η ψίχα και η ψυχή. Η φιλοσοφία είναι γλωσσοφιλία. Όλα τα λεξικά φιλοσοφούν.
Ο άνθρωπος του λόγου για κάθε θέμα μαθαίνει μία ειδική γλώσσα. Όχι μονάχα λέξεις, αλλά συντακτικές ανάσες, γραμματικά τεχνάσματα, γενικά μία ιατρική του νοήματος που δεν υπάρχει στα λεξικά. Για να γράψει για τους νεκρούς, ο Παπαγιώργης παρακολούθησε τους ελιγμούς του Παπαδιαμάντη, για να γράψει για την μισανθρωπία σπούδασε τον σαρκασμό στην γλώσσα του Αριστοτέλη. Για τον Όμηρο έκατσε δεκατρείς μήνες και διάβασε την Ιλιάδα λέξη προς λέξη. «Ακόμα κι οι φιλόλογοι νομίζουν ότι έπος τελειώνει με τον δούρειο ίππο…».
Για τον Παπαγιώργη το γράψιμο θέλει «χοντρό» διάβασμα. «Δεν γράφεις. Πρώτα διαβάζεις και διαβάζεις πολύ». Στα έργα του φαίνεται πολύ καθαρά η προσπάθειά του να μην πεί ούτε μια γνωστή φράση, να μην πιαστεί από ένα γνωστό σχήμα. Αυτή την αγωγή την είχε μάθει από τους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα και δη από τον Φλωμπέρ. «Δεν επιτρέπεται να λέμε μια χρησιμοποιημένη μεταφορά, να εμπιστευόμαστε μία φράση που έχει φάει τα ψωμιά της. Κάθε φορά που κόβεις, πρέπει το εκφραστικό μαχαίρι να ακονίζεται εκ νέου».
Ο Παπαγιώργης δεν είχε ποτέ το αίσθημα ότι γράφει βιβλίο. «Φράσεις γράφω, η φράση, νομίζω είναι το μυστικό της συγγραφής». Σε μία αφήγηση ο αναγνώστης μπορεί να παρασυρθεί από την ιστορία και να παραβλέψει τα παραγεμίσματα, αλλά «στο δοκίμιο, αν η φράση δεν είναι γυριστή, αν δεν ηχεί γύρω του σαν απειλή, ο αναγνώστης αρχίζει τα χασμουρητά».
Τον Παπαγιώργη τον διαβάζει κανείς για τα θέματα του. Όταν άρχισε να γράφει, διαπίστωσε ότι «δεν είχε κάποιο ταλέντο. Ούτε σταλιά!». «Ένας προικισμένος άνθρωπος δεν νομίζω ότι έχει ανάγκη το βίωμα για να στρωθεί στο γράψιμο. Η φαντασία αρκεί. Αλλά εγώ ούτε προικισμένος είμαι, ούτε λογοτέχνης να πλάθω φανταστικές ιστορίες». Ο Παπαγιώργης χρειαζόταν το βίωμα όχι για να βρεί το υλικό, το οποίο επινοούσε εύκολα, αλλά για να νιώσει τον εσωτερικό κλονισμό που θα παίξει τον ρόλο εμπνεύσεως. «Από έφηβος ήμουν θύμα των συγκινήσεων. Μόνο μια μεγάλη συγκίνηση μπορεί να με κάνει άνω-κάτω και να με μεταμορφώσει σε γραφιά». Όμως, όταν ο Παπαγιώργης γράφει για το μεθύσι, δεν γράφει τα όσα έζησε. Ούτε ταβέρνες υπάρχουν πουθενά, ούτε μπαρ, ούτε σκυλάδικα. Μόνο βιβλία αναφέρει. Την μπάλα την πετάει μονίμως στα μεγάλα αναγνώσματα. Τότε κατάλαβε και την αξία των βιβλίων. Ενώ από μόνα τους τον νέκρωναν, όταν βρήκε το νήμα από την ίδια την ζωή, του χάρισαν την αμεσότητα. Διέθετε τα μέσα, του έλειπαν ο σκοπός και το θέμα.
Μίλησε «ιδιότυπα» για πράγματα που θεωρούνται κοινοί τόποι. Έζησε την αγορά, χωρίς να γίνει αγοραίος.
Όταν επέστρεψε από το Παρίσι ο Παπαγιώργης «βούτηξε μέσα στο αλκοόλ και του παραδόθηκε εντελώς». Του συνέβη το μελοδραματικό: γνώρισε τον θάνατο και επέζησε. Από τότε άρχισε να γράφει ένα δοκίμιο πάνω στις αδυναμίες του. Βρήκε τον προορισμό του. Το μεγάλο του μεράκι ήταν «να γράψει εγκόλπια με νοσηρό περιεχόμενο».
Κι ως γνωστόν, η ζωή ποτέ δεν φείδεται συγκινήσεων, προσφέρει πλουσιοπάροχα προσωπικά δράματα και ιδιωτικούς κλυδωνισμούς. Έτσι ο Παπαγιώργης συνδέει το γράψιμο με μια σειρά κουσούρια, ατυχίες και θυμωμένες πληγές: μεθύσι (Περί μέθης), ζηλοτυπία (Ίμερος και κλινοπάλη, μισανθρωπία ( Η κόκκινη αλεπού –Οι ξυλοδαρμοί), θάνατο (Ζώντες και Τεθνεώτες), σφετερισμούς αλλοτρίων (Βιβλιολάτρες), ξυλοδαρμούς, μνησικακίες (Ντοστογιέφσκι), πόλεμος ( Όμηρος) .
Με τον κλονισμό του βιώματος κάθε φορά ο Παπαγιώργης στρώνεται, όσο διαρκεί ο πόνος να προλάβει να γράψει. Η φροντίδα του ήταν να γράψει για το πανανθρώπινο βίωμα με τρόπο όμως που δεν βρίσκεται σε όλα τα μυαλά και όλα τα στόματα. Άλλο το κοινό βίωμα, άλλο ο κοινός νους. Μίλησε «ιδιότυπα» για πράγματα που θεωρούνται κοινοί τόποι. Έζησε την αγορά, χωρίς να γίνει αγοραίος.
Τέλος, τον Παπαγιώργη τον διαβάζει κανείς για το ήθος του.
«Δεν υπάρχει κύμα που να μην φτάνει στην ακτή».
«Όταν κοιτάζεις κάτι δια βίου, στο τέλος θα γυρίσει να σε κοιτάξει και εκείνο».
Μια ιδιότυπη ηθική: «Ο άνθρωπος καλλιεργεί τις χειρότερες πλευρές του για να επιβιώσει και τις καλύτερες για να διακριθεί».
«Τις περισσότερες φορές καλός άνθρωπος είναι εκείνος που γλύτωσε από τον εαυτό του».
«Όποιος, όμως, έφαγε μάτια αγελάδας, θα τον κοιτάζουν σ όλη του την ζωή.»
«Ότι καταγγέλλουμε, αποτελεί αντικείμενο συγκαλυμμένης λατρείας».
«Θέλει πολύ μυαλό, για να μην μοιάσεις αυτό που κοροϊδεύεις».
«Θέλει πολύ μυαλό, για να παρατηρήσεις εκείνο που βλέπεις κάθε ημέρα».
«Όποιος κοιμήθηκε με το γάλα της αλήθειας στα χείλη, τον έφαγαν τα φίδια».
«Οι κερδισμένοι του πρωινού αποδείχνονται πάντα οι χαμένοι του απογεύματος».
Θρησκεία: «Είναι μια δυνατότητα, με το ράσο πάντως δεν είμαι. Άλλο έμπορος μιας ιδέας, άλλο χρήστης».
«Καιρός του σκυλοζείν, καιρός του οικουρείν».
«Έχω την ευφυΐα μαράζι, την οξυδέρκεια φυλαχτό».
«Άνθρωπος που δεν ξεσκαρτάρει τον εαυτό του, πώς θα δει Θεού πρόσωπο;»
«Η δυστοκία και η τελειομανία δεν ήταν ποτέ κύριο γνώρισμα των μεγάλων συγγραφέων».
«Η κατάκτηση την σημερινή εποχή είναι πώς να ζει κανείς με άδεια χέρια».
«Έρωτας και κουραφέξαλα, ιστορίες για απαίδευτες ψυχές που μεθούν με τις παραισθησιογόνες στερήσεις τους».
Φιλία:«...πρέπει να θεωρήσουμε ισχυρά τεκμήρια ζωής τις λαθραίες στιγμές που ένας φίλος έζησε ή λησμόνησε πλάι μας, χωρίς να έχει την πρόθεση να τις υπογράψει σαν διαθήκη».
Για την Μαλβίνα: «Πνευματικές φιλίες με γυναίκες δεν είχα ποτέ. Έτσι υπαγόρευε η λαϊκή καταγωγή μου και οι συνήθειες των ανθρώπων που συναγελαζόμουνα». Μόνη εξαίρεση η Ζυράννα Ζατέλη, «γυναίκα από σύμπτωση και συγγραφέας από απόλυτη κλίση».
«Την παρτίδα με την ζωή δεν την κέρδισε κανείς».
«Η απόλυτη ευτυχία; Η ανάσταση της μητέρας μου, έστω και για ένα απόγευμα».
«Σπίτι που δεν τσικνίζεται και δεν το έχει αγιάσει αναφιλητό κάποιου παιδιού δεν είναι σπιτικό, αλλά ξενοδοχείο».
«Με σωστό ένστικτο για τις περιστάσεις, η γυναίκα μου, που με προστάτευε σαν αιθερικό σώμα...». «Σε αντίθεση με άλλους που δυστύχησαν, εμένα ο γάμος με ωφέλησε. Η οικογένεια και η γυναίκα μου με έκαναν καλύτερο άνθρωπο».
«Δεν έχω τίποτα από πνευματικό άνθρωπο και εστέτ. Δεν πάω σε μουσεία, δεν ακούω σοβαρή μουσική, δεν πηγαίνω στο θέατρο, δεν έχω ροπή στις πνευματικές συζητήσεις. Ο χαβαλές και το ποδόσφαιρο είναι τα πιο αγαπημένα μου χόμπι. Μάλιστα όταν έπινα, στον χαβαλέ επεδείκνυα αληθινό τάλαντο».
«Μανή, θεκέλ, φάρες». Αυτή ήταν η τελευταία κουβέντα του στην «Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ». «Μανή, θεκέλ, φάρες», τώρα που «ο Κωστής είναι παιδί της άλλης όχθης πια» για όλους εμάς.