Μερικά χρόνια πριν αρχίσει να δουλεύει για τη δημιουργία της «Λάμψης», ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ είχε σκηνοθετήσει το «Barry Lyndon», μια ταινία του 1975 με μεγάλες δυσκολίες στην αναπαράσταση των εικόνων της εποχής της αγγλικής αριστοκρατίας του 18ου αιώνα, που ήταν επίτευγμα από άποψη τεχνικής, αλλά και με τεράστια καλλιτεχνική αξία, που ωστόσο δεν κατάφερε ούτε κόσμο να φέρει στα αμερικανικά σινεμά ούτε και καλές κριτικές να πάρει στην πρώτη προβολή της.
Οι Αμερικανοί κριτικοί το έθαψαν επειδή το βρήκαν «πολύ μεγάλης διάρκειας και πολύ αργό», η επιτυχία δεν ήρθε και ο Κιούμπρικ, αφού συνήλθε από τη μεγάλη απογοήτευση, αποφάσισε να κάνει μια ταινία που θα έπειθε τον κόσμο να πάει στις αίθουσες να τη δει αλλά και άρτια καλλιτεχνικά, για να ξανακερδίσει την αίγλη που του στέρησε η αποτυχία.
Αποφάσισε να μελετήσει τα βιβλία του Στίβεν Κινγκ, ενός από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς των '70s, έτσι κλείστηκε στο γραφείο του και άρχισε να διαβάζει τους σωρούς από τα βιβλία τρόμου που του έφερναν μαζικά οι συνεργάτες του. Η γραμματέας του αναφέρει ότι άκουγε ασταμάτητα τον ήχο του κάθε βιβλίου που πετούσε στον τοίχο, απορρίπτοντάς το, αφού διάβαζε τις πρώτες σελίδες.
Μια μέρα, όταν σταμάτησε να ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος, μπήκε στο γραφείο του αφεντικού της και τον βρήκε να διαβάζει τη «Λάμψη» με αφοσίωση. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Η «Λάμψη» είναι μια αριστουργηματική ταινία που κέρδισε το στοίχημα με τον χρόνο και όχι μόνο άντεξε αλλά έλαβε αξιοκρατικά και μια θέση στη λίστα με τις πιο σημαντικές ταινίες τρόμου όλων των εποχών.
Η «Λάμψη» είναι η ταινία του Κιούμπρικ που έχει προκαλέσει τις περισσότερες αναλύσεις από τους nerd όλου του κόσμου, έχουν γίνει ντοκιμαντέρ και βιβλία για τις θεωρίες συνωμοσίας που κρύβουν οι σκηνές της, έχει απορριφθεί αλλά έχει αποκτήσει και το μεγαλύτερο cult status μέσα στα χρόνια από κάθε άλλη ταινία του Κιούμπρικ και έχει και μια ιδιαιτερότητα που την κάνει ξεχωριστή: μετά από χρόνια, πολλοί φανατικοί πολέμιοί της έχουν αλλάξει γνώμη κι έχουν γίνει ετεροχρονισμένα οπαδοί της.
Είναι μια ταινία που την περιβάλλει μυστήριο και δέος, που κάθε φορά που τη βλέπεις ανακαλύπτεις μία ακόμα λεπτομέρεια για να σχολιάσεις, που σε τρομάζει με διαφορετικό τρόπο.
Γιατί η «Λάμψη» είναι κυρίως αυτό: μια ταινία τρόμου, που όσο περνάει ο καιρός καταλαβαίνεις την αξία της επειδή περιέχει με αριστοτεχνικό τρόπο όλες τις μορφές τρόμου, από τον ψυχολογικό (η σχέση του Τζακ με τα μέλη της οικογένειάς του) και τον υπόκωφα ανατριχιαστικό στις σκηνές με τα φαντάσματα, μέχρι τη σπλατεριά στο ψυχωτικό επεισόδιο του Τζακ που κυνηγάει τη γυναίκα και τον μικρό του γιο για να τους τεμαχίσει με τσεκούρι.
Αν παραβλέψεις όλες τις εξαντλητικές αναλύσεις των weirdos που βλέπουν θεωρίες συνωμοσίας σε κάθε λεπτομέρεια των πλάνων (από αναφορές στο Ολοκαύτωμα, τη Γενοκτονία των Ινδιάνων και την πλαστή προσελήνωση του Απόλλο 11 που υποτίθεται ότι σκηνοθέτησε ο Κιούμπρικ) και τις ατελείωτες αναφορές στις ατάκες της ταινίας που ανακυκλώνονται κουραστικά εδώ και 38 χρόνια, η Λάμψη είναι μια αριστουργηματική ταινία που κέρδισε το στοίχημα με το χρόνο και όχι μόνο άντεξε, αλλά έλαβε αξιοκρατικά και μια θέση στη λίστα με τις πιο σημαντικές ταινίες τρόμου όλων των εποχών (για τον Σκορτσέζε είναι «μία από τις 11 πιο τρομακτικές ταινίες που έχουν γίνει ποτέ»).
Το στόρι της Λάμψης δεν εξαντλείται στη διήγηση της υπόθεσης (που βασίστηκε στο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ αλλά είναι περισσότερο η εκδοχή του σκηνοθέτη της), όλα όσα την περιτριγυρίζουν ως φήμες και γεγονότα είναι το ίδιο γοητευτικά και ανεξάντλητα.
Είχε μια παρατεταμένη και κοπιαστική περίοδο προετοιμασίας, η παραγωγή κράτησε πολύ καιρό και, κάποιες φορές, για ολόκληρες ημέρες χωρίς καθόλου διάλειμμα για ξεκούραση. Εξαιτίας της σχολαστικότητας του σκηνοθέτη, η διεύθυνση φωτογραφίας πήρε πάνω από έναν χρόνο για να ολοκληρωθεί, η αναζήτηση του εξάχρονου που θα έπαιζε το γιο του ζευγαριού ήταν παροιμιώδης, έκαναν δοκιμαστικό σε περισσότερα από 5 χιλιάδες αγόρια στο Σικάγο, το Ντένβερ και το Σινσινάτι για έξι μήνες, μέχρι να βρεθεί αυτό που θα είχε ταιριαστό τρόπο ομιλίας και με του Τζακ Νίκολσον και της Σέλι Ντουβάλ, η ίδια η Ντουβάλ έφτασε στα όριά της πολλές φορές και κατέρρευσε μέχρι να ολοκληρωθεί η ταινία.
Το σενάριο άλλαζε τόσο συχνά που οι ηθοποιοί εκνευρίζονταν και ο Νίκολσον πέταγε κάθε νέο χαρτί με αλλαγές που του έφερναν, φτάνοντας στο σημείο να μαθαίνει τα λόγια του λίγο πριν αρχίσει το γύρισμα. Η Ντουβάλ πιέστηκε τόσο πολύ από τις παρατηρήσεις του Κιούμπρικ που αρρώστησε και παρέμεινε άρρωστη για μήνες, ενώ από το έντονο στρες άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά της.
Ο σκηνοθέτης ήταν υπερβολικά απαιτητικός, τη σκηνή που χτυπάει τον Νίκολσον με το ρόπαλο του μπέιζμπολ την γύρισαν 127 φορές, κάνοντας μάλιστα και παγκόσμιο ρεκόρ για τις πιο πολλές επαναλήψεις.
Όσο για τον Τζακ Νίκολσον, μπορεί να ήταν η πρώτη επιλογή του Κιούμπρικ για το ρόλο του Τζακ Τόρανς, αλλά στο τραπέζι είχε πέσει και το όνομα του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο οποίος έχει αναφέρει ότι η ταινία τον έκανε να βλέπει εφιάλτες για έναν μήνα. Άλλα ονόματα -που ήταν υποψήφιοι πρωταγωνιστές και προτιμούσε και ο Στίβεν Κινγκ- ήταν ο Ρόμπιν Γουίλιαμς και ο Χάρισον Φορντ.
Τελικά το σχιζοφρενικό χαμόγελο του Νίκολσον και το βλέμμα του τρελού που είχε ήδη αποκαλύψει στη Φωλιά του Κούκου ήταν η ιδανική επιλογή και ο Τζακ που δημιούργησε έγινε ίσως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας.
Άλλες «άχρηστες» πληροφορίες: Η Λάμψη ήταν από τις πρώτες ταινίες που χρησιμοποιήθηκε η Steadicam, ειδικά στις σκηνές που ο μικρός Ντάνι κάνει ποδήλατο στους διαδρόμους του ξενοδοχείου και η κάμερα τον ακολουθεί σε όλη τη διαδρομή.
Οι αρχικές σκηνές με τις πανοραμικές λήψεις και οι σκηνές με τον Σκαραβαίο του Τζακ Τόρανς στο δρόμο για το ξενοδοχείο τραβήχτηκαν από ελικόπτερο στο Glacier National Park στην Μοντάνα, στον δρόμο Going-to-the-Sun και όσες περίσσεψαν από την ταινία, χρησιμοποιήθηκαν από τον Ρίντλεϊ Σκοτ για τις σκηνές που κλείνουν την αρχική έκδοση του Blade Runner.
Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, ο Κιούμπρικ πρόβαλλε το Eraserhead του David Lynch στους ηθοποιούς και τους τεχνικούς για να τους μεταφέρει την ατμόσφαιρα που ήθελε να πετύχει στην ταινία.
Σχολιάζοντας το θέμα της ταινίας, είπε ότι «υπάρχει κάτι εγγενώς λάθος με την ανθρώπινη προσωπικότητα. Υπάρχει μια κακή πλευρά σε αυτή. Ένα από τα πράγματα που μπορούν να κάνουν οι ιστορίες τρόμου είναι να μας δείξουν τα αρχέτυπα του ασυνείδητου, μπορούμε να δούμε την σκοτεινή του πλευρά χωρίς να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτή απευθείας».
O Tζακ Νίκολσον ετοιμάζεται για τη σκηνή με το τσεκούρι.
Η πόρτα που διαλύει με το τσεκούρι ο Τζακ λίγο πριν το τέλος της ταινίας, ήταν πραγματική. Ο Κιούμπρικ είχε αρχικά γυρίσει τη σκηνή με ψεύτικη πόρτα, αλλά ο Νίκολσον, ο οποίος είχε δουλέψει ως εθελοντής πυροσβέστης, τη διέλυε αστραπιαία, με μια κίνηση.
Και η φράση «Heeeere's Johnny!» ήταν αυτοσχεδιασμός του ηθοποιού, δανεισμένη από την εισαγωγή που έκανε ο Ed McMahon στο The Tonight Show Starring Johnny Carson.
O Joe Turkel που παίζει το ρόλο του μπάρμαν στο Golden Hall αναφέρει ότι τη σκηνή στο μπαρ την πρόβαραν για έξι εβδομάδες από τις 9 το πρωί μέχρι τις 10.30 το βράδυ, κάθε μέρα, φεύγοντας κάθε βράδυ με τα ρούχα του να στάζουν από τον ιδρώτα.
Η αρχική ευρωπαϊκή κόπια της ταινίας -που κυκλοφόρησε στις αγγλικές αίθουσες τον Οκτώβριο του 1980- ήταν 25 λεπτά πιο σύντομη από την αμερικάνικη έκδοση (119 λεπτά). Ο σκηνοθέτης έκοψε όλες τις σκηνές που διαδραματίζονται εκτός του χώρου του ξενοδοχείου (όσες δεν ήταν μέσα στο κτίριο ή στον λαβύρινθο).
Η αποκατεστημένη κόπια είναι η αρχική αμερικάνικη, με όλες τις σκηνές που αφαιρέθηκαν και δεν προβλήθηκαν ποτέ στην Ευρώπη (146 λεπτά). Υπάρχουν και οι σκηνές στο νοσοκομείο που μεταφέρονται μητέρα και γιος, αφού το σκάσουν από το ξενοδοχείο, και η επίσκεψη του διευθυντή του ξενοδοχείου για να δώσει στον μικρό Ντάνι την κίτρινη μπάλα του τένις που ο πατέρας του πέταγε στους τοίχους των δωματίων.
Η υπόθεση της ταινίας έχει διαφορές από του βιβλίου, αρκετές και σημαντικές, για αυτό και ο Στίβεν Κινγκ είχε ενστάσεις για την ταινία (είχε δηλώσει ότι είναι η μόνη μεταφορά βιβλίου του σε ταινία που μίσησε, γι' αυτό το 1997 γύρισε μόνος του μια τηλεοπτική μεταφορά πιστή στο βιβλίο, βαρετή, που δεν είχε καμία σχέση με την ταινία του Κιούμπρικ).
38 χρόνια μετά η Λάμψη παραμένει μια μοντέρνα ταινία ενός ιδιοφυούς σκηνοθέτη που είναι αξεπέραστος, με ερμηνείες που έχουν γίνει σημεία αναφοράς, με σκηνές που σε κάνουν να ανατριχιάζεις όσες φορές και αν τις δεις, με σημειολογία που δεν εξαντλείται ποτέ και δέχεται αμέτρητες εξηγήσεις, με ένα από τα πιο αινιγματικά φινάλε που θα παραμένει έτσι στον αιώνα τον άπαντα, με έναν μικρό πρωταγωνιστή που εξέπληξε και εκπλήσσει ακόμα στο ρόλο του Ντάνι και που όταν μεγάλωσε επέλεξε να μην γίνει ηθοποιός, με το μουσικό θέμα του Al Bowlly να σε στοιχειώνει, με παγωνιά μέσα κι έξω από το ξενοδοχείο και ανυπόφορο σασπένς, ίσως η καλύτερη ταινία τρόμου που έχει γίνει ποτέ.