Αν ζούσε σήμερα ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ, θα έκλεινε τα 95 του χρόνια. Αν ήταν υγιής και ακμαίος, πιθανόν θα είχε κάνει μέχρι δύο ταινίες μετά το «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του 1999, για τις οποίες θα είχαν γραφτεί μυριάδες κείμενα υπερ-ανάλυσής τους. Άλλωστε, αυτοί ήταν οι ρυθμοί του από τη δεκαετία του '70 κι έπειτα, αφού είχε αποφασίσει ήδη να ασχοληθεί με τα βασικά κινηματογραφικά είδη και κάθε του ταινία να είναι σημείο αναφοράς για το καθένα. Σχέδιο μεγαλεπήβολο, αλλά πιο εφικτό από αυτό που τον ταλαιπώρησε μετά το τέλος της «Οδύσσειας του Διαστήματος» το 1968. Μόλις είχε κάνει ένα φιλμ που αποτελεί μέχρι σήμερα κολοσσιαία πρόκληση για κάθε θεατή που θα θελήσει να αναμετρηθεί (δεν μπορώ να βρω καταλληλότερο ρήμα που να περιγράφει τη συγκεκριμένη προβολή) μαζί του και ήδη ξεκινούσε το πρότζεκτ που ονόμασε «η μεγαλύτερη ταινία που θα γινόταν ποτέ».
Η έρευνά του πάνω στη ζωή του Γάλλου στρατηγού αποκάλυπτε μια πολυεπίπεδη προσωπικότητα, έναν ιδιοφυή άνθρωπο με σπάνιες ηγετικές ικανότητες, αλλά κυριευμένο ταυτόχρονα από εμμονικό πάθος για την Ιωσηφίνα ντε Μποαρναί.
Σύμφωνα με μια συνέντευξη ενός εκ των βοηθών του, ο Κιούμπρικ ήδη από τα μέσα του '60 διάβαζε πολύ για εξέχουσες προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας με σκοπό να βρει την ιδανική για να σχεδιάσει ένα μεγάλο φιλμ εποχής, βασισμένο πάνω της. Η πρώτη του σκέψη ήταν ο Ιούλιος Καίσαρ, αλλά λίγο καιρό μετά άρχισε να μιλά αποκλειστικά για ένα όνομα, τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Η έρευνά του πάνω στη ζωή του Γάλλου στρατηγού αποκάλυπτε μια πολυεπίπεδη προσωπικότητα, έναν ιδιοφυή άνθρωπο με σπάνιες ηγετικές ικανότητες αλλά κυριευμένο ταυτόχρονα από εμμονικό πάθος για την Ιωσηφίνα ντε Μποαρναί – πρόκειται για στοιχεία που δραματουργικά μπορούσαν να στηρίξουν περισσότερες από μία ταινίες κι έπρεπε να συνδυαστούν αρμονικά. Η παραγωγή του φιλμ άρχισε δειλά να οργανώνεται και κύριο μέλημα του Κιούμπρικ ήταν η εξονυχιστική σπουδή της ζωής του Ναπολέοντα, αλλά και η ενδελεχής μελέτη της εποχής του, ώστε η αναβίωση της να είναι ορθή και λεπτομερής.
Λίγο μετά την «Οδύσσεια», λοιπόν, τότε που σύμφωνα με τη γνωστή θεωρία συνωμοσίας σχεδίαζε μαζί με τη ΝΑSΑ την προσελήνωση, ο Κιούμπρικ και οι βοηθοί του αλώνισαν την Ευρώπη για να δουν από κοντά κάθε μέρος που επισκέφθηκε ο Ναπολέων. Όσο απίθανο κι αν ακούγεται, υπάρχουν σήμερα 15.000 φωτογραφίες περίπου από υποψήφιες τοποθεσίες γυρισμάτων που τραβήχτηκαν σε ένα διάστημα περίπου 2 χρόνων. Ο Κιούμπρικ έτεινε προς Γαλλία και Ιταλία για τις βασικές σκηνές, ενώ θα ερχόταν και προς τα Βαλκάνια, καθώς εδώ μπορούσε να νοικιάσει φθηνότερα κομπάρσους για στρατό, πράγμα που το σκέφτεσαι όταν θέλεις να νοικιάσεις 40.000 άτομα. Η άποψή του για τις μάχες ήταν αδιαπραγμάτευτη: ήθελε τεράστιους αριθμούς ατόμων, ώστε να πετύχει ακριβή αναπαράσταση, καθώς, όσα διάβαζε για τη διαχείριση των μαχών από τον Ναπολέοντα, του έδιναν την εντύπωση πως αν κινηματογραφούσε τις πολυπληθείς μάζες στρατιωτών πανοραμικά, θα δημιουργούσε ένα ανυπέρβλητο, σχεδόν χορογραφικό θέαμα.
Ο Κιούμπρικ είχε βρει και τον Ναπολέοντά του στο πρόσωπο του Ντέιβιντ Χέμινγκς, ενώ για τον ρόλο της Ιωσηφίνας προτιμούσε την Όντρεϊ Χέπμπορν. Ήθελε κι άλλα γνωστά ονόματα για τους δεύτερους ρόλους και μάλλον δεν θα είχε πρόβλημα να κλείσει όποιον ήθελε – το πρότζεκτ ήταν πολύ ελκυστικό για όλους. Πνίγηκε, όμως, στην έρευνα. Είδε όποια ταινία είχε γυριστεί ως τότε γι' αυτόν, διάβασε όσο περισσότερα βιβλία μπορούσε, μέχρι και για τις καθημερινές του συνήθειες, ενώ είχε πάντα και την επιμέλεια των εξαντλητικών ερευνών για τις τοποθεσίες. Μάζεψε έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών, που, αν και ήταν άριστα οργανωμένος, τον καταπλάκωσε. Κατάφερε να φτιάξει ένα σενάριο, όμως η καταραμένη σκέψη πως πρέπει να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη ταινία που έγινε ποτέ μόνο κακό μπορούσε να κάνει. Οι διορθώσεις επί διορθώσεων είχαν ήδη δημιουργήσει μεγάλο κόστος (πριν καν αρχίσουν τα γυρίσματα), ενώ βρέθηκε και σε κακό timing. Το μνημειώδες έπος του Σεργκέι Μπονταρτσούκ «Πόλεμος και Ειρήνη» (που περιείχε τον Ναπολέοντα) πέρασε τα όρια της Σοβιετικής Ένωσης και προβαλλόταν στη Δύση, ενώ το 1970 το «Βατερλό», επίσης του Μπονταρτσούκ, ήταν για το στούντιό του οικονομικό Βατερλό. Όλα αυτά οδήγησαν στην απόφαση να μη χρηματοδοτηθεί τελικά το όνειρο του Κιούμπρικ, που κράτησε σε κούτες όση δουλειά είχε κάνει, ελπίζοντας πως μια μέρα θα τις ξανάνοιγε.
Υπήρξαν κέρδη από αυτή την κοπιαστική δουλειά ή πήγαν όλα χαμένα τελικά; Η ιστορία έδειξε πως υπήρξαν. Αρχικά, ο ίδιος ο Κιούμπρικ βοηθήθηκε σε ό,τι είχε να κάνει με την οπτική ανάπλαση της εποχής όταν έκανε τον «Μπάρι Λίντον» το 1975, η ιστορία του οποίου τελειώνει λίγα χρόνια πριν αρχίσει αυτή του Ναπολέοντα, ένα έργο-υπόδειγμα παρουσίασης φυσικών τοπίων σε ταινία εποχής, που παραμένει αξεπέραστο ως σήμερα. Επίσης, το σύνολο των σημειώσεων παρέμεινε, δεν καταστράφηκε, με αποτέλεσμα να είναι προσβάσιμο για όποιον σκεφτόταν να ξαναπιάσει το πρότζεκτ. Έτσι, πριν από μερικούς μήνες το HBO ανακοίνωσε πως προτίθεται να γυρίσει μια μίνι σειρά βασισμένη στις σημειώσεις του Κιούμπρικ, με εμπλεκόμενο τον Στίβεν Σπίλμπεργκ ως παραγωγό και τον Κάρι Φουκουνάγκα (του πρώτου «True Detective») να κουβαλά το βαρύ φορτίο της σκηνοθεσίας. Τέλος, όλη η δουλειά του Κιούμπρικ εικονογραφήθηκε και αποτυπώθηκε σε 10 μικρά βιβλία που κυκλοφόρησαν ως ένα ενιαίο σε μια limited έκδοση-φετίχ της Taschen, που ουσιαστικά προσφέρει στους τυχερούς που την απέκτησαν ένα δαιδαλώδες μεν, αλλά σπάνιο εργαλείο για να φτιάξουν οι ίδιοι τη μεγαλύτερη ταινία που έγινε ποτέ. Σύμφωνα με τον Κιούμπρικ, αυτό ήταν το λιγότερο που άξιζε στη μεγαλύτερη προσωπικότητα της Ιστορίας, αλλά, αφού δεν το κατάφερε εκείνος, δεν ξέρω πόσο εφικτό είναι να συμβεί στο μέλλον.