Για πρώτη φορά προβάλλεται στην Ελλάδα το χαμένο ντεμπούτο του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Fear and Desire, μια ταινία που γύρισε το 1953 και ο σκηνοθέτης αποκήρυξε, φτάνοντας στο σημείο να την κλειδαμπαρώσει στο αρχείο του και να μην αφήνει κανέναν να την προβάλει, ώσπου μια σωστή κόπια ανακαλύφθηκε πολύ πρόσφατα, αποκαταστάθηκε και λύθηκε το διπλό μυστήριο: με τι θέμα και ποιό τρόπο ρίχτηκε στη μάχη του σινεμά ένας από τους πιό επινοητικούς εκπροσώπους του και γιατί δεν ήθελε, από νωρίς, όπως φαίνεται και από συνέντευξη του το 1966, δεν ήθελε ούτε να ακούει για την πρώτη του ταινία;
Παραδόξως, το Fear and Desire δεν είναι ένα genre movie, κάτι που θα αποτελούσε ιδανική πλατφόρμα εξάσκησης ενός ορμητικού νέου filmmaker πάνω σε είδος και φόρμουλα. Περισσότερο κλίνει προς ένα δραματικό σινεμά με ψυχολογικές νύξεις, χωρίς ωστόσο τις θεατρικές καταβολές ενός Καζάν, που επηρέαζε πολλούς εκείνη την εποχή. Απηχεί τις αναζητήσεις του Στάνλεϊ Κιούμπρικ γύρω από τη φύση και τις συγκρούσεις του ανθρώπου, έχοντας ως θέμα την περιπλάνηση 4 στρατιωτών σε εχθρικό έδαφος και την προσπάθεια τους να περάσουν σε φίλιο στρατόπεδο στην άλλη όχθη του ποταμιού, κατασκευάζοντας μια σχεδία. Κι ενώ το Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι του Φρεντ Ζίνεμαν, της ίδιας χρονιάς, σάρωνε στα Όσκαρ με μυθιστορηματική δομή, σμιλεμένες ερμηνείες και ακαδημαϊκή μαστοριά, το Fear and Desire στριφογυρίζει εκτός τόπου και χρόνου (στα δάση του Σαν Γκάμπριελ στην Καλιφόρνια, για να ακριβολογούμε) με ποιητική διάθεση, στιλιζαρισμένες ερμηνείες, εσωτερικούς μονολόγους, στοχαστικούς διαλόγους και μια γενικότερη post-apocalyptic αίσθηση, σα να βρισκόμαστε σε μια ρημαγμένη χώρα δίχως όνομα, με ψυχικά σακατεμένους επισκέπτες, τους στρατιώτες δηλαδή, που συμπεριφέρονται σαν μακάβριοι πρωταγωνιστές από επεισόδιο της Ζώνης του Λυκόφωτος.
Για τον ξύλινο λόγο των πρωταγωνιστών βοήθησε σημαντικά η απειρία του Κιούμπρικ επί του έμψυχου δυναμικού, καθώς πριν από το Fear and Desire είχε σκηνοθετήσει μόνο ντοκιμαντέρ, και είχε βέβαια ειδικευθεί, με διάκριση και αναγνώριση, στον τομέα της φωτογραφίας. Την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του την γύρισε σχεδόν μόνος του, σε σενάριο του φίλου του Χάουαρντ Σάκλερ, που αργότερα διακρίθηκε γράφοντας το θεατρικό Η Μεγάλη Λευκή Ελπίδα, μουσική του συμμαθητή του Τζέραρντ Φριντ, που μετέπειτα εργάστηκε πολύ στην τηλεόραση, με σκορ για τον Άνθρωπο της ΑΝΚΛ και τις Ρίζες, και κυρίως συνολική αρωγή από την πρώτη σύζυγο του. Αυτό που απασχόλησε τον Κιούμπρικ ήταν να δώσει σχήμα στον φόβο και ένταση στην επιθυμία των στρατιωτών. Για να το καταφέρει, έκανε εναλλαγές νατουραλιστικού διαλόγου με φωναχτές σκέψεις εφιαλτικού τόνου (κάτι που δεν πέτυχε) και, αυτό που θα τον χαρακτήριζε στη συνέχεια της καριέρας του, ασυνήθιστες γωνίες λήψεις με σκηνές που ξάφνιαζαν, όταν διέκοπταν τη φαινομενικά στρωτή ροή. Οι τολμηροί φωτισμοί στην ταινία κλέβουν την παράσταση: άπλετο φως που διαχέεται πάνω στα κουρασμένα σώματα, κιαροσκούρο με εντονότερη αντίθεση μέσα στο δάσος, σκιάσεις που προκαλούν σασπένς, μια ντοκιμενταρίστικη συνάντηση των ανδρών με μια γυναίκα, που καταλήγει σε φλασιά αγωνίας. Η φιλοδοξία του μόλις 25χρονου Κιούμπρικ είναι εμφανής. Οι ιδέες του, επίσης. Το αποτέλεσμα διαθέτει αψάδα και μια κάποια εικαστική τόλμη. Αλλά δεν τον δικαιώνει. Λόγω της θρυλικής του τελειομανίας, ο αμερικανός σκηνοθέτης δεν θέλησε να το εντάξει στην φιλμογραφία του. Παρακολουθώντας το, φαντάζομαι πως δεν θα χαιρόταν καθόλου με τις αρετές, αλλά θα κόλλαγε στα λάθη, τις ατέλειες και, φευ, τις ασυγχώρητες ατεχνίες. Περισσότερο θα απογοητευόταν, από την πειραματική όψη και την ασχημάτιστη σεναριακή ροή, και είναι ένα από τα ελάχιστα έργα που ο Κιούμπρικ δεν συμμετείχε καθόλου στο σενάριο.
Πολλές φορές, τσαντισμένοι, απογοητευμένοι, ή απλώς φαντασμένοι σκηνοθέτες αποκληρώνουν έργα τους για λόγους που αφορούν μόνο τους ίδιους, και που στη συντριπτική τους πλειοψηφία οφείλονται στο frustration για το τελικό μοντάζ που δεν έχουν. Αυτό δεν ενδιαφέρει τον κριτικό και τον θεατή, παρά μόνο σε επίπεδο ρεπορτάζ και σινεκουτσομπολιού. Στην περίπτωση του Fear and Desire, ο εμμονικός οραματιστής είχε δίκιο. Στη επόμενα 45 δημιουργικά του χρόνια, έκανε καλύτερες ταινίες για τη βία (Κουρδιστό Πορτοκάλι), το υπαρξιακό (2001), τον πόλεμο (Paths of Glory), ακόμη και τον πόλεμο που συνορεύει με την τρέλα και την παράνοια (Full Metal Jacket). Το ντεμπούτο του χρησιμεύει σαν χαλαρή επίσκεψη προς ανίχνευση των υλικών μιας ιδιοφυΐας.
Προβάλλεται μαζί με το ημίωρο ντοκιμαντέρ Seafarers, το πρώτο έγχρωμο φιλμ που σκηνοθέτησε ο Κιούμπρικ, επίσης το 1953, και που είναι μια καλοδιεκπεραιωμένη ψιλοπροπαγάνδα υπέρ του συνδικάτου των ναυτικών, του τύπου, τι θαρραλέοι, υπεύθυνοι επαγγελματίες και οικογενειάρχες είναι οι ταξιδιάρηδες ναυτικοί μας...
Σημείωση: ένας από τους στρατιώτες στο Fear and Desire είναι και ο Πολ Μαζέρσκι, ένας ηθοποιός, σεναριογράφος και απίστευτα άνισης απόδοσης και κυμαινόμενης καριέρας σκηνοθέτης, που ξεκίνησε να κάνει "χειροποίητες" ταινίες στα 60ς, επηρεάστηκε αμετάκλητα από το ευρωπαϊκό σινεμά και υπέγραψε τα υπέροχα "Down and Out in Beverly Hills" και "Unmarried Woman", χωρίς να μπορεί να συνέλθει ποτέ από τις εμπορικές αποτυχίες που ακολούθησαν. Δικό του και το τρυφερότατο road movie Harry and Tonto, με τον γηραιό Αρτ Κάρνι και την γάτα του. Ο Μαζέρσκι πέθανε πριν από μια εβδομάδα.
σχόλια