Υπάρχει ένα όχι τόσο γνωστό τραγούδι του Σαββόπουλου που μιλάει για τις άχαρες Πρωτοχρονιές της εφηβείας «με τους μεγάλους» αλλά και τις κατοπινές / «Ύστερα γιόρταζες με φίλους σ΄ ένα δωμάτιο καπνού / το θαύμα πάλι ήταν αλλού / στις παιδικές Πρωτοχρονιές σου / στο χρόνο που άλλαζε μαζί σου / πριν μεγαλώσει η αντίστασή σου» / ακόμα με κυνηγάει αυτό το θαύμα που τόσο ωραία περιγράφει ο Σαββόπουλος στις «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου» / είχε πάντα μια εξωτική μαγεία αυτή η μέρα που για μένα συνδέθηκε και με την ανακάλυψη της Αθήνας / για εβδομάδες ζούσα με την προσδοκία της οικογενειακής συγκέντρωσης το βράδυ της Παραμονής Πρωτοχρονιάς στο μαγικό σπίτι της θείας μου της Μάτας στην οδό Μιχαήλ Βόδα / τότε δεν είχα ιδέα που πέφτει η Μιχαήλ Βόδα, μου έφτανε ότι θα έμπαινα στο παραμυθένιο νεοκλασικό με τα δύο πατώματα, την στιβαρή ξύλινη σκάλα και, κυρίως, στην τεράστια κουζίνα όπου ένας μικρός στρατός από ζωηρές, καπάτσες, ακούραστες γυναίκες ετοίμαζαν το δείπνο της σημαντικής αυτής νύχτας πάνω σε ατελείωτους πάγκους και νεροχύτες από μάρμαρο /για το εξάχρονο ή επτάχρονο που ήμουν στα τέλη της δεκαετίας του '70 η διαδρομή από το σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη μέχρι τον υποβλητικό αυτό δρόμο με τα θαλερά, γερμένα δέντρα αποκτούσε διαστάσεις κανονικής εκδρομής / η «Αθήνα» ήταν ένας άγνωστος κόσμος και η Συγγρού έμοιαζε στα μάτια μου τουλάχιστον με την 5η Λεωφόρο / καρφωνόμουν στο παράθυρο προσπαθώντας να ρουφήξω όσες περισσότερες εικόνες μπορούσα / το Φιξ στα τελευταία του, Στύλοι Ολυμπίου Διός, λεωφόρος Αμαλίας, το Ζάππειο, ο Κήπος, η Βουλή, το Σύνταγμα με τα φωταγωγημένα ξενοδοχεία, η Πανεπιστημίου, τα ωραία κτίρια της Πατησίων / καφενεία, καταστήματα που ήξερα από τις σακούλες της μητέρας μου, μεγάλα χαρτοπωλεία, το Μούγερ με τα αγαπημένα μου παπούτσια («ο Μούγερ, ο Μούγερ!!!», σχεδόν ούρλιαζα, σε έκσταση), διάσημα παιχνιδάδικα, ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος από Αθήνα και ζωή / φτάνοντας στο σπίτι της θείας ήμουν ήδη ευτυχισμένος / αλλά πίσω από την παλιά, επιβλητική πόρτα με περίμενε ακόμα περισσότερη ευτυχία, τόση που νόμιζα ότι θα σκάσω / αν η μητέρα μου ήταν «μοντέρνα» και "«εργαζόμενη» η θεία Μάτα ήταν ακριβώς το αντίθετο / αφοσιωμένη νοικοκυρά, με αφράτα, τσιτωμένα μάγουλα που δεν χόρταινα να φιλάω / παντού στο σπίτι επικρατούσε η ωραία βαβούρα των σπιτιών που ξεχειλίζουν από ζωή, πολυκοσμία και χαρά / μεσήλικες, παππούδες, γιαγιάδες, παιδάκια και δυο - τρεις έφηβοι, οι μόνοι που υποθέτω δεν θα έβρισκαν τόσο συναρπαστική τη βραδιά / ο μοναδικός μου φόβος εκείνες τις ώρες ήταν μην έρθει κάποιο άλλο παιδάκι και μου ζητήσει να «παίξουμε»/ αν και πάντα μου έκαναν εντύπωση τα πολλά παιχνίδια του μεγαλύτερου σε ηλικία ξαδέλφου μου (που τα είχε παρατήσει εδώ και καιρό) ήξερα πως δεν είχα καμία όρεξη να σπαταλήσω τον χρόνο μου παίζοντας στρατιωτάκια ή Playmobil / αυτά ήταν για άλλες ημέρες/ σήμερα θα τριγυρνούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο παρατηρώντας τους «μεγάλους» ή θα τρύπωνα στην κουζίνα / εκεί οι τροφαντές γυναίκες (ήταν όλες άραγε οικιακές βοηθοί; αποκλείεται!) θα με σήκωναν ψηλά, θα με ρήμαζαν στα φιλιά και θα με άφηναν να δοκιμάσω ένα σωρό λιχουδιές / εγώ απλά τις αγαπούσα / αργότερα θυμάμαι την ιεροτελεστία της αλλαγής του χρόνου με το κλείσιμο του γενικού και το τραγούδι που με συγκινούσε από νεογέννητο νομίζω / σήμερα, 30τόσα χρόνια μετά, το σπίτι της Μιχαήλ Βόδα είναι ακόμα στη θέση του / για να μου θυμίζει τις καλύτερες Πρωτοχρονιές της παιδικής μου ηλικίας / η θεία Μάτα, αν και υπήρχε εναλλακτική λύση στην Κηφισιά, επιμένει να ζει σ' αυτό το μαγικό μέρος παρά τη σχεδόν μαζική φυγή των παλιών γειτόνων της / «καλέ, δεν θα πάμε πουθενά, εδώ είναι το σπίτι μας!», μου είπε πριν λίγες εβδομάδες όταν την συνάντησα στους δικούς μου, το ίδιο γελαστή και όμορφη, με τα χαρούμενα μάτια της ανοιχτά και πιο λαμπερά από ποτέ / φέτος, που πολλοί πιστεύουν ότι δεν έχουν λόγους να γιορτάσουν, καταπτοημένοι από τα προβλήματα και το κλίμα της εποχής, ας εμπιστευθούν τις παιδικές πρωτοχρονιές, τότε που το θαύμα ήταν όντως αλλού / κι όταν το ποτήρι της γιορτής υψωθεί, θυμηθείτε πως είμαστε φτιαγμένοι από τα χαμόγελα και τα μάτια των δικών μας ανθρώπων / αυτούς γιορτάζουμε κι αυτή η φλόγα δεν θα σβήσει ποτέ / (καλή χρονιά σε όλους!).
Από την στήλη της LIFO, Urban Lab του 2012
σχόλια